11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΚωνσταντινούπολη 626 μ.Χ.: Θρίαμβος του Ηρακλείου σε δύο μέτωπα

Κωνσταντινούπολη 626 μ.Χ.: Θρίαμβος του Ηρακλείου σε δύο μέτωπα


Του Νίκου Μελιτσιώτη,

Στα μέσα του καλοκαιριού του 626 μ.Χ., μπροστά από τα τείχη της Κωνσταντινούπολης, γράφτηκε μια από τις ενδοξότερες σελίδες της βυζαντινής ιστορίας, καθώς η φρουρά της Κωνσταντινούπολης κατόρθωσε, παρά το αριθμητικό της μειονέκτημα, να αποκρούσει τις συντονισμένες επιθέσεις της συμμαχίας Περσών και Αβάρων, σώζοντας έτσι την Πόλη και δίνοντας τον χρόνο στις αυτοκρατορικές ενισχύσεις να φτάσουν και να εκδιώξουν τους πολιορκητές.

Η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από του Αβάρους αποτελεί την άκρη ενός νήματος. Νήμα το οποίο ξεκινά από τα πρώτα έτη της βασιλείας του Ηρακλείου, ο οποίος βρέθηκε αντιμέτωπος με το χάος που είχε αφήσει πίσω του ο τυρρανικός Φωκάς. Τα βόρεια σύνορα στη χερσόνησο του Αίμου είχαν παραμεληθεί, ενώ οι Πέρσες είχαν εισβάλει στην επικράτεια. Μετά από υπογραφή μια εύθραυστης συνθήκης με τους Αβάρους, στου οποίους παρείχε ετησίως το ποσό των 150.000 χρυσών νομισμάτων.

Έχοντας προσωρινά απαλλαγεί από του φιλάργυρους Αβάρους, ο Ηράκλειος (610–641 μ.Χ.) στρέφεται προς το δυσεπίλυτο περσικό πρόβλημα. Η ταχύτητα προέλασης των Περσών το διάστημα 611–620 μ.Χ. είχε φέρει τον αυτοκράτορα σε απελπιστική θέση. Η απώλεια εδαφών ζωτικής σημασίας για την σίτιση και το εμπόριο της αυτοκρατορίας και η παντελής έλλειψη χρημάτων για την αναδιοργάνωση του αποκαρδιωμένου στρατού έφτασαν στο σημείο τον Ηράκλειο να σκεφτεί την μεταφορά της πρωτεύουσας στην γενέτειρά του, την Καρχηδόνα.

Από αυτό το αδιέξοδο έβγαλε τον Ηράκλειο ο πατριάρχης Σέργιος, ο οποίος έθεσε το θησαυροφυλάκιο της εκκλησίας στη διάθεση του αυτοκράτορα. Έτσι, τα πολύτιμα εκκλησιαστικά σκεύη μετετράπησαν σε χρυσά και αργυρά νομίσματα, σολίδους και εξάγραμμα. Με τα χρήματα αυτά ο Ηράκλειος κατάφερε να αναδιοργανώσει, να γυμνάσει και να εξοπλίσει ποιοτικά το στρατό του, καθώς και να αναδιοργανώσει την διοίκηση της Μικράς Ασίας με το θεσμό των θεμάτων, ο οποίος είχε κυρίως προέκταση στο στρατιωτικό κομμάτι, καθώς τα θέματα αποτελούσαν κυρίως στρατιωτικά κτήματα, τα οποία μοιράζονταν στους στρατιώτες υπηκόους της αυτοκρατορίας προς καλλιέργεια, με αντάλλαγμα τη στρατιωτική υπηρεσία. Επίσης, μην έχοντας εμπιστοσύνη στους Αβάρους, η βυζαντινή διπλωματία ανέλαβε να διαβρώσει εκ των έσω το πολυεθνικό κράτος των Αβάρων, το οποίο αποτελείτο από πλήθος ετερόκλητων φυλών.

