Του Βασίλη Μοάτσου,
Σε συνέχεια του άρθρου: Βιώσιμη ανάπτυξη: φωτίζοντας το μέλλον της Ένωσης
Στο πρώτο άρθρο της τριλογίας με θέμα «Βιώσιμη Ανάπτυξη», αναπτύξαμε την έννοια αυτή καθεαυτήν και εξηγήσαμε τους βασικούς πυλώνες της. Στο δεύτερο άρθρο μιλήσαμε για την Ευρωπαϊκή Ένωση και το βαθμό στον οποίο η βιώσιμη ανάπτυξη θα αποτελέσει τη βάση για τις αποφάσεις του μέλλοντος. Είδαμε το μέτρο στο οποίο υιοθετούνται μέτρα βιώσιμης αναπτυξιακής πολιτικής και τη στόχευση για την Ευρώπη της επόμενης δεκαετίας. Στο τρίτο και τελευταίο άρθρο θα αναφερθούμε στη βιώσιμη ανάπτυξη στη χώρα μας και, ειδικότερα, θα δούμε τον τομέα του τουρισμού και την επιχειρηματικότητα, όπως αυτά διαμορφώνονται στην Ελλάδα του σήμερα με βλέψη προς το αύριο.
Επισκόπηση
Σύμφωνα με το δελτίο του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών (ΣΕΒ) για το 2019, η συνολική επίδοση της Ελλάδας σε όρους κάλυψης των στόχων για το 2030 στη βιώσιμη ανάπτυξη (49%), είναι αρκετά υψηλότερη σε σχέση με την επίδοση στον Στόχο 8 (33%), που είναι η οικονομία. Τα στοιχεία έχουν επηρεασθεί από την κρίση που έπληξε την Ελλάδα την τελευταία 10ετία. Στο πλαίσιο αυτό, δημοσιονομικές πολιτικές για παράδειγμα που χρηματοδοτούνται μέσω δανείων και όχι από την παραγωγικότητα της οικονομίας και οδηγούν σε μακροοικονομικές ανισορροπίες, παρόλο που αυξάνουν την ευημερία προσωρινά, συνήθως καταλήγουν σε περιοδικές οικονομικές κρίσεις. Η αντιμετώπιση των καταστάσεων αυτών διαταράσσει τον οικονομικό σχεδιασμό με ορίζοντα μακροπρόθεσμο, θέτοντας έτσι ένα δύσκολο εμπόδιο στη διατήρηση των θετικών αναπτυξιακών επιδόσεων της χώρας. Καθίσταται λοιπόν δύσκολη η επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης μέχρι το 2030, καθώς απουσιάζουν οι ισχυρές οικονομικές βάσεις οι οποίες θα επιτρέψουν να γίνουν περαιτέρω επενδύσεις σε έρευνα και ανάπτυξη σε τομείς βασικούς για τη χώρα όπως ο τουρισμός, η εκπαίδευση και η ιατρική περίθαλψη. Οι χρόνιες αδυναμίες της χώρας, η μη ορθή οικονομική ανάπτυξη των τελευταίων δεκαετιών του 20ου αιώνα και η ψευδαίσθηση ενός κράτους ισχυρού και κυρίαρχου που κορυφώθηκε την περασμένη δεκαετία, αφήνουν στενά περιθώρια για ένα οικονομικό μοντέλο στη βάση της βιωσιμότητας.
Η Ελλάδα ως μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης έχει εισαγάγει στην πολιτική της την έννοια της βιώσιμης ανάπτυξης, όπως αυτή απορρέει από τις ενωσιακές αποφάσεις, στο βαθμό που οι δυνατότητές της επιτρέπουν. Η αναζήτηση των τομέων που η χώρα έχει περισσότερο ανάγκη, προκειμένου να ξεφύγει από τα δεσμά της κρίσης βρίσκεται στο επίκεντρο του κρατικού ενδιαφέροντος. Παρακάτω θα παρουσιαστούν συνοπτικά δύο τομείς, στους οποίους η ελληνική οικονομία οφείλει να επενδύσει, προκειμένου να επιτύχει την πολυπόθητη βιώσιμη ανάπτυξη και θα δημιουργήσει ένα ασφαλές περιβάλλον δραστηριοτήτων στην ελληνική επικράτεια.
Τουρισμός
Βιώσιμος ή πράσινος τουρισμός σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Τουρισμού είναι ο τουρισμός που λαμβάνει πλήρως υπόψη του τις υφιστάμενες οικονομικές, κοινωνικές και περιβαλλοντικές επιπτώσεις του και ανταποκρίνεται στις ανάγκες των επισκεπτών, του κλάδου και των κοινοτήτων στους προορισμούς υποδοχής.
