Του Χρήστου Πουλιδάκη,
Αρχικά, πρέπει να τονίσουμε ότι ο μερκαντιλισμός είναι οικονομική σκέψη ή ιδέα, η οποία είναι δυνατό να εφαρμοστεί. Ωστόσο, δεν αποτελεί ένα κομμάτι σχολών οικονομικής σκέψης, διότι για να την ορίσουμε ως σχολή, θα πρέπει να πληροί κάποιες προϋποθέσεις, τις οποίες έθεσε πρώτος ο Joseph A. Schumpeter. Ο ίδιος αναφέρει ότι μια σχολή οικονομικής σκέψης θα πρέπει, πρώτα από όλα, να έχει έναν ηγέτη, ο οποίος δεν θα είναι δυνατόν να αμφισβητηθεί. Επίσης, θα πρέπει να υπάρχει πίσω από αυτήν τη θεωρία έναν δόγμα. Ακόμη, τα άτομα που απαρτίζουν αυτήν την θεωρία είναι αναγκαίο να «συνδέονται» μέσω προσωπικής συνοχής και τέλος η επιρροή της να είναι σε μια συγκεκριμένη ζώνη.
Επιπλέον, οι υποστηρικτές αυτής της ιδεολογίας ονομάζονταν εμποροκράτες. Η χρήση αυτής της ορολογίας πρωτοαναφέρθηκε στο βιβλίο του Ανταμ Σμίθ, «Ο πλούτος των εθνών». Σύμφωνα με τον Σμιθ, ο εμποροκρατισμός υπήρξε σε δυο φάσεις. Η πρώτη ήταν μεταξύ του 1613 και του 1700 και οι ακόλουθοί του έφεραν την ονομασία των πρώιμων μερκαντιλιστών. O Thomas Nun ήταν ο εκφραστής αυτής της φάσης. Κύριος γνώμονάς της ήταν η συσσώρευση πολύτιμων μετάλλων. Είχαν διάφορους τρόπους για να καταφέρουν να συγκεντρώσουν πλούτο. Η πιο βασική τεχνική ήταν με τη διεξαγωγή πολέμων έναντι άλλων, που σε περίπτωση που κατάφερναν να επικρατήσουν, έσπερναν και τα πολύτιμα μέταλλα και ο άλλος τρόπος ήταν το πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο. Από την άλλη, κάποιοι από αυτούς πίστευαν ότι δεν πρέπει να εξάγουν καθόλου πολύτιμα αγαθά.
Την εποχή του 17ου – 18ου αιώνα, για τους τότε οικολόγους, ο πλούτος ήταν το χρήμα και τα πολύτιμα μέταλλά που θα είχε στη κατοχή της κάθε χωρά. Έτσι, ο μερκαντιλισμός δίνει βάση στο εμπόριο και πιο συγκεκριμένα στο εμπορικό ισοζύγιο. Με άλλα λόγια, για να έχουμε αύξηση του πλούτου και να υπάρξει εθνική ευημερία χρειάζεται να αυξηθούν οι εξαγωγές εγχωρίων προϊόντων και οι εισαγωγές να είναι λιγότερες, ώστε να επιτευχθεί πλεονασματικό εμπορικό ισοζύγιο. Με αυτόν τον τρόπο, μια χώρα είναι πιο πλούσια από μια άλλη αν τα αποθέματα χρυσού που υπήρχαν στα αποθέματα της ήταν περισσότερα από μιας άλλης. Η συνεχής αύξηση από πολύτιμα μέταλλά μπορεί να προκαλέσει συνεχή αύξηση των τιμών, δηλαδή αύξηση του πληθωρισμού, όπως έχουμε δει από διάφορα ιστορικά γεγονότα. Αυτό το εξηγεί η θεωρία του Irving Fischer, «Ποσοτική θεωρία χρήματος».
Η εμποροκρατία είναι ελεγχόμενη από το κράτος και έχει ως στόχο την αύξηση των εσοδών της χώρας. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί με διάφορους τρόπους. Ένας είναι μεσώ δασμολογίας στα εισαγόμενα και στα εξαγμένα προϊόντα. Ακόμη, ένας άλλος τρόπος είναι η αύξηση των εγχωρίων μετάλλων. Επίσης, η ακύρωση μόνο των εισαγωγών θα οδηγήσει στην βελτίωση του νομισματικού ισοζυγίου.
