Του Φίλιππου – Αθανάσιου Μισούλη,
Η Απόφαση του αμερικανικού Ανωτάτου Δικαστηρίου στη δικαστική διαμάχη της πολιτείας της Μασαχουσέτης με τον Αμερικανικό Οργανισμό Προστασίας του Περιβάλλοντος (EPA), το 2007, υπήρξε ορόσημο για το αμερικανικό δίκαιο περιβάλλοντος. Το καίριο υπό κρίση νομικό ζήτημα υπήρξε το εάν οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου μπορούν να θεωρηθούν ρύποι υπό την έννοια που ορίζει το νομοθέτημα περί καθαρού αέρα (Clean Air Act).
Η διαμάχη, παρ’ ότι έχει τις ρίζες της σε πρωτοβουλίες πολιτών για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, εκκίνησε επί προεδρίας Bush, όταν η EPA ακολούθησε μια πολιτική, που δεν περιελάμβανε τις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου στον κατάλογο των ατμοσφαιρικών ρύπων που απαιτούν κρατικό έλεγχο. Η στάση αυτή προκάλεσε τις αντιδράσεις πόλεων, οικολογικών οργανώσεων, αλλά και της πολιτείας της Μασαχουσέτης, οι οποίες και προσέφυγαν ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου. Είχε προηγηθεί αίτημα των προσφευγόντων προς την EPA για ρύθμιση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, προερχόμενων από νέα μηχανοκίνητα οχήματα.
Το Δικαστήριο, εν τέλει, αποφάσισε ότι οι εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου, όπως το διοξείδιο του άνθρακα, πρέπει να συγκαταλέγονται στους ατμοσφαιρικούς ρύπους, με την έννοια που τους προσδίδει το Clean Air Act. Πυρήνας του συλλογισμού υπήρξε το γεγονός ότι οι εν λόγω εκπομπές προκαλούν και εντείνουν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής, οι επιπτώσεις του οποίου επηρεάζουν και απειλούν τη ζωή εκατομμυρίων Αμερικανών. Συνεπώς, θα πρέπει να θεωρηθούν ρύποι επικίνδυνοι για την ανθρώπινη υγεία και άρα να ρυθμιστούν διά του Clean Air Act.
Απέναντι στην επιχειρηματολογία αυτή, η EPA είχε ισχυριστεί ότι απουσιάζει επιστημονικά αποδεδειγμένος αιτιώδης σύνδεσμος μεταξύ των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου και του φαινομένου της ανθρωπογενούς κλιματικής αλλαγής, καθώς και των κινδύνων που αυτή συνεπάγεται για την ανθρώπινη υγεία. Το Δικαστήριο εντούτοις αντέστρεψε το εν λόγω επιχείρημα, με τον συλλογισμό ότι απαιτείται απόδειξη του αντιθέτου, είναι δηλαδή η EPA εκείνη που πρέπει να αποδείξει με επιστημονικά δεδομένα ότι οι εν λόγω εκπομπές δεν σχετίζονται αιτιωδώς με το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής.
Παράλληλα, η EPA ισχυρίστηκε ότι, ακόμη κι αν ίσχυε αυτός ο αιτιώδης σύνδεσμος, η ρύθμιση των εκπομπών στο εσωτερικό των Η.Π.Α. και δη σε μία ειδική περιορισμένη αγορά, όπως εκείνη των μηχανοκίνητων οχημάτων, δεν παύει να αλλάζει το γεγονός ότι οι παγκόσμιες εκπομπές παραμένουν ανεπηρέαστες ή ίσως και να αυξάνονται λόγω του υπόλοιπου κόσμου και ιδίως του αναπτυσσόμενου κόσμου. Πρόκειται για έναν ισχυρισμό που επίσης απέρριψε το Δικαστήριο, αποφαινόμενο ότι η μείωση των εκπομπών στο εσωτερικό των Η.Π.Α., παρ’ ότι δεν εγγυάται ανάλογη εξέλιξη σε διεθνές επίπεδο, συνεπάγεται, ωστόσο, εκ των πραγμάτων ένα ποσοστό μείωσης, έστω και ασήμαντο, των παγκόσμιων εκπομπών. Άρα, αποτελεί θεσμική υποχρέωση της EPA να δράσει προς αυτή την κατεύθυνση στο μέτρο του δυνατού.