Ο τουρισμός είναι η βαριά βιομηχανία της χώρας με ποσοστό που αγγίζει το 15% του ΑΕΠ. Θα ήταν συνεπώς αφύσικο να μην ληφθεί υπόψη το πώς ο τουρισμός του σήμερα θα μπορέσει να βασιστεί στα θεμέλια της βιωσιμότητας προκειμένου να μην απειληθεί η ίδια του η ύπαρξη. Το τουριστικό μοντέλο ανάπτυξης που εδώ και δεκαετίες επικρατεί, δηλαδή ο μαζικός τουρισμός, δεν συμπορεύεται με τους στόχους για μια βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη αφού έχει παγιωθεί ένα status quo που επιβαρύνει το περιβάλλον και τις κοινότητες που φιλοξενούν τους επισκέπτες. Η βιώσιμη τουριστική ανάπτυξη επιτυγχάνεται μέσω ηπιότερων μορφών τουρισμού που δεν θα αποβλέπουν αποκλειστικά και μόνο στο οικονομικό αποτέλεσμα, αλλά θα δείχνουν παράλληλα σεβασμό στο περιβάλλον, στον πολιτισμό και στις ιδιαιτερότητες των τοπικών κοινωνιών.
Ο τουρισμός στην Ελλάδα χρειάζεται ένα ριζικό επανασχεδιασμό που θα έχει ως αφετηρία το επίπεδο διακυβέρνησης και σχεδιασμού του τουρισμού στη χώρα ανά περιφέρεια. Για παράδειγμα, θα μπορούσε να υπάρξει ένα αυτόνομο υπουργείο βιώσιμης ανάπτυξης το οποίο θα έθετε τους μακροπρόθεσμους στόχους για την τουριστική ανάπτυξη μέσω ενός ενιαίου αναπτυξιακού μοντέλου. Η κεντρική κατάρτιση ενός εθνικού σχεδίου στρατηγικής θα υπηρετούσε το δημοκρατικό χαρακτήρα, θα έδινε ώθηση στη διαφάνεια και θα μεγιστοποιούσε την αποτελεσματικότητα των τοπικών αυτοδιοικήσεων.
Είναι επιπλέον σημαντικό να δοθούν τα απαιτούμενα κεφάλαια στην έρευνα στην τεχνική κατάρτιση και στην υλικοτεχνική υποδομή προκειμένου να εξυπηρετείται ο στόχος του «πράσινου τουρισμού». Πρέπει να προωθηθούν μέτρα τα οποία θα αναδεικνύουν τα ειδικά εκείνα στοιχεία που είναι σημαντικά για τους επισκέπτες αλλά ταυτόχρονα θα τα προστατεύουν. Η ενεργός συμμετοχή του τουρισμού στη βιώσιμη ανάπτυξη προϋποθέτει κοινές δράσεις και σύμπραξη όλων των φορέων, δημόσιου και ιδιωτικού τομέα, και αποτελεσματικούς μηχανισμούς συντονισμού. Ο βιώσιμος τουρισμός είναι το μέλλον και η γρήγορη αφοσίωση σε αυτόν είναι καίριας σημασίας για την διαφύλαξη και την αναβάθμιση της εθνικής οικονομίας, της κοινωνικής προόδου και του φυσικού περιβάλλοντος της χώρας.
Με το καλοκαίρι του 2020 να αποτελεί παρελθόν, η προσοχή επικεντρώνεται στα μελλοντικά επίπεδα τουρισμού στη χώρα. Όπως δήλωσε ο Υπουργός Τουρισμού, Χάρης Θεοχάρης, την προηγούμενη εβδομάδα σε τηλεδιάσκεψη του Διεθνούς Φόρουμ Ενέργειας (IEF), με θέμα τις επιπτώσεις του COVID-19 στην αγορά ενέργειας, στις διεθνείς αερομεταφορές και στον τουρισμό, παρουσιάζεται μια ευκαιρία για ένα νέο μοντέλο ανάπτυξης για τη χώρα, αλλαγές και μια καινούργια πραγματικότητα όσον αφορά την οικονομία του τουρισμού. Όπως προτάθηκε για την Ελλάδα αλλά και γενικότερα για τη βιομηχανία του τουρισμού, στόχος είναι μια κοινή στρατηγική χωρίς οριζόντιους περιορισμούς, η στρέψη της προσοχής στο εμβόλιο μέσω επενδύσεων η οποία συνεισφέρει στην ανάπτυξη υγειών σχέσεων μεταξύ των κρατών και στην υποστήριξη της έγκαιρης πρόσβασης σε αυτό και η επιτάχυνση της εφαρμογής των Στόχων Βιώσιμης Ανάπτυξης.