Ο αυτοκράτορας Ηράκλειος

Μετά από αυτές τις προετοιμασίες και παρά τις αντιδράσεις της αυλής, ο ίδιος τέθηκε επικεφαλής του στρατού και αναχώρησε δια θαλάσσης από την Κωνσταντινούπολη στις 5 Απριλίου 622. Στην πρώτη φάση της επίθεσης εναντίον των Περσών (622–623) αναδείχθηκε το αξιόμαχο του βυζαντινού στρατού, καθώς πέτυχαν απροσδόκητες νίκες και το ηθικό τους ανέβηκε κατακόρυφα. Βέβαια, τα 623 μ.Χ. αναγκάστηκε να επιστρέψει στην πρωτεύουσα. Ο λόγος της εσπευσμένης επιστροφής του ήταν οι Άβαροι, οι οποίοι ανακάλυψαν τον δάκτυλο της βυζαντινής διπλωματίας πίσω από τις εξεγέρσεις των διαφόρων σλαβικών φυλών εντός της κυριαρχίας τους. Προγραμματίστηκε μια συνάντηση των δύο πλευρών, η οποία όμως παραλίγο να καταλήξει σε παγίδα για τον αυτοκράτορα. Της αποτυχημένης απόπειρας αιχμαλωσίας του αυτοκράτορα, ο οποίος απαλλάχθηκε από τα αυτοκρατορικά σύμβολα προκειμένου να μη γίνει αντιληπτός από τους διώκτες του, ακολούθησαν εκτεταμένες λεηλασίες στα περίχωρα της Βασιλεύουσας και σε ολόκληρη τη Θράκη, με καταστροφές, σφαγές και αιχμαλωσίες. Στο τέλος, βέβαια, ξεκίνησαν νέες διαπραγματεύσεις, οι οποίες οδήγησαν σε μια νέα εύθραυστη ειρήνη, καθώς και οι δύο ηγέτες βρίσκονταν σε δύσκολη θέση. Η ειρήνη αυτή επισφραγίστηκε με την αύξηση των ετήσιων «πάκτων» σε 200.000 χρυσά νομίσματα.

Ο Ηράκλειος, επιστρέφοντας στο Περσικό μέτωπο, ανέλαβε εκ νέου τη διοίκηση του στρατού του, ο οποίος στρατωνιζόταν στην οχυρή πόλη Σάταλα, και συνέχισε την προέλαση του στη Περσική ενδοχώρα. Συνέτριψε τον Περσικό στρατό στην πόλη των Γανζάκων, την οποία εγκατέλειψε άμεσα ο Πέρσης βασιλιάς Χοσρόης. Ο Ηράκλειος τον κατεδίωξε, χωρίς όμως να καταφέρει να τον εγκλωβίσει στις ορεινές διαβάσεις των γύρω περιοχών. Αντίθετα ο ίδιος, διενεργώντας ένα περιττό ελιγμό στην Αλβανία του Καυκάσου, έθεσε το στρατό του σε αχρείαστο κίνδυνο, διακινδυνεύοντας την υπερφαλάγγιση του από τις τρεις Περσικές στρατιές υπό τους Σαήν, Σαρβαραζά και Σαραβλαγγά. Μετά από πολλούς κοπιώδεις ελιγμούς και νικηφόρες μάχες κατάφερε να διασπάσει τον κλοιό και να στρατοπεδεύσει στη λίμνη Ιβάν.

Σε εκείνο το σημείο πληροφορήθηκε το σχέδιο του συνασπισμού των Περσών με τους Αβάρους. Σύμφωνα με αυτό οι Άβαροι, με πολυπληθές στράτευμα, πολιορκητικές μηχανές και ναυτικό θα κινούνταν εναντίον της Κωνσταντινούπολης. Από την πλευρά τους οι Πέρσες θα αναλάμβαναν διπλό ρόλο. Ο μεν Σαρβαραζάς θα έσπευδε προς ενίσχυση της πολιορκίας, ενώ ο ενισχυμένος, μετά από γενική στρατολόγηση, στρατός του Σαήν, θα κρατούσε απασχολημένο το στρατό του Ηρακλείου. Από την πλευρά τους οι Άβαροι, συγκεντρώνοντας στράτευμα περίπου 160.000 ανδρών, πλήθος πολιορκητικών μηχανών και μεγάλο αριθμό πλοίων, γνωστά και ως μονόξυλα, κινήθηκαν, μετά από μια αποτυχημένη πολιορκία της Θεσσαλονίκης, προς την Κωνσταντινούπολη. Μπροστά στα τείχη της Πόλης έφτασαν στα τέλη Ιουλίου, λίγο μετά την άφιξη των Περσών στη Χαλκηδόνα, ο στρατός των οποίων αποτελείτο κυρίως από βαρύ ιππικό και άρματα.

