Της Αγγελικής Καλοχριστιανάκη,
Τέλη 19ου αιώνα και την Αργεντινή κατακλύζουν μετανάστες. Εκεί, κάπου στις φτωχογειτονιές του Μπουένος Άιρες, οι νεοεισερχόμενοι ζουν σε άσχημες συνθήκες, εργάζονται πολλές ώρες και συνωστίζονται πολλοί μαζί σε ένα δωμάτιο. Όλα τα καταπιεσμένα τους συναισθήματα, τη λύπη, τη νοσταλγία της πατρίδας τους και την ερωτική απογοήτευση βρίσκουν έναν μοναδικό τρόπο να τα εξωτερικεύουν· χορεύοντας.
Έναν άγριο χορό, γεμάτο ένταση. Τόσο εκφραστικό, που ο συντηρητισμός της εποχής δεν επιτρέπει, τουλάχιστον στις ενάρετες γυναίκες, να τον χορεύουν. Ταυτίζεται με τον υπόκοσμο κι απ’ τις ανώτερες τάξεις περιφρονείται. Μόνο με το πέρασμα των χρόνων και την απελευθέρωση των ηθών το τάνγκο (άγνωστη η προέλευση του ονόματος) αρχίζει σταδιακά να απενοχοποιείται. Η συμμετοχή της γυναίκας το εξυψώνει, το στολίζει και του προσφέρει έναν ερωτισμό, ο οποίος, συνδυασμένος με την ένταση και το πάθος που προϋπήρχε, του δίνει το εντυπωσιακότερο αποτέλεσμα. Τις πρώτες δύο δεκαετίες του 20ου αιώνα μεταφέρεται και στην Ευρώπη μέσω Αργεντινών ναυτικών που το χορεύουν με γυναίκες στο λιμάνι της Μασσαλίας.
Η στενότητα της επαφής θεωρείται προκλητική και έτσι προσαρμόζεται, αφήνοντας μεγαλύτερη απόσταση ανάμεσα στην ντάμα και τον καβαλιέρο, με τις νέες κινήσεις και το διαφορετικό στυλ, που αναπόφευκτα δημιουργείται, να καταλήγει στο ευρωπαϊκό τανγκό. Εδώ, η ανάλυση αφορά το αυθεντικό αργεντίνικο τάνγκο, που πέρασε απ’ όλο τον κόσμο από γενιές σε γενιές και αγαπήθηκε όσο κανένας άλλος χορός, με τον τρόπο που διδάσκεται έως και σήμερα. Ερχόμενο, λοιπόν, στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η δημοτικότητά του, συγκεκριμένα μετά το 1922, εκτοξεύεται. Κι έχει τόσο μεγάλη απήχηση, ιδιαίτερα στο Παρίσι, ώστε να μιλάμε για Τανγκομανία.
Είναι η περίοδος που χρησιμοποιείται από τους άνδρες για την κατάκτηση μιας γυναίκας. Τα ίδια τα τραγούδια του εκφράζουν την απελπισία του έρωτα, μονόπλευρου και ανικανοποίητου. Μιας αγάπης που συνεχώς πασχίζει να ξεδιψάσει, όμως ποτέ δεν το καταφέρνει. Χρησιμοποιώντας το τάνγκο ως ερωτική εξομολόγηση και στην προσπάθεια τους να σαγηνεύσουν την ντάμα τους, οι καβαλιέροι εξασκούνται τόσο πολύ και βελτιώνουν τις κινήσεις τους, αναδεικνύοντας έτσι το τάνγκο σε μια εξελιγμένη μορφή χορού.
Τα φώτα κλείνουν, τα σώματα ενώνονται και η μαγεία ξεκινάει. Οι χορευτές αφήνονται να τους ταξιδέψει η μουσική δίχως κουβέντες, δίχως σκέψεις. Ο καβαλιέρος δίνει την ώθηση και η ντάμα ακολουθεί. Εκείνος στέλνει το μήνυμα κι εκείνη το επιστρέφει, όχι παθητικά, αλλά στολίζοντάς το. Το τάνγκο δεν είναι βήματα που εκτελούνται, είναι συναίσθημα που χορεύεται. Η δυσκολία του έγκειται στον αυτοσχεδιασμό, γι’ αυτό και κάθε νέα κίνηση είναι μια έκπληξη και για τους δύο. Πρόκειται για έναν διάλογο ανάμεσά τους, που διαρκεί όσο και το τραγούδι, με την επικοινωνία που απαιτείται να προϋποθέτει αυτοσυγκέντρωση και διείσδυση στο είναι του άλλου. Βασικό του στοιχείο είναι η αγκαλιά και η εμπιστοσύνη κρίνεται απαραίτητη.
