13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΘέατροΑισχύλου Πέρσες του Δημήτρη Λιγνάδη

Αισχύλου Πέρσες του Δημήτρη Λιγνάδη


Της Τερψιχόρης Κουδούνα,

Άκρως συγκινητική η πρώτη ερμηνεία της ομάδας στην Επίδαυρο, το φετινό καλοκαίρι, με δεκάδες χιλιάδες κομμένα εισιτήρια θεατών να βγαίνουν sold-out από φορείς παγκόσμιου κύρους και διεθνούς αναγνώρισης (The New York Times, The Guardian, The Economist…). Η κορυφαία παράσταση σε σκηνοθεσία του Δημήτρη Λιγνάδη δεν θα μπορούσε να μη λάβει χώρα και στο θέατρο Βράχων σε διήμερη βάση, όχι μόνο καθηλώνοντας τους λάτρεις της αρχαίας τραγωδίας, αλλά και αφυπνίζοντας ανθρώπους για τα δημοκρατικά ιδεώδη, για το αδιέξοδο του πολέμου, αλλά και για τη δύναμη του έθνους, για την απαράμιλλη αγάπη για αυτό που καταδυναστεύεται από την αλαζονική εξουσία.

Αναμφίβολα, οι Πέρσες του Αισχύλου αποτελούν την αρχαιότερη τραγωδία που έχει σωθεί και που πραγματεύεται ένα ιστορικό γεγονός, την νίκη των Αθηναίων στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, παρά τον πολυάριθμο στόλο του Ξέρξη, γιου του τότε εκλιπόντος Μέγα Βασιλιά Δαρείου Α΄ και της τότε εν ζωή βασίλισσας Άτοσσας της Περσίας. Ο σκοπός του εκάστοτε σκηνοθέτη, αλλά και η «δυσκολία» του έργου είναι να καταφέρει να καταδείξει τον ηρωισμό μέσα από την τραγωδία. Στο μεγαλύτερο μέρος του έργου, ο Ξέρξης, ο μέγας υπεύθυνος για το αποτέλεσμα της Περσικής, κατά κράτους ήττας, δεν μιλά, απλώς αναφέρεται με τραγικότητα, απελπισία, αλλά και με απέλπιδα φωνή μέσα από τη μητέρα του και τον Χορό. Ο ίδιος ο πρωταγωνιστής της ιστορικής συγκυρίας «δεν μιμείται πράξιν». Ο μεγαλύτερος πρωταγωνιστής είναι ο Χορός, που κατέχοντας το μεγαλύτερο μέρος του έργου, κοπανά τα δόρατα με συγχρωτισμό, και στην εν λόγω σκηνοθεσία δίδεται τόσο αρμονικά η ροή του λόγου από τον έναν στον άλλο, με τον ίδιο τρόπο που συνδέονται ηρωικά και συναδελφικά τα δόρατά τους, με κραυγές μαχητικές, υποστηρικτικές στη βασίλισσα και μελωδικές. Η δομή της τραγωδίας παρουσιάζεται συγκεχυμένη ακριβώς επειδή δεν μπορεί να έχει ακριβή κορύφωση, αλλά και «την των τοιούτων παθημάτων κάθαρσιν». Ο Ξέρξης (Αργύρης Ξάφης), ο ενορχηστρωτής της ναυμαχίας απλώς εμφανίζεται στο τέλος, απογοητευμένος και «γδυμένος», τόσο από τον τσακισμένο ρουχισμό όσο και από ντροπιασμένη «αιδώ», που πέθανε τόσος κόσμος στο έλεος ενός -χαμένου- πολέμου, με κίνηση σπαρακτική κλείνει την τραγωδία.

Οι γέροντες, πιστοί φύλακες που έχουν παραμείνει στη Σούσα, στα ανάκτορα των Περσών, συνομιλούν και «προστατεύουν» τη βασίλισσα Άτοσσα που ερμηνεύεται από την πρώην υπουργό Πολιτισμού Λυδία Κονιόρδου, ενώ όλοι μαζί ανησυχούν για μία επικείμενη ναυμαχία που θα προκαλούνταν από τους Πέρσες εναντίον των Ελλήνων, μη έχοντας λάβει νέα για την πορεία του, αλλά και την ίδια τη ζωή τους. Ο κρότος του Χορού προσδίδει αγωνία, καθηλώνει το κοινό και του δημιουργεί μία ανυπότακτη συγκίνηση, ένα δέος για το έλεος του πολέμου, δίχως να φορά κανείς το προσωπείο αντιλήψεων και εθνικοτήτων. Στον πόλεμο σκοτώνεται άνθρωπος από άνθρωπο, η ενστικτώδης εκδήλωση αυτοσυντήρησης είναι πράξη τυφλής αντεκδίκησης και δεν αργεί ποτέ η ανταπόδοση.