Η θέση του Ηρακλείου ήταν εξαιρετικά δύσκολη, χωρίς όμως αυτό να τον κάνει να χάσει το κουράγιο του. Αντίθετα φρόντισε να καλύψει όλα τα μέτωπα, τόσο της άμυνας όσο και της επίθεσης. Διαιρώντας το στρατό του σε τρία μέρη, στέλνει τον αδερφό του Θεόδωρο με το μεγαλύτερο μέρος του στρατεύματος να εξουδετερώσει τον Σαήν, σπεύδοντας σε δεύτερο χρόνο προς ανακούφιση της πρωτεύουσας, ο ίδιος κρατά ένα μικρό τμήμα και μαζί με την προσωπική του φρουρά επιχειρεί μια τολμηρή εκστρατεία διείσδυσης, ενώ στέλνει περίπου 15.000 άνδρες δια θαλάσσης προς ενίσχυση της άμυνας. Επίσης, στέλνει οδηγίες για κατασκευή αμυντικών πολιορκητικών μηχανών, για ενίσχυση των τειχών και για συγκέντρωση προμηθειών.

Στις 31 Ιουλίου, ξεκινά η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης. Η επίθεση στα χερσαία τείχη γίνεται σε όλο τους το μήκος, με το βαρύ πεζικό να κατευθύνει τις επιθέσεις του μεταξύ της Πύλης του Πολυανδρίου και της Πύλης του Πέμπτου, χωρίς την παραμικρή πρόοδο. Μια επίθεση των Σλάβων με στόχο τη Μονή της Πηγής αποκρούστηκε με αντεπίθεση των Βυζαντινών. Σε αυτό το σημείο, να τονιστεί το γεγονός, πως η άμυνα της πόλης αριθμούσε περίπου 10.000 άνδρες, ιππείς που είχαν μείνει στην πρωτεύουσα, ενώ πιθανότατα είχε φτάσει δια θαλάσσης και η αποστολή των 10.000 ανδρών, που είχε στείλει ο Ηράκλειος από την Περσία.

Μετά την αποτυχία της πρώτης επίθεσης ακολούθησε δεύτερη με τη χρήση πολιορκητικών μηχανών, χωρίς όμως να φέρουν ένα καλύτερο αποτέλεσμα. Την ίδια στιγμή ο Αβαρικός στόλος από μονόξυλα, των οποίων το όνομα δείχνουν πως αποτελούνταν από ένα ενιαίο κομμάτι, ρίχνονται στη θάλασσα στη γέφυρα του Αγίου Καλλινίκου, ένα σημείο στον Κεράτιο, όπου τα ρηχά νερά δεν επέτρεπαν στα βαριά βυζαντινά πλοία να εμπλακούν. Ακολούθησαν διαπραγματεύσεις, με τον πατρίκιο Αθανάσιο να κατηγορεί τους Πέρσες πως αποκρύπτουν τις επικείμενες ενισχύσεις του Ηρακλείου και τον Χαγάνο των Αβάρων να διατηρεί την αδιαλλαξία του, απορρίπτοντας κάθε πρόταση για ανακωχή, όντας σίγουρος για την νίκη του.

Την Κυριακή 3 Αυγούστου, ο ηγέτης των πολιορκητών έριξε στη θάλασσα και τα υπόλοιπα μονόξυλα, τα οποία μεταφέρονταν με αμάξια με υποζύγια. Αυτά κατάφεραν να ξεφύγουν από το βυζαντινό στόλο, κατευθυνόμενα στη Χαλκηδόνα, με σκοπό να μεταφέρουν τους Πέρσες στο σημείο της πολιορκίας από την απέναντι ακτή. Όντας σε δύσκολη θέση, ο βυζαντινός στόλος ενισχύθηκε με εξοπλισμένα εμπορικά πλοία, κατ’ εντολή του πατρικίου Βώνου.

