Του Κωνσταντίνου Λίκα,
Η περίοδος Μέρκελ έχει τελειώσει. Η διάσημη καγκελάριος βρίσκεται στο τέλος της θητείας της και το 2021, που είναι οι εκλογές στη Γερμανία, θα παραιτηθεί μετά από τέσσερις συνεχόμενες θητείες γεμάτες οικονομική ευμάρεια, αλλά και με την σκιά της προσφυγικής κρίσης να κρέμεται σαν «Δαμόκλειος Σπάθη» πάνω από το κεφάλι, της εν γένει θετικής κληρονομιάς της. Η απουσία της, σίγουρα, θα γίνει αισθητή στους Γερμανούς.
Η διαδοχή της, επομένως, δεν θα αποδεικνυόταν και απλή. Αρχικά, επελέγη το 2018, μεταξύ του Friedrich Merz και της Annegret Kramp-Karrenbauer (AKK), η ΑΚΚ – με μία συντριπτική πλειοψηφία – ως διάδοχος της Μέρκελ στο κόμμα και ως υποψήφια καγκελάριος. Αργότερα, ωστόσο, με την κρίση του CDU στις δημοσκοπήσεις (οι Χριστιανοδημοκράτες έφτασαν και στο 27,5% πέρυσι), η ΑΚΚ παραιτήθηκε το 2019, επειδή δεν κατάφερε να επιβληθεί στο κόμμα της και δη στις πιο συντηρητικές της παρατάξεις. Έκτοτε το κόμμα βρίσκεται σε διαδικασία εύρεσης διαδόχου.
Η πανδημία του κορωνοϊού, πέραν της οικονομικής ύφεσης, έφερε στο προσκήνιο και το κόμμα επί του συνόλου. Το κόμμα ανέβηκε στις δημοσκοπήσεις και ξεπέρασε το 32% που έλαβε στις εκλογές. Μπορεί σε πολλούς στη Γερμανία να λείψει – ήδη η μελλοντική απουσία της γίνεται αισθητή – αλλά το μέλλον του κόμματος και δη της Γερμανίας θα κριθεί από τις επερχόμενες εκλογές της προεδρίας του κόμματος των Χριστιανοδημοκρατών. Στην αρχή, υπήρχαν 4 υποψήφιοι – Armin Laschet, Friedrich Merz, Norbert Röttgen, Jens Spahn. Oι οποίοι μετά μειώθηκαν στους 3 όταν ο Jens Spahn, νυν Υπουργός Υγείας, δήλωσε στήριξη στον Armin Laschet.
Ένας από τους πιο δυναμικούς υποψήφιους των Χριστιανοδημοκρατών είναι ο Armin Laschet, ο οποίος υπηρετεί από το 2017 ως ο Πρωθυπουργός του Κρατιδίου της Βόρειας Ρηνανίας-Βεστφαλίας (Nordrhein-Westfallen, γνωστό ως NRW), σε συγκυβέρνηση με το φιλελεύθερο FDP. Ο 59χρονος απόφοιτος νομικής και δημοσιογράφος από το Aachen, έχει μία λαμπρή πολιτική καριέρα από το 1994. Υπηρέτησε ως Βουλευτής στο Bundestag, Ευρωβουλευτής και από το 2005 εμπλέκεται στην πολιτική του κρατιδίου του. Η λογική της υποψηφιότητάς του είναι απλή. Κυβερνάει ένα από τα πλέον επιτυχημένα και βιομηχανοποιημένα κρατίδια της Γερμανίας – ιδίως εν μέσω πανδημίας – άρα έχει εμπειρία να κυβερνήσει μία χώρα. Μαζί με τον νυν Υπουργό Υγείας Jens Spahn, που μέχρι πρότινος ήταν αντίπαλός του, θέτει υποψηφιότητα και για την προεδρία του κόμματος και για την καγκελαρία.
