Του Βασίλη Τρικούπη,
Ο δρόμος της δικαιοσύνης συχνότατα είναι μακρύς και επίπονος, καθώς περιλαμβάνει πολλά στάδια, εμπλέκει πολλά πρόσωπα και, συχνά, συνεπάγεται χρονοβόρες διαδικασίες μέχρι την τελική εκδίκαση. Η ίδια κατάσταση ισχύει ανεξαιρέτως και για τη διεθνή δικαιοσύνη, η οποία, δε, περιπλέκεται από τα συχνά περιορισμένα όρια δικαιοδοσίας των αρμοδίων οργάνων που την εφαρμόζουν, όπως, για παράδειγμα, το Διεθνές Δικαστήριο Δικαιοσύνης (Χάγης).
Μία τέτοια περίπτωση αποτελεί η υπόθεση της μουσουλμανικής μειονότητας των Rohingya της βορειοδυτικής Μιανμάρ. Η μειονότητα υφίσταται, από τη δεκαετία του ’70, συστημική καταπίεση, που περιλαμβάνει κάψιμο χωριών, βιασμούς και, συνεπώς, εκτοπίσεις στο Μπανγκλαντές και άλλα όμορα μουσουλμανικά κράτη, ιδίως από τον Αύγουστο του 2017, οπότε και σημειώθηκε μεγάλη εκστρατεία καταπίεσης, που στη διεθνή συνείδηση ήχησε ως γενοκτονία.
Σημαντικός καταλύτης των εξελίξεων αποδείχθηκε ένα βίντεο δύο λιποτακτών, στο οποίο ομολόγησαν ειδεχθή εγκλήματα κατά των Rohingya. Άμεση συνέπεια αυτού ήταν η κυβέρνηση της Myanmar να θορυβηθεί ιδιαίτερα και να εγκαταλείψει το απαράδεκτο επιχείρημα πως η καταστολή υπήρξε μέρος νόμιμης επιχείρησης κατά των «Rohingya επαναστατών».
Η σχετική με τους Rohingya υπόθεση, που βρίσκεται εν εξελίξει στο Διεθνές Δικαστήριο της Χάγης, βάσει των νέων ομολογιών, προσφέρει ένα πολύτιμο χαρτί στα χέρια της μουσουλμανικής μειονότητας, στο δρόμο προς την τελική εκδίκαση. Ωστόσο, η ακριβής συμβολή τους μένει να διευκρινιστεί, καθώς ενδέχεται, είτε να δικαστούν για όσα ομολόγησαν, είτε να συνεισφέρουν ουσιαστικότερα ως μάρτυρες σε δίκες ανωτέρων αξιωματικών του στρατού. Ο ρόλος του εισαγγελέα θα καταστεί ουσιαστικός στο να αποδοθούν οι ευθύνες στα σωστά πρόσωπα, και μάλιστα, ευθύνες για τα σοβαρότερα εγκλήματα που αποφασίστηκαν από υψηλόβαθμους αξιωματικούς, των οποίων η δίωξη έχει προτεραιότητα.
Επομένως, η δημόσια ομολογία των στρατιωτών και το συνακόλουθο ενδεχόμενο καταδίκης της Μιανμάρ, αναμφίβολα δημιουργεί πολιτικές πιέσεις στην ηγεσία της χώρας, για διερεύνηση των όσων διεπράχθησαν στην επαρχία Rakhine, παραδοσιακό τόπο εγκατάστασης των Rohingya, ενώ καθιστά απαραίτητη την προσπάθεια αποκατάστασης της δημόσιας εικόνας της κυβέρνησης. Ωστόσο, υπάρχουν σαφή νομικά εμπόδια, καθώς η χώρα δεν είναι συμβαλλόμενο μέρος του καταστατικού της Ρώμης, ιδρυτικού του Διεθνούς Δικαστηρίου της Χάγης, επομένως δεν είναι ξεκάθαρη η διαδικασία προσφυγής κατά αυτής, καθώς το Διεθνές Δικαστήριο συνήθως χρειάζεται τη ρητή αποδοχή της δικαιοδοσίας του από τα εμπλεκόμενα κράτη, προκειμένου να αναλάβει την εκδίκαση υπόθεσης. Βέβαια, αν προκύψουν κατηγορίες για γενοκτονία/εγκλήματα κατά της ανθρωπότητας, η συζήτηση διεξάγεται σε άλλο πλαίσιο, καθώς τα ανωτέρω θίγουν διατάξεις αναγκαστικού δικαίου (jus cogens), βάσει του διεθνούς μεταπολεμικού νομικού καθεστώτος. Ωστόσο, η κατάσταση στο Μπανγκλαντές που είναι συμβαλλόμενο στο Καταστατικό της Ρώμης, και όπου έχουν διαφύγει οι πλείστοι των Rohingya, μπορεί να ληφθεί υπόψη, καθώς μπορούν να σχηματιστούν κατηγορίες για απέλαση πληθυσμών, βάσει εθνοτικών/θρησκευτικών κριτηρίων, που συνιστά έγκλημα κατά της ανθρωπότητας.
Βάσει των ανωτέρω, διαφαίνεται μια μοναδική ευκαιρία για τους Rohingya, όχι για να βελτιώσουν άμεσα τις συνθήκες διαβίωσής τους, αλλά για να αποκατασταθούν -έστω μερικώς- ηθικά για τα όσα υπέστησαν. Και όλα αυτά με ένα απλό βίντεο λιποτακτών και, βεβαίως, τη συνέχεια της επακόλουθης διεθνοποίησης μιας εκ των σοβαρότερων ανθρωπιστικών κρίσεων στην Ασία σήμερα.
Ο δρόμος για τη δικαιοσύνη, ωστόσο, είναι μακρύς και σε καμία περίπτωση η αποκατάστασή της δε συνεπάγεται και επούλωση των πληγών ενός λαού ή ομάδας που έχει υποστεί διωγμό. Ας ελπίσουμε, εντούτοις, η διεθνής κοινότητα και δικαιοσύνη να πράξουν τα δέοντα.