Άβαρος αριστοκράτης ιππέας

Τρεις μέρες αργότερα οι Άβαροι, κατόπιν αιφνιδιαστική επιθέσεως, κατέλαβαν την εκκλησία της Παναγίας των Βλαχερνών, όπου και οχυρώθηκαν. Στα σχέδια τους ήταν η επίθεση των μονόξυλων που βρίσκονταν στον Κεράτιο Κόλπο κατόπιν συνθηματικής πυράς, προκειμένου να τραβήξουν την προσοχή του αντίπαλου στόλου και να περάσουν τα μεταγωγικά των Περσών με ασφάλεια στην απέναντι ακτή. Όμως, ο έμπειρος πατρίκιος, έχοντας πληροφορηθεί το σχέδιο, άναψε ο ίδιος τις φλόγες νωρίτερα, με αποτέλεσμα τα μονόξυλα να γίνουν βορά των βυζαντινών πλοίων, με τους λίγους επιζήσαντες να σκοτώνονται από την οργή του Χαγάνου στην ακτή. Ανάλογη τύχη είχε κι η επίθεση στα χερσαία τείχη, με την τάφρο να γεμίζει με χιλιάδες πτώματα. Τα άθικτα τριπλά τείχη και το υψηλό ηθικό των υπερασπιστών, το οποίο ενίσχυε ο πατριάρχης Σέργιος με την εικόνα της Θεοτόκου, έπαιξαν καταλυτικό ρόλο. Τέλος, ο απερίσπαστος πλέον βυζαντινός στόλος καταβύθισε τα μονόξυλα που μετέφεραν τους Πέρσες, στέλνοντας στο θάνατο 4.000.

Ο επίλογος αυτής της ένδοξης μάχης γράφτηκε την Παρασκευή 8 Αυγούστου 626 μ.Χ., με τον Χαγάνο των Αβάρων να καταστρέφει και εγκαταλείπει το στρατόπεδό τους, με το στρατό να λεηλατεί εκκλησίες και χωριά στην υποχώρηση του. Ο αδελφός του Ηρακλείου Θεόδωρος έφτασε με τις ενισχύσεις στην Βασιλεύουσα, καταδιώκοντας τους υποχωρούντες Αβάρους, ενώ ο Πέρσης Σαρβαραζάς εκμεταλλεύτηκε την απασχόληση του Θεόδωρου και αποχώρησε.

Μετά την ευτυχέστατη έκβαση του πολέμου αυτού ο συναυτοκράτορας Κωνσταντίνος Γ΄, όλοι οι άρχοντες και ο λαός συγκεντρώθηκαν στην Παναγία των Βλαχερνών για να γιορτάσουν το χαρμόσυνο γεγονός. Σε αυτή τη δοξολογία εψάλη για πρώτη φορά τμήμα του Ακάθιστου Ύμνου, ο οποίος γράφτηκε από την λαμπρή πένα του Πατριάρχη Σέργιου και απέδιδε στην Θεοτόκο την νίκη αυτή.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Στράτος Α. «Η πτώση της Ελληνιστικής Ανατολής» Σε Συλλογικό Έργο (2015) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, Τόμος 17 Βυζαντινός Ελληνισμός Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι. Αθήνα: Εκδ. Παραπολιτικά σσ. 236–241
  • Δρ Φιλίππου Ε. «Η εποχή του Ηράκλειου και η πτώση της Ελληνιστικής ανατολής στο Ισλάμ (610–641/2 μ.Χ.)» Σε Συλλογικό έργο (s.d.) Ιστορία των Ελλήνων τόμος 6 Βυζαντινός Ελληνισμός–Πρωτοβυζαντινοί Χρόνοι Αθήνα: Εκδόσεις Δομή σσ. 502–579
  • Χριστοφιλοπούλου Α. (1998) «Βυζαντινή Ιστορία» τ. Β΄1 610–867 Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας σσ. 16–30

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Γεννήθηκε το 1997 στην Καλαμάτα και είναι επί πτυχίω φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Συμμετείχε σε αρχαιολογικά και ιστορικά συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητής και εθελοντής. Είναι ένθερμος μελετητής της Βυζαντινής Ιστορίας. Ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό και τη συλλογή και μελέτη νομισμάτων.