Οποιοσδήποτε μπορεί να ξεκινήσει να χορεύει τάνγκο. Η τεχνική μαθαίνεται και με την εξάσκηση τελειοποιείται. Μεγάλη προσοχή χρειάζεται στο περπάτημα μαζί με το χορευτικό ζευγάρι, καθώς είναι το πρώτο που πρέπει να μάθει κάποιος, αν θέλει να έχει σωστό αποτέλεσμα. Γι’ αυτό και τα πρώτα μαθήματα ξεκινάνε πάντα με απλά βήματα, μπροστά ή πίσω. Ο καβαλιέρος πρέπει να μάθει να καθοδηγεί με τον κορμό του την ντάμα κι εκείνη με τη σειρά της να αντιλαμβάνεται το μήνυμα και να αφήνεται να την οδηγεί. Αυτός είναι ο τρόπος που κάνει τους δυο τους να φαίνονται ότι χορεύουν σαν ένα σώμα.
Η στάση του σώματος είναι επίσης σημαντική, με τον κορμό και των δύο να έχει μια μικρή κλίση προς τα μπρος και τα γόνατα να είναι ελαφρώς λυγισμένα για καλύτερη διατήρηση της ισορροπίας. Ο καβαλιέρος τυλίγει το δεξί του χέρι γύρω απ’ τη μέση της ντάμας, με λυγισμένο το αριστερό πιάνει το δεξί της χέρι, λυγισμένο κι αυτό, κι εκείνη τοποθετεί το αριστερό γύρω από τον λαιμό του. Όμως τα χέρια είναι διακοσμητικά, αφού όλες οι κινήσεις περνάνε από τον κορμό.
Η στήριξη αποκλειστικά στις μύτες δεν είναι σωστή, αλλά χρειάζεται σύρσιμο της φτέρνας και κατάληξη στις μύτες (το τρίο: πρόθεση, μεταφορά, σημείο μηδέν). Τέλος, για αισθητικούς λόγους απαγορεύεται να είναι το βλέμμα σταθερά χαμηλωμένο κάτω.
Σημαντικές προσωπικότητες που σημάδεψαν την πορεία του τάνγκο είναι ο τραγουδιστής Carlos Gardel, αναφερόμενος συχνά ως “the king of tango”, ο Astor Piazzola, του οποίου οι μουσικές χορεύονται ακόμα, αλλά και ο Rex Ingram μέσω της ταινίας “The Four Horsemen of the apocalypse” που σκηνοθέτησε, η προβολή της οποίας στο Hollywood το 1921 υπήρξε μεγάλη στιγμή στην ιστορία του χορού, απογειώνοντάς τον διεθνώς.
Δεν είναι ένα απλό χόμπι, αποτελεί μια ανάσα, ένα διάλειμμα από την καθημερινότητα.
Ερωτικό, παθιασμένο και μελαγχολικό, στοιχειώνει το μυαλό και την καρδιά, παρασύρει το σώμα και την ψυχή. Gustavo Russo
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Iστορία του τανγκό, 2tango.gr. Διαθέσιμο εδώ
- Αργεντίνικο τάνγκο: Ο λαϊκός χορός της Αργεντινής (2018), Umano.gr. Διαθέσιμο εδώ
- Η παράδοξη ιστορία του τάνγκο. Ο ερωτικός χορός χορευόταν μόνο από άνδρες και ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές και τους οίκους ανοχής του Μπουένος Άιρες (2020), Η μηχανή του χρόνου. Διαθέσιμο εδώ
- Η ιστορία του tango, Pro-dance. Διαθέσιμο εδώ
- Παγίδα Ε. (2018), Αργεντίνικο Τάνγκο: Όταν το πάθος συναντά τον χορό, Max Mag. Διαθέσιμο εδώ