Tης Μαρίας Μαλανδράκη,
Την τελευταία δεκαετία η σχέση του ατόμου με τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και η συνεχής τριβή με έναν «οnline κόσμο», όχι μόνο έχουν καταστήσει τον ηλεκτρονικό υπολογιστή και το κινητό αναπόσπαστα εργαλεία της καθημερινότητας, αλλά ταυτόχρονα έχουν δημιουργήσει μια εκ διαμέτρου διαφορετική -ποιοτικά- σχέση του ατόμου με την εικόνα σε σύγκριση με την σχέση του με τον γραπτό λόγο. Ποιες είναι όμως οι διαφορές σε αυτή τη σχέση; Πώς συνδέονται με τη συνεχή αποστασιοποίηση του ατόμου από τη λογοτεχνία; Και ποιες επιπτώσεις έχει αυτή η απομάκρυνση στην ψυχοσύνθεση του ατόμου;
Αξίζει να σημειωθεί πως το παρόν κείμενο δεν στοχεύει στην ανάπτυξη ενός καταστροφολογικού λόγου σχετικά με την τεχνολογία και τη σχέση του ατόμου με εκείνη -όπως είθισται να συμβαίνει τα τελευταία χρόνια σε άρθρα με την αντίστοιχη θεματική-, αλλά στόχος είναι να σκιαγραφηθούν οι διαφορές στις σχέσεις ατόμου-εικόνας και ατόμου-γραπτού λόγου και οι συνέπειες των σχέσεων αυτών στο άτομο ως αναγνώστη λογοτεχνικών κειμένων.
Σε ένα πρώτο επίπεδο, παρατηρώντας κανείς τις δύο προαναφερθείσες σχέσεις, είναι εύκολο να παρατηρήσει πως η επαφή του ατόμου με την εικόνα έχει πολύ πιο στέρεα θεμέλια σε σχέση με την επαφή του με κείμενα. Ο σύγχρονος κόσμος είναι σε μεγάλο βαθμό μια συνεχής εναλλαγή εικόνων, από την τηλεόραση στις διαφημίσεις των ΜΜΕ μέχρι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και τις ιστοσελίδες που διαθέτουν σαν βασική λειτουργία την ανάρτηση εικόνων από τους χρήστες (Ιnstagram, Pinterest, Tumblr κτλ). Αυτή η τάση σε συνδυασμό με τους εξουθενωτικούς ρυθμούς της καθημερινότητας στρέφει τα άτομα στην οθόνη του κινητού στο τέλος της ημέρας. Το ίδιο το κινητό χρησιμοποιείται πρωτίστως σαν ένα μέσο επικοινωνίας, αλλά ταυτόχρονα και σαν ένα μέσο «χαλάρωσης» στον ελεύθερο χρόνο κάποιου. Σε αυτό, εικόνες οι οποίες εφάπτονται στα ενδιαφέροντα του χρήστη εναλλάσσονται συνεχώς μπροστά από τα χέρια του, συνοδευόμενες -συνήθως- απο δύο προτάσεις ή μερικές λέξεις, ενώ ο ίδιος ο χρήστης «αντιδρά» στην εικόνα με το πάτημα ενός κουμπιού για να οδηγηθεί έπειτα στην επόμενη εικόνα.
Τα παραπάνω, όχι μόνο οδηγούν στην τυποποίηση και στον αυτοματισμό της σκέψης, η οποία περιορίζεται σε ναι-όχι, μου αρέσει-δεν μου αρέσει, αλλά ταυτόχρονα αυξάνουν την απόσταση του ατόμου από την ανάγνωση και την παραγωγή του γραπτού λόγου, αφού ο τελευταίος συναντάται με μια ελλιπή μορφή στις διάφορες ηλεκτρονικές συνομιλίες ή σαν σχόλιο που συνοδεύει ή βρίσκεται κάτω από κάποια εικόνα. Σε αυτό το κλίμα, η ανάγνωση μακροσκελών κειμένων, άρθρων, διηγημάτων και τελικά βιβλίων αποτελεί όλο και περισσότερο μια μη ελκυστική δραστηριότητα για τον ελεύθερο χρόνο κάποιου.
Ιδιαίτερα η αποστασιοποίηση από την ανάγνωση λογοτεχνίας έχει άμεσο αντίκτυπο στην έλλειψη ενσυναίσθησης του ατόμου. Παρά το γεγονός ότι η ίδια η ενσυναίσθηση καλλιεργείται από ένα σύνολο παραγόντων και ερεθισμάτων, δεν χωράει αμφιβολία πως η ανάγνωση λογοτεχνίας αποτελεί έναν από τους βασικότερους τρόπους ανάπτυξής της. Αυτό συμβαίνει διότι μέσα απ’ την ανάγνωση το άτομο δεν παρακολουθεί απλά τις δράσεις του βασικού χαρακτήρα -όπως όταν παρακολουθεί κινηματογραφικές ταινίες- αλλά βρίσκεται μέσα στο μυαλό του, βιώνοντας όλο το φάσμα των συναισθημάτων και των σκέψεών του. Με αυτό τον τρόπο οξύνεται η παρατηρητικότητά του ως «τρίτου» ατόμου καθώς και η κριτική του ικανότητα, αυξάνοντας έτσι τα συναισθήματα ευαισθησίας και τις πράξεις αλληλεγγύης στην καθημερινότητά του.
Σε αυτό το πλαίσιο, η πολιτεία οφείλει να αναλάβει δράση, προωθώντας την ανάγνωση μέσω φεστιβάλ βιβλίου και σύστασης βιβλιοθηκών. Παράλληλα, η ίδια η εκπαίδευση πρέπει να πάψει να αντιμετωπίζει τα μαθήματα της γλώσσας και της λογοτεχνίας ως δευτερεύοντα, παροτρύνοντας τους μαθητές να διαβάσουν μέσω της διεκπεραίωσης εργασιών που αφορούν την παρουσίαση ενός βιβλίου και τη διατύπωση γνώμης σχετικά με αυτό.
Ενδεχομένως, τα προαναφερθέντα να φαντάζουν σχετικά τετριμμένα και -για να το θέσουμε πιο απλά και άμεσα- χιλιοειπωμένα, όμως, σε μέρες που ανήλικοι παρουσιάζονται σαν ανεξέλεγκτα τρομοκρατικά στοιχεία, σε μέρες που πολίτες εμποδίζουν την παροχή φαγητού και κλινοσκεπασμάτων σε πρόσφυγες και που η παροχή κοινωνικών δομών για ευπαθείς κοινωνικές ομάδες θεωρείται έξοδο για την πολιτεία, ίσως αξίζει τελικά να ειπωθούν ξανά τα αυτονόητα, τονίζοντας για ακόμη μια φορά την αξία της καλλιέργειας της ενσυναίσθησης του πολίτη, ιδιαίτερα μέσα από την ανάγνωση.