Ο ρόλος του κράτους συμβάδιζε με την πολιτική του μερκαντιλισμού, χρησιμοποιώντας πολίτικες προστατευτισμού, για να ευνοήσει προφανώς την αύξηση του εμπορικού ισοζυγίου. Για τον λόγο αυτό, χρειαζόταν αύξηση στους εισαγωγικούς δασμούς και μηδενισμό στους εξαγωγικούς. Επίσης, έκανε την βιομηχανική της δύναμη πιο ανταγωνιστική έναντι στις άλλες χώρες, μειώνοντας την εισροή από αγαθά του εξωτερικού σε συνδυασμό με φθηνό κόστος εργασίας και πρώτων υλών. Συμπληρωματικά, έδωσε επιδόματα, ελάφρυνση στα χρέη στους επιχειρηματίες και τους βοήθησε να βρουν ικανούς τεχνίτες από το εξωτερικό. Επιπροσθέτως, απαγόρευσε να χρησιμοποιούνται αγαθά πολυτέλειας και έθεσε σταθερούς μισθούς στα εργατικά χέρια.
Ώριμη φάση μερκαντιλισμού
Ο ύστερος μερκαντιλισμός έστρεφε την προσοχή του, περισσότερο, στο ευνοϊκό εμπορικό ισοζύγιο και όχι μόνο καθαρά στο εμπόριο, όπως διέπρατταν οι πρώιμοι μερκαντιλιστές. Επίσης, αυτός ο τρόπος σκέψης ήταν πιο κοντά με την ανάπτυξη του καπιταλισμού.
Ένας από τους σκεπαστικές αυτής της φάσης ήταν ο David Hume, που διατύπωσε τη θεωρία price-specie-flow mechanism, το 1752, στο έργο του Political Discourses. Αυτή η θεωρία εξηγούσε ότι, όταν γίνεται ανταλλαγή πολυτίμων μετάλλων από μια χώρα σε μια άλλη, η χωρα, η οποία εισρέει το χρυσό, θα αυξάνει και τα αποθέματά της, με αποτέλεσμα να αυξάνονται και οι τιμές. Επομένως, αυτή η χώρα θα χάσει την ανταγωνιστικότητά της και για να το αντισταθμίσει, θα μειώσει τις εξαγωγές, για να μπορέσει να εξισορροπήσει το πλεόνασμα που έχει δημιουργηθεί στο εμπορικό ισοζύγιο. Το μοντέλο του Hume χαρακτηρίστηκε ως αυτορρυθμιζόμενο και το πρώτο οικονομικό μοντέλο κατά τον Krugman.
Στον ύστερο μερκαντιλισμό, παρατηρούμε ότι υπάρχει περισσότερο φιλελευθερισμός και οι έμποροι δεν ήταν, πλέον, ακόλουθοι της εμποροκρατικής πολίτικης. Ακόμη, αναπτύχθηκε και η μέθοδος της απαγωγικής ανάλυσης, όπου οι υποθέσεις ελέγχονται εμπειρικά. Οι μετα-μερκαντιλιστές βασίζονταν στην παραγωγή και όχι μόνο στο εμπόριο.
Ακόμη, αναγνωρίζεται ότι ο πλούτος δεν είναι μόνο τα πολύτιμα μέταλλα. Ο Hume ανέφερε ότι πλούτος δεν είναι μόνο το χρήμα, αλλά και τα αγαθά. Επιπλέον, δίνεται έμφαση στον καταμερισμό της εργασίας, γιατί αυξάνεται η παραγωγικότητα σύμφωνα με τον William Petty. Αυτό το συναντάμε, επίσης, και στη θεωρία του Adam Smith, στο βιβλίο «Πλούτος των εθνών», με το γνωστό παράδειγμα στο εργοστάσιο καρφιτσών. Και για τον Smith, ο πλούτος παράγεται από την ανθρώπινη προσπάθεια. Τέλος, o William κατατάσσεται υπέρ των εγχωρίων κρατικών επενδύσεων με χαμηλά επιτόκια και ότι βρίσκεται αντίθετος στη στενότητα του χρήματος, επειδή θα παρακινήσει μια αύξηση της ανεργίας.
Συνοψίζοντας, η οικονομική μερκαντιλιστική σκέψη και του προστατευτισμού έχει ως γνώμονα την αύξηση του πλούτου της χώρας με τη βοήθεια της κρατικής παρέμβασης. Κάνοντας έλεγχο των τιμών και επιθετικούς δασμούς έναντι άλλων χωρών.