Του Θεοφάνη Φουσέκη,
Η κυβέρνηση της Κίνας βλέπει την Ταϊβάν όπως και το Χόνγκ Κονγκ, δηλαδή ως μια περιφέρειά της, η οποία έχει αποσχιστεί από τη χώρα, όμως θα γίνει πάλι μέρος της. Το αν αυτό θα γίνει ή όχι, διχάζει το λαό της Ταϊβάν. Από τη μια πλευρά, υπάρχουν αυτοί που θεωρούν πως θα ξαναενωθεί με την Κίνα, και από την άλλη, αυτοί που πιστεύουν πως είναι πολίτες ενός ξεχωριστού κράτους, ανεξαρτήτως της μη ανακήρυξής του ως τέτοιο. Αυτή η ρήξη με την Κίνα έχει εντείνει τις μεταξύ τους σχέσεις, ενώ η ανάμειξη των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής διαδραματίζει ολοένα και πιο σημαντικό ρόλο στις εξελίξεις.
Ποιο είναι το ιστορικό υπόβαθρο;
Το όνομα «Ταϊβάν» άρχισε να ακούγεται εντονότερα στα ιστορικά αρχεία κατά τον 17ο αιώνα, ως ολλανδική αποικία. Το 1661, οι Ολλανδοί παρέδωσαν τη διοίκησή της στην κινεζική δυναστεία των Τσινγκ και, με τον τρόπο αυτό, η Ταϊβάν παρέμεινε στον έλεγχο της Κίνας, μέχρι το 1949. Την περίοδο αυτή, διαδραματίζεται ο κινέζικος εμφύλιος πόλεμος και τα στρατεύματα του Chiang Kai-shek ηττήθηκαν από τις δυνάμεις του Mao Zedong, με αποτέλεσμα να καταφύγουν στην Ταϊβάν, όπου και παρέμειναν για αρκετά χρόνια, ασχολούμενοι με την πολιτική του τόπου. Έτσι, το 2000, μετά από κοινωνικές πιέσεις, ο γιος του Chiang κήρυξε τις πρώτες εκλογές, στις οποίες εξελέγη ο πρώτος Πρόεδρός της, Chen Shui-bian.
Πέντε χρόνια αργότερα, η επανεκλογή του προέδρου Chen θορύβησε εντόνως την Κίνα. Η παγιωμένη αντίληψη πως η Ταϊβάν πρέπει να είναι ένα αυτόνομο κράτος οδήγησε την πρώτη να περάσει νόμο, με τον οποίο ανακοινώθηκε πως η ένοπλη παρέμβαση θα είναι θεμιτή, αν η Ταϊβάν κηρύξει την ανεξαρτησία της. Στο πιο πρόσφατο παρελθόν, το 2016, η εκλογική καμπάνια της αρχηγού του Προοδευτικού Δημοκρατικού Κόμματος, Tsai Ing-wen, περιελάβανε ως στόχο την πλήρη ανεξαρτησία της χώρας, οδηγώντας την στην εξουσία.
Στο σήμερα
Στις αρχές του 2020, η Tsai κέρδισε για δεύτερη φορά της εκλογές, πράγμα το οποίο κατέκρινε το Πεκίνο. Την ίδια στιγμή, οι κοινωνικές αναταραχές στο Χονγκ Κονγκ, κατά της αυξημένης επιρροής της Κίνας, η οποία επεκτάθηκε με τον καινούργιο νόμο εθνικής ασφάλειας, έχουν αρχίσει και ανησυχούν την Ταϊβάν, καθώς, μετά το Χονγκ Κονγκ, το Πεκίνο μπορεί να στραφεί σε αυτή. Παράλληλα, οι ΗΠΑ υποστηρίζουν την πλήρη ανεξαρτησία της περιοχής, πράγμα το οποίο κατοχύρωσαν, μάλιστα, με δυο επισκέψεις υψηλόβαθμων εκπροσώπων. Η πρώτη συνάντηση έγινε στις αρχές Αυγούστου, με την επίσκεψη του Alex Azar, Γραμματέα για θέματα υγείας των ΗΠΑ. Πριν τη συνάντησή του με την Πρόεδρο, ανήγγειλε πως υπάρχουν τρία θέματα που αφορούν στην επίσκεψή του στην χώρα. Πρώτον, η αναγνώριση της Ταϊβάν ως ανοιχτής και δημοκρατικής κοινωνίας, που αντιμετώπισε άριστα την έξαρση του ιού. Δεύτερον, επιβεβαίωση ότι η Ταϊβάν είναι ένας μακροχρόνιος φίλος και σύμμαχος της Αμερικής. Τρίτον, η αναγνώρισή της ως ένας διεθνώς ενεργός συμμετέχων στον τομέα της υγείας.