Τέλος, η EPA ισχυρίστηκε ότι, και στην περίπτωση ακόμα που θα γίνονταν δεκτά τα ανωτέρω, η ίδια δεν είχε δικαιοδοσία να εμπλακεί σε ένα ζήτημα εθνικής πολιτικής της αρμοδιότητας του Προέδρου, όπως είναι η πολιτική απέναντι στην κλιματική αλλαγή. Απορρίφθηκε και το επιχείρημα αυτό, με το σκεπτικό ότι η EPA έχει, βάσει του Clean Air Act, ευθύνη για τη ρύθμιση ως προς κάθε ατμοσφαιρικό ρύπο, γεγονός διάφορο από την κυβερνητική βιομηχανική πολιτική.
Όπως προαναφέρθηκε, αποτελεί μια δικαστική απόφαση σταθμό στο δίκαιο προστασίας του περιβάλλοντος των Η.Π.Α., αλλά και ειδικότερα αναφορικά με το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής για τους ακόλουθους λόγους. Καταρχάς, με την απόφαση αυτή, αναγνωρίζεται δικαστικά το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής ως πραγματικότητα και συγκαταλέγεται νομικά στην έννοια της βλάβης του περιβάλλοντος, που εγείρει και κινδύνους για την ανθρώπινη υγεία. Συγχρόνως, η απόφαση θεμελιώνει και υποχρέωση για κρατική παρέμβαση για τον έλεγχο των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου. Πιο συγκεκριμένα, το Δικαστήριο αποφαίνεται ότι η κατά το δυνατόν ρύθμιση των εκπομπών που προκαλούν το φαινόμενο της κλιματικής αλλαγής ανήκει στο πλαίσιο της γενικής αρμοδιότητας της EPA περί αντιμετώπισης των περιβαλλοντικών κινδύνων και περί ρύθμισης των επικίνδυνων ατμοσφαιρικών ρύπων.
Είναι, τέλος, ενδιαφέρον το γεγονός ότι το έννομο συμφέρον της Μασαχουσέτης για την ενεργητική δικαστική της νομιμοποίηση θεμελιώθηκε στη βλάβη, που αναμένεται η πολιτεία να υποστεί από την απώλεια πολιτειακής γης, λόγω της αναμενόμενης, κατά τις επόμενες δεκαετίες, αύξησης της στάθμης των υδάτων, που συνεπάγεται η κλιματική αλλαγή.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η απόφαση αυτή αποτελεί την ανώτατη δυνατή δικαστική κατοχύρωση της προστασίας του περιβάλλοντος από τις επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής, διά του ελέγχου των παραγόντων που την προκαλούν, και μάλιστα σε μια χώρα στην οποία δεν υπάρχει ιδιαίτερη συναίνεση ως προς το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής σε κοινωνικό και πολιτικό επίπεδο. Αυτό αποκτά ιδιαίτερη σημασία, αν ληφθεί υπόψη και το γεγονός, ότι οι Ηνωμένες Πολιτείες απέχουν από διεθνούς δικαίου συμβάσεις για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής, καθώς έχουν αποχωρήσει πλέον και από τη σύμβαση των Παρισίων του 2015, η οποία έχει κυρωθεί από το σύνολο σχεδόν της διεθνούς κοινότητας. Επομένως, αποτυπώνονται ξεκάθαρα στην απόφαση αυτή και οι αντιθέσεις, που επικρατούν γύρω από το ζήτημα της κλιματικής αλλαγής στο εσωτερικό των ίδιων των Η.Π.Α., παρά τη συμπαγή στάση, που οι Ηνωμένες Πολιτείες εμφανίζουν ενδεχομένως στο διεθνές πεδίο.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Massachusetts v. EPA, The US DoJ
- Massachusetts v. EPA, Cornell Law School
- The Tenth Anniversary of Massachusetts v. EPA, EDF
- Global Warming: Massachusetts v. EPA, The New York Times Archive