Επιχειρηματικότητα
Ως «πράσινη επιχειρηματικότητα» ορίζουμε κάθε επιχειρηματική-οικονομική δραστηριότητα που ασκείται με σεβασμό προς το φυσικό περιβάλλον σε όλα τα στάδια των διαδικασιών της, από την παραγωγή έως την τυποποίηση και την τελική διάθεση του προϊόντος. Στις μέρες μας, η πλειοψηφία των επιστημονικών δημοσιεύσεων και άρθρων πάνω στην εταιρική βιωσιμότητα έχει επικεντρωθεί στο πώς καθιερωμένες στο χώρο τους επιχειρήσεις μπορούν να μειώσουν τον αντίκτυπό τους στο περιβάλλον, αλλά και στο αν υπάρχει και σε τι βαθμό, το ανταγωνιστικό πλεονέκτημα που δίνει η εφαρμογή βιώσιμης πολίτικης. Με άλλα λόγια, τι κέρδος θα αποφέρει σε μια εταιρία η μετάβαση σε ένα “πρασινότερο” επιχειρηματικό μοντέλο.
Θα μπορούσαμε να ισχυριστούμε πως η ανάδειξη της ελληνικής επιχειρηματικότητας σε υπόδειγμα βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει να αντιμετωπίζεται περισσότερο ως ευκαιρία παρά ως εμπόδιο. Η ίδια η ταυτότητα της χώρας ευνοεί την ανάπτυξη της πράσινης επιχειρηματικότητας. Η Ελλάδα είναι χώρα «οικοτουριστικού και οικοεπιστημονικού ενδιαφέροντος» λόγω του πλούσιου οικοσυστήματος που διαθέτει παράλληλα με το γεωγραφικό της ανάγλυφο, παράγοντες που ευνοούν την οικοτουριστική ανάπτυξη. Την ίδια στιγμή, η γεωγραφική θέση της χώρας στην παγκόσμια αγοράς σε συνδυασμό με την υποστήριξη, τη χρηματοδότηση και τις κατευθυντήριες γραμμές από την Ευρωπαϊκή Ένωση ευνοεί τον τομέα του περιβάλλοντος και της αγροτικής παραγωγής με οικολογικούς όρους. Το οικονομικό περιβάλλον είναι ευνοϊκό σε σύγκριση με χώρες πιο αποκομμένες και λιγότερο συνδεδεμένες. Επιπλέον, η χώρα αποτελεί πεδίο υψηλού συγκριτικού πλεονεκτήματος στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ενώ η τεχνογνωσία που διαθέτει το ανθρώπινο δυναμικό ευνοεί την περεταίρω ανάπτυξή τους μέσω επενδύσεων.
Η εγκαθίδρυση της πράσινης επιχειρηματικότητας θα προσφέρει πολλαπλά πλεονεκτήματα στη χώρα. Σε οικονομικούς και περιβαλλοντικούς όρους θα δημιουργηθούν νέες θέσεις εργασίας και νέα προϊόντα για ένα διευρυμένο καταναλωτικό κοινό, το εργατικό δυναμικό θα είναι παραγωγικότερο λόγω καλύτερου περιβάλλοντος και εξειδίκευσης ενώ τα τελικά προϊόντα θα αποκτήσουν συγκριτικό πλεονέκτημα ως αποτέλεσμα βιώσιμης επιχειρηματικότητας. Τα επενδυτικά κεφάλαια από το εξωτερικό θα γνωρίσουν αύξηση, το παραγόμενο προϊόν θα είναι μεγαλύτερο μειώνοντας το έλλειμμα του εμπορικού ισοζυγίου. Η παροχή προϊόντων και υπηρεσιών υψηλής ποιότητας με σεβασμό στο περιβάλλον είναι ένα δυνατό διαπραγματευτικό χαρτί στη δημιουργία «brand name» της Ελλάδας και των προϊόντων της. Η σύμπραξη επιχειρηματιών και πολιτείας στην οικοδόμηση μιας Ελλάδας με πράσινο προσανατολισμό είναι διαβατήριο για την ίδια την οικονομία της χώρας στο μέλλον που προδιαγράφεται με πράσινες πολιτικές.