Η δεύτερη αποστολή υψηλόβαθμου στελέχους από την Ουάσιγκτον έγινε στα μέσα Σεπτεμβρίου. Η Κίνα, η οποία είχε κατακρίνει και την προηγούμενη αμερικανική αποστολή, αυτή τη φορά δεν παρέμεινε στα λόγια. Αντίθετα, πραγματοποίησε εκτενή, διήμερη στρατιωτική άσκηση, κοντά στις ακτές της Ταϊβάν, ως ένα σημάδι ότι θα κάνει τα πάντα για να προστατεύσει την κυριαρχία της. Την ίδια περίπου στιγμή, ο Υπουργός Αμύνης της Κίνας, Ren Guoqiang, δεν έδωσε καμία λεπτομέρεια για την άσκηση αυτή. Στον αντίποδα, κατηγόρησε τις Ηνωμένες Πολιτείες και την Ταιβάν πως δημιουργούν αναταραχές, χωρίς να αναφερθεί, όμως, στην τελευταία επίσκεψη. Στη συνέχεια, υποστήριξε πως το να χρησιμοποιούν οι ΗΠΑ την Ταϊβάν για να ελέγξουν την Κίνα ή το να βασίζεται κανείς σε ξένους για να αναπτυχθεί αποτελούν και οι δυο έξυπνες τακτικές. Στο τέλος, έκλεισε την ομιλία του λέγοντας το εξής: «Όποιος παίζει με τη φωτιά, θα καεί».
Η δυσμενής κλιμάκωση των σχέσεων Κίνας-ΗΠΑ έρχεται σε μια περίοδο που οι σχέσεις τους είναι στο χειρότερο επίπεδο που έχουν βρεθεί εδώ και χρόνια. Ήδη από το 2018, τα δυο έθνη βρίσκονται σε έναν εμπορικό πόλεμο. Το ξέσπασμα του COVID-19, οι κατηγορίες για κατασκοπεία και οι συλλήψεις κινέζων κατασκόπων στις ΗΠΑ οδηγούν τις σχέσεις των δύο χωρών σε ένα σκοτεινό μονοπάτι. Η φανερή υποστήριξη της Ταϊβάν από τις ΗΠΑ σίγουρα δε βοηθά στη γεφύρωση του χάσματος που έχει δημιουργηθεί.
Άρα τι είναι η Ταϊβάν;
Οφείλουμε, λοιπόν, να αποκαλούμε την Ταϊβάν κράτος; Η ίδια η χώρα έχει το δικό της σύνταγμα, του δικούς της δημοκρατικά εκλεγμένους αρχηγούς και περίπου 300,000 εν ενεργεία στρατιώτες. Η δημοκρατική κυβέρνηση του Chiang Kai-shek, που κατέφυγε στην περιοχή, το 1949, είχε υποστηρίξει αρχικά πως εκπροσωπεί όλη την Κίνα, την οποία στοχεύει κάποια μέρα να ανακαταλάβει. Κατείχε, άλλωστε, τη θέση της Κίνας στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και αναγνωριζόταν από πολλούς δυτικούς ως η νόμιμη κινέζικη κυβέρνηση. Το 1971, όμως, τα Ηνωμένα Έθνη μετέφεραν τη διπλωματική αναγνώριση στο Πεκίνο. Έκτοτε, μόνο 15 χώρες αναγνωρίζουν διπλωματικά την Ταϊβάν.
