Του Θάνου Παγκούτσου,
Το μεγαλύτερο κόμμα στο Ελβετικό Κοινοβούλιο, το δεξιό αντί-μεταναστευτικό Ελβετικό Λαϊκό Κόμμα (Swiss People’s Party), προκάλεσε το δημοψήφισμα που διεξήχθη την Κυριακή 27 Σεπτεμβρίου σχετικά με την κατάργηση της ελεύθερης κυκλοφορίας ανθρώπων με την Ε.Ε., το οποίο απορρίφθηκε με το 61,7% των ψήφων να τάσσεται κατά. Το SPP υποστήριξε ότι πρέπει να τεθεί περιορισμός και όριο στον αριθμό των αλλοδαπών που εγκαθίστανται στην Ελβετία για εργασία. Για πολλούς αναλυτές το συγκεκριμένο δημοψήφισμα απηχούσε το δημοψήφισμα του 2016 για το Brexit, λόγω της ειδικής σχέσης και της σύνδεσης Ε.Ε.-Ελβετίας, όπως αυτή έχει εξελιχθεί τις τελευταίες δεκαετίες. Βασικό επιχείρημα της προεκλογικής καμπάνιας του SPP ήταν ότι με την αύξηση των μεταναστευτικών ροών θα αυξηθεί η ανεργία για τους Ελβετούς, ενώ το κόστος της στέγασης θα μεγαλώσει κατακόρυφα, με παράλληλη συμφόρηση στις δημόσιες υπηρεσίες και στις μεταφορές· δηλαδή μεγάλη μερίδα εκ των επιχειρημάτων που χρησιμοποίησε η πλευρά που υποστήριζε το Brexit το 2016. Τα επιχειρήματα της αντίθετης πλευράς ήταν πως σε περίπτωση τερματισμού της ελεύθερης κυκλοφορίας ανθρώπων, η Ελβετία θα χάσει πολλούς εξειδικευμένους, υψηλού επιπέδου εργαζόμενους και θα θέσει σε κίνδυνο τις 120 διμερείς συνθήκες που έχει υπογράψει η χώρα με την Ε.Ε.
Οι 120 διμερείς συνθήκες που έχουν υπογραφεί τις τελευταίες δεκαετίες των ευρωελβετικών σχέσεων περιλαμβάνουν συμφωνίες για το εμπόριο, τις μεταφορές και την έρευνα και ισχύουν από το 2002. Σε περίπτωση που η ψήφος στο δημοψήφισμα για κατάργηση της ελευθερίας διακίνησης ανθρώπων ήταν θετική, τότε αυτόματα θα έπαυαν να ισχύουν αυτές οι συμφωνίες, γεγονός που θα δυσχέραινε την σχέση Ε.Ε.-Ελβετίας και θα άλλαζε τους όρους και τις πολιτικές συνθήκες. Πάνω σε αυτή την καταστροφική συνέπεια έδωσαν βάση οι πολιτικοί αναλυτές και έδωσαν έμφαση στην κρισιμότητα του συγκεκριμένου δημοψηφίσματος. Αν επικρατούσε το «ΝΑΙ» θα συζητούσαμε σήμερα σε ένα τελείως διαφορετικό πλαίσιο, υπό άγνωστες συνθήκες πολιτικής καθημερινότητας, ταυτόχρονα σε Ε.Ε. και Ελβετία.