Ο Armin Laschet είναι «μερκελικός» – δεν επιθυμεί να αλλαχθεί η πορεία της Γερμανικής πολιτικής και επιθυμεί να παραμείνει ως έχει. Επίσης, έχει αναπτύξει στενούς δεσμούς με την μεταναστευτική κοινότητα, περισσότερο από τους πιο πολλούς πολιτικούς του κόμματος και από όλους τους 3 υποψηφίους. Ωστόσο, έχει δεχτεί πυρά για την διαχείριση του κορωνοϊού στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία – παρά την νίκη του CDU στις δημοτικές εκλογές πρόσφατα στο κρατίδιο αυτό. Παρόλα αυτά, πολλοί Γερμανοί αναλυτές τον θεωρούν ως φαβορί για την νίκη – μάλιστα το περιοδικό Cicero προεξοφλεί την νίκη του Laschet από τώρα – εάν ο Markus Söder δεν θέσει και επίσημα υποψηφιότητα.
Ο Friedrich Merz, 60 ετών, επίσης δικηγόρος και επίσης από την Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, είναι ένας από τους πλέον συντηρητικούς υποψήφιους του κόμματος. Θεωρείται, ωστόσο, ως ο πλέον φιλικός προς τις επιχειρήσεις και το επιχειρείν πολιτικός στη Γερμανία. Λόγω του επαγγέλματός του ως δικηγόρος επιχειρηματικού δικαίου με έμφαση στα χρηματοοικονομικά, ο Friedrich Merz συμβούλεψε μεγάλο αριθμό επιχειρήσεων και συμμετέχει στα ΔΣ διαφόρων εταιρειών, όπως η Blackrock. Η πολιτική του καριέρα ξεκινάει το 1989 ως Ευρωβουλευτής, προτού διακοπεί το 2009, και επανεκκινήσει το 2018.
Εν αντιθέσει με τον Laschet, ο Merz θέλει μία ριζική αλλαγή στην πολιτική πορεία της Γερμανίας. Θέλει η πολιτική του CDU να δώσει προτεραιότητα στην οικονομία και την εξωτερική πολιτική. Ωστόσο, δεν είναι και ο πλέον δημοφιλής πολιτικός στη Γερμανία. Μία δημοσκόπηση που αναφέρει η Augsburger Allgemeine δίνει στον Merz μία δημοσιότητα 31% για την καταλληλόλητα ως καγκελάριο. Σε μία χώρα, όπου η προοδευτικότητα γίνεται ολοένα και πιο σημαντική, ο Friedrich Merz έχει προκαλέσει θύελλες αντιδράσεων. Σε συνέντευξη στην Bild, ο Merz θεωρεί ότι η ομοφυλοφιλία και το ζήτημα της σεξουαλικής ταυτοποίησης «δεν αφορά τη δημοσιότητα, όσο αυτό λαμβάνει χώρα στα όρια των νόμων και ενόσω δεν επηρεάζει παιδιά», συνδέοντας έτσι την ομοφυλοφιλία με την παιδοφιλία. Η οργή της LGBTQI κοινότητας ήταν άμεση και εκτενής. Ειδικά μέσα στο κόμμα του. Ο Jens Spahn, που είναι παντρεμένος με άντρα, καταδίκασε την δήλωση του Merz. Και εκτός του κόμματος εισέπραξε κριτική.
Επίσης, ο προσωπικός του πλούτος δεν τον κάνει επιθυμητό από ορισμένα μέρη της Γερμανικής κοινωνίας. Παρά το γεγονός ότι είναι εκατομμυριούχος, θεωρεί τον εαυτό του ως μέρος της μεσαίας τάξης – παρόλο που έχει δύο αεροπλάνα και άδεια πιλότου. Δεν εκπλήσσει επομένως κανέναν, όταν το περιοδικό Cicero τον αναφέρει ως «απολίθωμα». Η Γερμανία αλλάζει και το CDU μαζί της. Παρόλα αυτά, ειδικά εν μέσω κορωνοϊού και της οικονομικής κρίσης που αυτή φέρει, υπάρχουν πολλοί συντηρητικοί στο κόμμα που δεν επιθυμούν την περαιτέρω φιλελευθεροποίηση του CDU και η γενικότερη αντίθεση του Μerz στις πολιτικές της Merkel – ειδικά στην προσφυγική πολιτική, η οποία τον βρήκε κάθετα αντίθετο – είναι ευπρόσδεκτη από αυτούς. Για τους επιχειρηματίες, μικρομεσαίους και μη, θεωρείται επίσης ως ο πλέον κατάλληλος για την καγκελαρία – άλλωστε έχει και την μεγαλύτερη εμπειρία στον ιδιωτικό τομέα από όλους τους 3 υποψηφίους και δη σε Διοικητικά Συμβούλια – και επομένως, δεν μπορεί να αποκλειστεί η πιθανότητα εκλογής του, παρά τις δηλώσεις του.
