11.9 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΝα σου πω μια Ιστορία την σήμερον ημέρα: Η διδασκαλία της Ιστορίας...

Να σου πω μια Ιστορία την σήμερον ημέρα: Η διδασκαλία της Ιστορίας ως πρόκληση στην σύγχρονη ελληνική τάξη


Της Γεωργίας Δέδε,

Το μάθημα της Ιστορίας έχει βρεθεί στο στόχαστρο των περισσοτέρων, αν όχι όλων, των υπουργικών αποφάσεων με σκοπό την αλλαγή και την αναδιαμόρφωση, οι οποίες συχνά συνοδεύονται από συνθήματα προόδου, με τον ιδιότυπο τρόπο που η εκάστοτε κυβέρνηση ορίζει την έννοια της προόδου. Η αλήθεια είναι πως συχνά το παραμελημένο, από εκπαιδευτικούς κι εκπαιδευόμενους, μάθημα της Ιστορίας έχει χρησιμοποιηθεί πολλάκις ως μοχλός πίεσης και εφαρμογής της πολιτικής ατζέντας των επικεφαλής των Υπουργείων Παιδείας. Πολλοί αμφισβητούν τους λόγους συμπερίληψής της στο Αναλυτικό Πρόγραμμα των σχολείων, γεγονός που δημιουργεί αναπόφευκτα ερωτήματα σχετικά με το ποιος είναι εντέλει ο σκοπός και οι επιμέρους στόχοι της διδασκαλίας της Ιστορίας διαχρονικά, καθώς και ποιες κλιμακούμενες δυσκολίες κι απαιτήσεις δημιουργεί η σημερινή κοινωνική ετερότητα στην αποτελεσματική διδασκαλία της. Αφαιρώντας, λοιπόν, τον πολιτικό, και συχνά προπαγανδιστικό λόγο από τους στόχους της σχολικής Ιστορίας, στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναζητήσουμε κι ενδεχομένως να ορίσουμε την ορθότητα της διδασκαλίας της σχολικής Ιστορίας στην σημερινή σχολική πραγματικότητα.

Η λέξη ιστορία, γλωσσολογικά, συνδέεται με την έννοια της καθολικής γνώσης, με ένα είδος συνολικής γνώσης του σύμπαντος, η οποία με την  πάροδο των χρόνων εξειδικεύτηκε σε μια μορφή μάθησης που εστιάζει στην μελέτη του παρελθόντος του ανθρώπου ως όντος κοινωνικού, από την πρωτόγονη κατάστασή του έως σήμερα. Η Ιστορία αποτελεί έναν επιστημονικό κλάδο, ο οποίος στηρίζεται στην ερμηνεία παρελθοντικών γεγονότων βάσει διασωζομένων τεκμηρίων, ενώ μέσω της ερευνητικής και συγκριτικής ανάλυσης, προωθεί την «ιστορική σκέψη». Η μελέτη της Ιστορίας δεν είναι γραμμική και στατική, καθώς, μέσω της αποδόμησης και της πολυπρισματικής ανάλυσης των παρελθοντικών γεγονότων, παρέχει ερμηνείες για το παρόν. Κατά τον Παπανούτσο, η σχολική Ιστορία έχει «φρονηματιστικό» σκοπό, καθώς δύναται να παρουσιάζει παραστατικά τους αγώνες και τις κατακτήσεις του ανθρώπινου γένους. Η σχολική Ιστορία μπορεί, δηλαδή, να αποτελέσει ένα εργαλείο για την υποστήριξη της ειρήνης, της συμφιλίωσης και της κοινωνικής αλληλεγγύης, μέσω της αποκάλυψης της κοινής μνήμης και της ανάδειξης της κοινής μοίρας της ανθρωπότητας. Ως βασικός σκοπός της Ιστορίας δυνητικά αναγνωρίζεται η διαμόρφωση της ιστορικής συνείδησης, και η θεμελίωση της εθνικής ταυτότητας, της αίσθησης δηλαδή του «εμείς», της συλλογικότητας, που μοιράζεται το κοινό πεπρωμένο, που προσδιορίζεται και ταυτόχρονα διαφοροποιείται από τον «άλλον» χωρίς απαραίτητα να συγκρούεται με αυτόν. Κατά καιρούς, η εθνική ταυτότητα έχει αποτελέσει στοιχείο παρανόησης των σκοπών της διδασκαλίας της Ιστορίας. Η σχολική Ιστορία δεν αποσκοπεί στην ανάπτυξη του εθνικού φρονήματος ή στην δαιμονοποίηση των «εθνικών άλλων», αλλά στην γνώση της εθνικής κληρονομιάς, στην καλλιέργεια της κριτικής σκέψης και της γόνιμης αμφισβήτησης μέσω της αντικειμενικής γνώσης της αλήθειας και της απενοχοποίησης του παρελθόντος.