Η αντίδραση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στο αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος ήταν άμεση. Με ανακοίνωση της, η πρόεδρος της Επιτροπής, Ursula von der Leyen, χαιρέτισε την απόφαση των Ελβετών και επικεντρώθηκε στους ιστορικούς δεσμούς των δύο μέσα από το κοινό περίγραμμα του ευρωπαϊκού πολιτισμού, ενώ αναφέρθηκε και στην περαιτέρω εμβάθυνση των δεσμών. Η Ε.Ε. αποτελεί τον βασικό εμπορικό εταίρο της Ελβετίας, γεγονός που συνέβαλε καθοριστικά στην απόρριψη της πρότασης του SPP. Οι Ελβετοί έχουν αποφασίσει εδώ και πάρα πολύ καιρό την μη ένταξη στην Ε.Ε. (το 1992 απέρριψαν με 50,3% την ένταξη και συμμετοχή στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Ζώνη), αλλά επιθυμούν διακαώς την συμμετοχή στην εμπορική ζώνη της Ε.Ε. Η ίδια η Ένωση έχει «επιβάλλει» στους Ελβετούς την σύμπραξή τους στην ελευθερία κυκλοφορίας ανθρώπων και στην συνθήκη Schengen, ενώ έχει επίσης καταστήσει σαφές πως η περίπτωση εξόδου από αυτούς τους βασικούς ευρωπαϊκούς πυλώνες θα σημάνει και την έξοδο από το ευνοϊκό εμπορικό περιβάλλον.
Οι Ελβετοί ψηφίζουν με δημοψηφίσματα 4 φόρες το χρόνο για τα σημαντικά και ουσιώδη ζητήματα που τους απασχολούν, σε αμεσο-δημοκρατικά πλαίσια, γεγονός που καθιστά την Ελβετία και το πολιτικό της σύστημα από τα πλέον δημοκρατικά συστήματα παγκοσμίως, και στα συστήματα, στα οποία η γνώμη του πολίτη κατέχει τεράστια ισχύ και δυναμική. Σύμφωνα με το Σύνταγμα, το πολίτευμα της χώρας ορίζεται ως ημιάμεση δημοκρατία, ένα νομοθετικό πλέγμα που επιτρέπει σε κάθε ενήλικο πολίτη να αποφασίζει για το πώς θα κυβερνηθεί η χώρα. Ένα ακόμη σημαντικό στοιχείο για το πολίτευμα της χώρας είναι το σύστημα της απλής αναλογικής, που συμβάλλει στην περαιτέρω συνεργασία και στην εύρεση κοινού πολιτικού πλαισίου από αντίθετες πολιτικές ομάδες. Έχει χαρακτηριστεί από πληθώρα πολιτικών επιστημόνων ως μια δυναμική δημοκρατία που αρνείται τη στατικότητα. Βέβαια, υπάρχουν και πολλές περιπτώσεις που το αποτέλεσμα ενέχει λίγο δόση παροξυσμού των πολιτών, π.χ. το βέτο που έθεσαν οι πολίτες στο χτίσιμο μιναρέδων, γεγονός που αντιτίθεται στην ελευθερία της θρησκευτικής έκφρασης, όπως αυτή έχει αποτυπωθεί στην Ευρωπαϊκή Σύμβαση Δικαιωμάτων του Ανθρώπου.
Τα συνδικάτα, η κυβέρνηση, το κοινοβούλιο και οι εργατικές ενώσεις έδωσαν ένα σκληρό μήνυμα υπέρ της συνέχισης της σχέσης με την Ε.Ε. και κινητοποίησαν τους πολίτες προς την κατεύθυνση του «ΟΧΙ» με μεγάλη επιτυχία, κάτι που αποδεικνύει περίτρανα τη δυναμική της σχέσης που έχει η Ελβετική κοινωνία με το Ευρωπαϊκό κεκτημένο και τους θεσμούς. Η κοινή ευρωπαϊκή πολιτιστική κληρονομιά ενώνει τους λαούς και μέσω αυτής ενισχύεται η ίδια η ένωση εκ των πράγματών. Η πίστη στο κοινό Ευρωπαϊκό όραμα έχει αναδειχθεί ισχυρότερη από τις ακραίες φωνές διάσπασης που ταλανίζουν την γηραιά ήπειρο την τελευταία δεκαετία, κυρίως λόγω της παγκόσμιας οικονομικής ύφεσης και της κρίσης της Ευρωζώνης.