Ο Norbert Röttgen, 55 ετών, επίσης δικηγόρος και επίσης από την Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία, είναι το ακριβώς αντίθετο του Merz. Οικονομικά φιλελεύθερος παραμένει, αλλά είναι ο πιο προοδευτικός σε κοινωνικά ζητήματα υποψήφιος του κόμματος – πιο πολύ και από τον Laschet, που είναι «μερκελικός». Επειδή ο Röttgen στην μακρά του πολιτική καριέρα υπηρέτησε και ως Υπουργός Περιβάλλοντος από το 2009 έως το 2011, θεωρείται επίσης ως ο πιο πράσινος πολιτικός του κόμματος – για την ακρίβεια, ο Röttgen και η Merkel ήταν οι αρχιτέκτονες της Energiewende, δηλαδή της μεταστροφής της ενέργειας στη Γερμανία σε εναλλακτικές μορφές.
Εκεί, που ο Laschet προωθεί την Πρωθυπουργία του στην Βόρεια Ρηνανία-Βεστφαλία και ο Merz την καριέρα του στον ιδιωτικό τομέα ως δικηγόρος χρηματοοικονομικού δικαίου, ο Röttgen προωθεί την εξειδίκευσή του στην εξωτερική πολιτική. Έχει τις πιο ξεκάθαρες απόψεις σε αυτό το κομμάτι. Θέλει μία πιο σθεναρή εξωτερική πολιτική. Τέθηκε σθεναρώς – και από την αρχή μάλιστα – κατά του NordStream 2 (ο Friedrich Merz τέθηκε κατά, μόνο μετά από την απόπειρα δολοφονίας του Alexei Navalny), κατά του moratorium εξαγωγής όπλων στην Σαουδική Αραβία, του τερματισμού των ενταξιακών διαπραγματεύσεων της Τουρκίας με την Ε.Ε, αλλά κυρίως θέλει μία πιο σκληρή γραμμή κατά της Κίνας και της Ρωσίας. Ουσιαστικά, πρόκειται για έναν «αριστερό Merz», με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Θεωρείται, ωστόσο, ένας από τους πιο «αδύναμους» υποψήφιους, ακριβώς, επειδή βασίζεται στην εξωτερική πολιτική.
Υπάρχει όμως, βάσει ορισμένων αναλυτών, και ένα ενδεχόμενο μεταγραφής από άλλο κόμμα – για την ακρίβεια, το «αδερφικό κόμμα» (Schwesterpartei) του CDU, το CSU. Η αιχμή του δόρατος του CSU είναι ο Markus Söder, πρόεδρος του κόμματος και Πρωθυπουργός της Βαυαρίας. Είναι ένας από τους πιο συντηρητικούς πολιτικούς του κόμματος, επικριτής των Ευρωομολόγων και είναι επίσης γνωστός για την υποχρέωση τοποθέτησης σταυρών σε δημόσια κτίρια στην Βαυαρία (το κόμμα, εξάλλου, είναι χριστιανοδημοκρατικό). Παρόλο που η Κυβέρνησή του στη Βαυαρία έχει δεχτεί σθεναρή κριτική για την διαχείριση της κρίσης του κορωνοϊού, θεωρείται ως ένας από τους πλέον δημοφιλείς υποψηφίους για την καγκελαρία – για την ακρίβεια, εάν όντως θέσει υποψηφιότητα για το CDU, θεωρείται ως το φαβορί για την νίκη.
Συμπερασματικά, οι πιο πολλές εκτιμήσεις μιλάνε για συγκυβέρνηση Πρασίνων και Χριστιανοδημοκρατών. Η GroKo δεν είναι πια επιθυμητή, η FDP βρίσκεται αντιμέτωπη με την εξαφάνιση – για δεύτερη φορά – ενώ τόσο η Linke όσο και η AfD κρίνονται ως ασυμβίβαστες με τις αρχές των Χριστιανοδημοκρατών. Οι εκλογές του προέδρου, ωστόσο, θα κρίνουν το μέλλον της ιδεολογικής του πορείας.