Η βασίλισσα έχει ήδη απωλέσει τον σύζυγό της και πατέρα του Ξέρξη, Δαρείο και δείχνει μεν με δυναμισμό και κατάρτιση για την έκβαση των πολέμων, να μην αντέχει την ιδέα μίας πιθανής εδαφικής ήττας που θα συνοδευόταν από θανάτους. Ο χορός γνωρίζει καλά πως ο πολυάριθμος περσικός στόλος και μία πιθανή θειική δύναμη και βοήθεια, δεν αρκούν για να καθησυχάσουν κάποιον και δείχνει να αντιλαμβάνεται και το είδος της «Πλάνης». Κορύφωση αποτελεί η διήγηση του ονείρου της Άτοσσας από την ίδια, που με οδύνη ξεστομίζει τον οιωνό σχετικά με μία Ελληνίδα και μια Ασιάτισσα, που η Ελληνίδα έσπασε κάποια δεσμά και κατατρόπωσε τον βασιλιά… Πρόκειται για το μητρικό προαίσθημα, για την επίγνωση της κατάστασης ή για ηχηρή προοικονομία;

Ο Αργύρης Πανταζάρας, με την αμφίεση του αγγελιοφόρου θα επιβεβαιώσει το δυσοίωνο όνειρο, καθώς λαχανιασμένος και ταραγμένος θα ανακοινώσει την ήττα και την εξόντωση του Περσικού στρατού και τη θεαματική νίκη των Ελλήνων. Η ερμηνεία του διακρίθηκε ως «μικρό υποκριτικό κομψοτέχνημα».

Λίγο αργότερα, στον ρόλο του βασιλιά Δαρείου, ο Νίκος Καραθάνος θα εμφανιστεί από τον Άδη για να απαντήσει στον θρήνο και τον πόνο των Περσών, αποδίδοντας την ήττα, εμφανώς, στην αλαζονεία του Ξέρξη, που άσκησε ύβρη εναντίον στους ανθρώπου, στη φύση και στους θεούς. Θα μπορούσε να θεωρηθεί δεύτερη κορύφωση, διότι όχι μόνο ο βασιλιάς Δαρείος παρουσιάζεται ατημέλητος σε αντίθεση με την παρουσία του στο ένδοξο παρελθόν, αλλά και γιατί στο όνομα της δικαιοσύνης αποδίδει το φταίξιμο στον γιο του και προσφέρει το τελευταίο λιθαράκι στην πανωλεθρία.

Ο καλλιτεχνικός διευθυντής του Εθνικού Θεάτρου παρεισφρέει στην ουσία του πώς ένα έθνος, ένα κράτος με πολύμορφη ισχύ ανά τους καιρούς θυσιάζει τα ιδανικά του στον βωμό της αλαζονείας και του επεκτατισμού. Με γλώσσα μετρική και με γνώμονα τη λαϊκή παράδοση, επικρατεί το θρησκευτικό και το ηρωικό στοιχείο. Το πλήρες δράμα του Αισχύλου Πέρσες (472 π.Χ.), παραδίδεται ένας ύμνος για την ατομική ελευθερία και τα δημοκρατικά ιδεώδη έναντι της μετωπικής μοναρχίας και του δεσποτισμού, με αποτέλεσμα η ύβρις να τιμωρείται για όποιον δεν σέβεται την ελευθερία του άλλου και διαρκώς ξεπερνά τα όρια. Δεν συγχωρείται τόσο η προσβολή θεών όσο και ανθρώπων. Αποτυπώνεται ρηξικέλευθα ο ύμνος στον άνθρωπο και στο πόσο η δύναμη της εξουσίας τον αλλοιώνει και τον ωθεί σε κινήσεις ικανές να απογοητεύσουν, να χειραγωγήσουν τυφλά και να «απαγορεύσουν» μία λογική φυγή στο έλεος έως και του επικείμενου θανάτου. Η ταχεία ανταπόκριση και κατανόηση από πλευράς του κοινού έδειχνε να του είναι οικείες τέτοιου είδους αλαζονείες και επακόλουθοι σπαραγμοί.

«όπου αρχίζει η ύβρις, μεστώνει το στάχυ της Πλάνης»


ΠΗΓΕΣ


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Τερψιχόρη Κουδούνα
Τερψιχόρη Κουδούνα
Είναι δεκαεννέα ετών και πρωτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών Σπουδών του Πάντειου Πανεπιστημίου. Ασχολείται με την εκμάθηση γλωσσών που προάγουν την επικοινωνία, με τις πολεμικές τέχνες, ενώ ιδιαίτερο ενδιαφέρον της δημιουργούν το θέατρο, η ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων και τα ταξίδια.