Μπορεί η Κίνα να απαιτεί την ένωση με την κυρίως χώρα;
Από άποψη διεθνούς δικαίου, η Κίνα ήδη έχει παραβιάσει μια σειρά θεμελιωδών κανόνων, που αφορούν στην κρατική κυριαρχία. Αρχικά, το νομοσχέδιο περί ένοπλης επίλυσης του προβλήματος, σε περίπτωση που η Ταϊβάν ανακηρύξει ανεξαρτησία, το οποίο αποτελεί μια ξεκάθαρη απειλή χρήσης βίας, απαγορεύεται στο άρθρο 2, παράγραφος 4 του Χάρτη των Ηνωμένων Εθνών. Αντίθετα, ήδη από το 1970, στη Διακήρυξη της Γενικής Συνέλευσης των ΗΕ για τις Φιλικές Σχέσεις, επιβάλλεται η ειρηνική επίλυση διεθνών διαφορών. Επιπλέον, στο παρελθόν η Κίνα έχει χρησιμοποιήσει ως επιχείρημα την ανακάλυψη της Ταιβάν, το 239 μ.Χ., πράγμα το οποίο δεν αποτελεί αιτία επανένωσης. Το διεθνές δίκαιο προβλέπει πως η γειτνίαση και η ανακάλυψη δεν αποτελούν αποδεικτικά στοιχεία που επιβεβαιώνουν την κυριαρχία ενός κράτους σε μια περιοχή. Αυτό που το αποδεικνύει είναι η πρακτική των κρατών, δηλαδή η άσκηση αποτελεσματικής κυριαρχίας στην περιοχή. Συνεπώς, γίνεται αντιληπτό πως είναι δύσκολο να υποστηρίξουμε αν είναι όντως κράτος η Ταϊβάν. Η χώρα, όμως, έχει όλα τα χαρακτηριστικά ενός ανεξάρτητου κράτους, ακόμη και αν δεν έχει αναγνωριστεί νομικά.
Ποιος θα είναι ο αντίκτυπος της ανεξαρτησίας;
Μολονότι η πολιτική πρόοδος είναι αργή, επομένως ο πολιτικός αντίκτυπος θα είναι μικρός, οι οικονομικοί δεσμοί μεταξύ Κίνας-Ταιβάν έχουν αναπτυχθεί ραγδαία. Ταϊβανέζικες εταιρείες έχουν επενδύσει πάνω από 50 δισεκατομμύρια ευρώ στην Κίνα και σχεδόν ένα εκατομμύριο άτομα ζουν σε αυτή. Μερικοί ανησυχούν πως η οικονομία τους βασίζεται πάρα πολύ στην Κίνα, ενώ άλλοι υποστηρίζουν πως ακριβώς επειδή οι επενδύσεις της Ταϊβάν στην Κίνα είναι μεγάλες, ένα στρατιωτικό εγχείρημα από πλευράς της τελευταίας θα είχε μεγάλο οικονομικό κόστος. Παρόλο που οι κάλπες έδειξαν τους πολίτες, στις πρόσφατες εκλογές, να υποστηρίζουν την πλήρη ανεξαρτησία της Ταϊβάν, μέσω του Προοδευτικού Ανεξάρτητου Κόμματος, οι δημοσκοπήσεις επί του θέματος αποδεικνύουν πως το μεγαλύτερο ποσοστό του πληθυσμού προτιμά να παραμείνει στην τωρινή πολιτειακή κατάσταση.
Τι επιφυλάσσει το μέλλον;
Σίγουρα η διασαφήνιση του αν η Ταϊβάν αποτελεί ένα αυτόνομο κράτος είναι θέμα που οφείλουν να εξετάσουν παράγοντες ιθύνοντες για τέτοια ζητήματα. Παρά ταύτα, είναι εμφανές πως η Ταϊβάν έχει έρθει στο προσκήνιο του διεθνούς ενδιαφέροντος, στη διάρκεια του 2020, και έχει αποδείξει πως μπορεί να σταθεί ισάξια ανάμεσα στα κράτη της πολιτικής κονίστρας της διεθνούς κοινότητας. Η κήρυξη της πλήρους ανεξαρτησίας της παραμένει ένα ερώτημα, το οποίο δεν γνωρίζουμε αν θα απαντηθεί άμεσα. Το μόνο σίγουρο, πάντως, είναι πως οι βάσεις έχουν τεθεί για μια επικείμενη διεθνή αναγνώριση.