Της Άννας Βαρβαρέζου,
Κινηματογράφος. Αγωνία για τη μεγάλη πρεμιέρα, την πρώτη προβολή της εκάστοτε πολυαναμενόμενης ταινίας. Φίλοι, γέλια, ποπκόρν. Το εισιτήριο και η συνάντηση έξω από το σινεμά. Είναι όμως πλέον για όλους αυτός ο κανόνας ή χωρούν και εξαιρέσεις;
Η ραγδαία είσοδος της τεχνολογίας σε κάθε πτυχή της καθημερινής μας ζωής δεν θα μπορούσε να παραμερίσει την αντίστοιχη είσοδό της στον χώρο των τεχνών. Πλέον δεν είναι αμελητέο το ποσοστό των θεατών που συνειδητά επιλέγουν να δώσουν παράταση ολίγων ημερών στην αγωνία τους, ώστε να απολαύσουν την αγαπημένη τους προβολή από την άνεση του σπιτιού τους πίσω από την οθόνη του υπολογιστή ή της τηλεόρασής τους σε αντιπαραβολή προς το μεγαλεπίβολο προβολέα του συνοικειακού τους κινηματογράφου. Στο σημείο αυτό, θα βιαζόταν κανείς να σκεφτεί πως τέτοιες πρακτικές ακολουθούν άνθρωποι που δεν είναι πραγματικοί λάτρεις του σινεμά, αλλά περιστασιακοί επισκέπτες του. Στη συλλογιστική, ωστόσο, αυτή θα ενυπήρχε ήδη από την αρχή ένας βασικός λάθος άξονας. Οι γρήγοροι και απαιτητικοί ρυθμοί ζωής, η αύξηση των ανειλλημένων υποχρεώσεων και το άγχος για την επίτευξη των βέλτιστων αποτελεσμάτων σε κάθε τομέα απομακρύνουν -ακόμη και ασυνείδητα- αρκετούς ανθρώπους από την κινηματογραφική αίθουσα. Η ιδέα πως με ευκολία θα παρακολουθήσουν ξεκούραστα την ταινία, όταν μετά βίας βρουν ελεύθερο χρόνο, μοιάζει ιδανική. Φυσικά και εδώ το πλεονέκτημα παραμένει, ο στόχος επιτυγχάνεται, ο θεατής θα δει πράγματι την ταινία για την οποία ενδιαφέρεται. Η συζήτηση όμως δεν μπορεί να τελειώσει εδώ. Επιτυγχάνεται άραγε μέσα από αυτή τη διαδικασία ο στόχος της τέχνης; Μήπως πρέπει να αναλογιστούμε τι πραγματικά είναι η τέχνη και τι είναι αυτό που δημιουργεί την έμφυτη ανάγκη να βρισκόμαστε κοντά της;
Η μαγεία της κάθε τέχνης κρύβεται στη δύναμή της να μας φέρνει κοντά στους άλλους ανθρώπους, στη βαθύτερη προσέγγιση και κατανόηση του εσωτερικού εαυτού μας, στην κατανόηση σε τελική ανάλυση της ίδιας μας της φύσης. Κρύβεται πιο απλά στο σχόλιο που θα κάνουν δυο φίλοι μεταξύ τους για μια αμφιλεγόμενη σκηνή, για μια διφορούμενη ατάκα, κρύβεται πολύ περισσότερο στο «κλίμα» που δημιουργείται και επικρατεί μέσα στην αίθουσα, στους δυνατούς ήχους και στα τεχνικά εφέ -κλίμα που για όλους μας παίρνει σάρκα, μορφή και οστά καθώς ξυπνά μνήμες από προηγούμενες εμπειρίες μας στο σινεμά. Δεν συγκρίνεται με ίδια μέτρα και σταθμά η παρακολούθηση υπό αυτούς τους όρους και η παρακολούθηση στο άδειο από συναισθήματα δωμάτιό μας. Η πρεμιέρα χάνει την αίγλη και το μεγαλείο της. Γίνεται κοινότυπη, συνηθισμένη. Σαφώς πάντως δεν αποκτά τη μορφή που ονειρεύτηκε γι’ αυτήν ο δημιουργός της. Στο δρόμο της 7ης τέχνης χρειάζονται συνοδοιπόροι, άνθρωποι που ακόμη και με μηδενικά κοινά ενδιαφέροντα θα μπορέσουν να βιώσουν ίδια συναισθήματα μέσω αυτής. Άνθρωποι που θα απολαύσουν μαζί αυτό το μαγικό ταξίδι που διανοίγεται μπροστά από τα μάτια τους.
Η πεμπτουσία της μαγείας της τέχνης του κινηματογράφου βρίσκεται σε απλές πρακτικές. Βρίσκεται στα συναισθήματα που γεννώνται όταν οι θεατές θα αφήσουν τον χώρο του σπιτιού τους και θα σπεύσουν να βρεθούν σε μια αίθουσα ή σε μια ταράτσα για θερινές προβολές. Όταν συνειδητοποιούν πως η αντίληψή τους για το νόημα και τους στόχους της ταινίας παίρνει άλλες διαστάσεις τη στιγμή που παρακολουθούν ως σύνολο και σε συνθήκες ευχάριστου, καλλιτεχνικού κλίματος που φρόντισαν να δημιουργήσουν γι’ αυτούς οι αρμόδιοι. Μάλλον, λοιπόν, αυτός είναι και ο απώτερος σκοπός, η εξευγένιση των ανθρωπίνων συναισθημάτων, η υπενθύμιση πως ακόμα και στους γοργούς σημερινούς ρυθμούς πάντα θα υπάρχει κάτι που θα μας ενώνει και αυτό δεν είναι άλλο παρά η ίδια η τέχνη.