Ωστόσο, η διδασκαλία της Ιστορίας στην ελληνική σχολική πραγματικότητα είναι διαφορετική. Η σχολική Ιστορία τείνει να αποτελεί το αναγκαίο κακό της σχολικής πρακτικής συναντώντας ένα πλήθος δυσχερειών. Αρχικά, στο ευρύτερο πλαίσιο της περιθωριοποίησης των κοινωνικών επιστημών, ως απόρροια της απουσίας πρακτικής εφαρμογής του αντικειμένου, η σχολική Ιστορία συχνά παρουσιάζεται ως ένα μάθημα βαρετό, δυσνόητο, αποκομμένο από την εκπαιδευτική διαδικασία και άρρηκτα συνδεδεμένο με την παθητική πρακτική της αποστήθισης. Η αποστροφή εκπαιδευτικών και εκπαιδευομένων αποτυπώνεται επίσης, ως προς το περιεχόμενο της Ιστορίας. Η προσκόλληση στο γεγονοτολογικό υπόδειγμα διδασκαλίας της Ιστορίας, κατά το οποίο οι μαθητές βομβαρδίζονται από γεγονότα, δράσεις, ήρωες, χρονολογίες, καθώς και η σπειροειδής ανάπτυξη της ύλης, εστιασμένη στην αρχαία, βυζαντινή και νεότερη Ιστορία σε όλες τις βαθμίδες της Εκπαίδευσης, αποτελούν βασική τροχοπέδη στην έξαψη της «ιστορικής φαντασίας» των μαθητών. Τα εκπαιδευτικά αποτελέσματα φαίνονται να παρεκκλίνουν των στόχων της διδασκαλίας της Ιστορίας και ο λόγος είναι σαφής. Ο εθνικός εαυτός που καλλιεργείται μέσα από το μοναδικό και συνεχώς μεταβαλλόμενο σχολικό εγχειρίδιο, μέσα από τις συνεχείς αναθεωρήσεις των Αναλυτικών Προγραμμάτων, φαίνεται πως δεν δύναται να απεγκλωβιστεί από την εξύμνηση του φαντασιακού παρελθόντος κι από το αφήγημα της εθνικής ανωτερότητας. Η συνεχής προβολή του εθνικού εαυτού ως αδιαίρετου, ομοιογενούς κι αναλλοίωτου μέσα στο χρόνο, τείνει να οδηγεί σε ξενοφοβικές στάσεις και σε μορφές εθνικού απομονωτισμού. Ο πολιτισμικός φανατισμός και ο εθνικισμός μπορούν να θεωρηθούν χαρακτηριστικά παραδείγματα του λάθος εθνικιστικού αφηγήματος. Όπως φαίνεται από τις πρόσφατες αλλαγές την τωρινής Υπουργού Παιδείας, η οποία έθεσε σε εφαρμογή Αναλυτικά Προγράμματα Ιστορίας του 2002-2003, η συστηματική μελέτη του ιστορικού τραύματος, η μελέτη του ναζισμού, του ρατσισμού, καθώς και η ανάλυση κι ερμηνεία των εγκλημάτων κατά της ανθρωπότητας σε παγκόσμια κλίμακα, με σκοπό την καλλιέργεια ανθρωπιστικών και δημοκρατικών αξιών, δεν αποτελούν επαρκείς στόχους για την εκπαιδευτική μεταρρύθμιση  του μαθήματος της Ιστορίας, που έχει μείνει στο συρτάρι για πολλές δεκαετίες.

Υπό το πρίσμα όλων των παραπάνω προβληματισμών, προστίθεται ακόμη ένας: Ποια η συμμετοχή στην εκπαιδευτική διαδικασία των αλλοδαπών μαθητών κατά την διδασκαλία της Ιστορίας στην σημερινή τάξη. Οι πληθυσμιακές αλλαγές και η συνεπαγόμενη πολιτισμική πολυμορφία της σύγχρονης ελληνικής τάξης γεννά σημαντικά ερωτήματα αναφορικά με την διαπολιτισμική επικοινωνία μεταξύ των γηγενών και των αλλοδαπών μαθητών, στο πλαίσιο της διδασκαλίας της σχολικής Ιστορίας. Κι αν τα ερωτήματα αυτά πλανώνται ακόμη στον αέρα, είναι απαραίτητο να τεθούν άμεσα επί τάπητος, καθώς η εθνική ελεγεία και η, κατά συνέπεια, εθνική λαγνεία δεν συνάδουν με τις έννοιες της δημοκρατίας, του ανθρωπισμού και της ελευθερίας που οφείλει να προάγει το σύγχρονο σχολείο.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γεωργία Δέδε
Γεωργία Δέδε
Γεννήθηκε το 1992 και μεγάλωσε στο Ναύπλιο. Είναι απόφοιτη του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Στο πλαίσιο των Μεταπτυχιακών Σπουδών της στο ίδιο Τμήμα, εστίασε στον τομέα της Διαπολιτισμικής και Πολυπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στους τομείς της ετερότητας, της ταυτότητας και των δικαιωμάτων καθώς και τον τρόπο που αυτά εκδηλώνονται και διαφοροποιούνται σε πολυπολιτισμικά και πολυγλωσσικά περιβάλλοντα, όπως αυτό της σύγχρονης ελληνικής τάξης. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό και την άθληση.