Της Ερωφίλης Σμυρνιωτάκη,
Η Αφρική, σύμφωνα με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, είναι η δεύτερη ταχύτερα αναπτυσσόμενη περιοχή και προβλέπεται να εξελιχθεί σε μια οικονομία τρισεκατομμυρίων. Πολλοί ερευνητές συγκρίνουν την ταχύρρυθμη ανάπτυξή της και τις προοπτικές της με αυτές της Κίνας, τη δεκαετία του 1990 και αυτός είναι ακόμα ένας παράγοντας που τραβάει ξανά την προσοχή κρατών, ερευνητών και επενδυτών στην περιοχή.
Η ίδια η Κίνα έχει αποτελέσει σημαντικό χρηματοδότη της ανάπτυξης σε αρκετά αφρικανικά κράτη, ιδίως στον τομέα των υποδομών, όχι όμως χωρίς ανταλλάγματα. Εκμεταλλευόμενη το «κενό εξουσίας» που άφησαν πίσω τους οι αποικιοκρατικές χώρες και εποφθαλμιούσα τα τεράστια αποθέματα φυσικών πόρων της αφρικανικής ηπείρου, η Κίνα διεκδίκησε, με διπλωματικές, πολιτικές και οικονομικές κινήσεις, μια ευνοϊκή αντιμετώπιση ως προς την εκμετάλλευση αυτών των πόρων. Από τη δεκαετία του 1990 και μετά, η συνεργασία Κίνας-Αφρικής στον ενεργειακό τομέα, αλλά και άλλες βιομηχανίες έχει επεκταθεί και εμβαθύνει σε μεγάλο βαθμό.
Οι επενδύσεις σε αφρικανικές χώρες αποτέλεσαν ένα μέσο διαφοροποίησης του κινεζικού ενεργειακού χαρτοφυλακίου. Η Κίνα από το 2017 έχει ξεπεράσει τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής σε εισαγωγές, ούσα πλέον η κορυφαία χώρα-εισαγωγέας πετρελαίου, ενώ το 2019 εισήγαγε περισσότερους από 505 κιλοτόνους, με σταθερά αρνητικές εξαγωγές. Η αφρικανική ήπειρος έχει περίπου το 9% των -αποδεδειγμένα- υπαρκτών αποθεμάτων πετρελαίου παγκοσμίως, που φαίνεται μικρό ποσοστό σε σχέση με το 62% που βρίσκεται στη Μέση Ανατολή. Ωστόσο, προσφέρει την προοπτική πρόσβασης σε πόρους που δεν έχουν ακόμα εξερευνηθεί. Τα τελευταία χρόνια, με τις ανάγκες της κινεζικής οικονομίας να αυξάνονται, ενώ τα αποθέματα πετρελαίου στο εσωτερικό της μειώνονται, περισσότερο από το 1/3 του πετρελαίου της Κίνας προέρχεται από αφρικανικά κράτη, με την Αφρική να αποτελεί τον δεύτερο μεγαλύτερο πάροχο πετρελαίου για την Κίνα, μετά τη Μέση Ανατολή.
Η Κίνα έχει αναπτύξει σταθερές σχέσεις με τα πετρελαιοπαραγωγικά κράτη της ηπείρου, ιδιαίτερα τη Γκαμπόν, το Σουδάν και το Νότιο Σουδάν, την Ισημερινή Γουινέα, την Ανγκόλα και το Κονγκό. Ένα πολύ δημοφιλές και επιτυχημένο μοντέλο που έχει ακολουθήσει στην συνεργασία της με τα αφρικανικά κράτη, είναι το μοντέλο της Ανγκόλα. Συνοπτικά, το μοντέλο της Ανγκόλα αποτελείται από τη σύναψη αναπτυξιακών δανείων από κινεζικές κρατικές αναπτυξιακές τράπεζες, για τα οποία τα κράτη παρέχουν πρόσβαση των κινεζικών εταιριών στα αποθέματα πετρελαίου τους και θα τα αποπληρώσουν με την μελλοντική τους παραγωγή. Το μοντέλο αυτό, που έχει εφαρμοστεί σε διάφορα κράτη έκτοτε, σημείωσε μεγάλη επιτυχία στην Ανγκόλα, εξ’ ου και το όνομα του μοντέλου. Η Κίνα χρηματοδότησε σημαντικά έργα υποδομών, όπως κατοικίες χαμηλού κόστους και απάλλαξε την Ανγκόλα από τα κρατικά χρέη της, που ήταν προπληρωτέα το 1999. Ως αποτέλεσμα, οι εισαγωγές πετρελαίου από την Ανγκόλα στο διάστημα μετά το 1995 και μέχρι το 2003 πολλαπλασιάστηκαν, με την Ανγκόλα να γίνεται ο τρίτος μεγαλύτερος πάροχος πετρελαίου για την Κίνα, για το 2003.
Η παρουσία της Κίνας στην αφρικανική ήπειρο έχει πολλές φορές αναλυθεί, με τους στόχους της να αποτελούν κεντρικά θέματα. Βραχυπρόθεσμα, θεωρείται πως η Κίνα επιδιώκει να καλύψει τις ανάγκες της στον ενεργειακό τομέα, όπως έχει ήδη προαναφερθεί, ωστόσο, μακροπρόθεσμα, ο στόχος της φαίνεται να είναι η εδραίωσή της ως δυνατό παίκτη στην παγκόσμια αγορά πετρελαίου. Πράγματι, η Κίνα καθυστέρησε σε σχέση με άλλους σημαντικούς παίκτες να μπει στη διαδικασία εύρεσης πηγών πετρελαίου και ένταξής τους στη σφαίρα επιρροής της. Η Αφρική αποτέλεσε ιδανική επιλογή για αυτήν, καθώς ικανοποιεί ορισμένα σημαντικά κριτήρια.
Αρχικά, δελεαστικός παράγοντας είναι, προφανώς, οι τεράστιες προοπτικές που προσέφεραν οι πόροι της ηπείρου. Σε αντίθεση με άλλες πετρελαιοπαραγωγικές περιοχές, η Αφρική είναι ανοιχτή σε ξένες επενδύσεις, ειδικά από επενδυτές που, όπως η Κίνα, επιλέγουν να μην εμπλέκονται τόσο στην εσωτερική πολιτική των κρατών. Σημαντικό είναι επίσης το γεγονός ότι τα αποθέματα της Αφρικής είναι σε μεγάλο βαθμό προσβάσιμα, και άρα διαθέσιμα για μεταφορά, με σχετική ευκολία, μέσω θαλάσσης. Παράλληλα, ήταν αναγκαίο για την Κίνα να αποδεσμευτεί ενεργειακά από την ταραχώδη Μέση Ανατολή, γεγονός που οδήγησε στην στροφή της χώρας προς την αφρικανική ήπειρο. Ένας πιο τεχνικός παράγοντας αποτελεί, επίσης, η χημική σύνθεση του πετρελαίου της Αφρικής, καθώς αυτό έχει χαμηλή πυκνότητα και μικρή περιεκτικότητα σε θείο, πράγμα ιδιαίτερα σημαντικό για την Κίνα, καθώς περίπου τα 3/4 των διυλιστηρίων της είναι κατασκευασμένα ειδικά για πετρέλαιο με χαμηλή περιεκτικότητα σε θείο.
Από το 2019 ως το 2023, οι κινεζικές κρατικές εταιρείες πετρελαίου (NOCs’) -China National Petroleum Corporation (CNPC), China Petroleum & Chemical Corporation (SINOPEC) και China National Offshore Oil Corporation (CNOOC)- αναμένεται να επενδύσουν πάνω από 15 δισεκατομμύρια δολάρια στην Αφρική. Ως αποτέλεσμα, θα γίνουν οι τέταρτοι μεγαλύτεροι επενδυτές στην περιοχή, μετά από τους κολοσσούς BP Plc, Royal Dutch Shell Plc και Eni SpA, σύμφωνα με την GlobalData. Το μεγαλύτερο μέρος της δαπάνης προβλέπεται να κατευθυνθεί στη Νιγηρία, την Ανγκόλα, την Ουγκάντα και τη Μοζαμβίκη. Ο όγκος παραγωγής για την περίοδο αυτή αναμένεται αυξημένος με βάση την παραγωγή από το πεδίο Egina, από το οποίο η παραγωγή ξεκίνησε στις αρχές του 2019.
Ενδεικτικές Πηγές
- China Power Team. (2020). How Is China’s Energy Footprint Changing? China Power. Retrieved from here
- Global Data. (2019). China’s NOCs to be fourth highest upstream investors in Africa over next five years, says GlobalData. Global Data. Retrieved from here
- Reale, H., Bingham, E., & Greenberg, K. (2020). Where Does China Get Its Oil? The Wire China. Retrieved from here
- Shepard, W. (2019). What China Is Really Up To In Africa. Retrieved from here
- Sikhumbuzo, Z. (2017). Potential seen in Africa’s oil, gas sector. China Daily. Retrieved from here