Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Την άνοιξη του 970 μ.Χ. συντελέστηκε στην πολυτάραχη Βαλκανική χερσόνησο μια ακόμη σύγκρουση του βυζαντινού στρατού με έναν ακόμη εχθρό της αυτοκρατορίας. Στο σημερινό Λουλέ Μπουργκάς της Τουρκίας οι βυζαντινοί διασταύρωσαν για πρώτη φορά τα ξίφη τους με τους Ρως του Κιέβου, δύο δεκαετίες πριν οι τελευταίοι αναλάβουν την προστασία του βυζαντινού αυτοκράτορα!
Για χρόνια ο κυριότερος αντίπαλος του βυζαντινού κράτους στην περιοχή της Βαλκανικής ήταν οι Βούλγαροι. Πρόκειται για έναν λαό ο οποίος είχε νομαδικές ρίζες και εκ διαμέτρου αντίθετη κρατική οργάνωση με αυτή του Βυζαντίου. Η ρώμη και η ορμητικότητα ήταν διάχυτη στο νομαδικό πνεύμα, με αποτέλεσμα, σε συνδυασμό με την ανάγκη επέκτασης του κράτους τους, να οδηγούνται συχνά σε προστριβές και συγκρούσεις κυμαινόμενης έντασης και διάρκειας. Βέβαια ουδείς εκ των δύο αντιπάλων δεν κατάφερε κάποιο πλήγμα καθοριστικής σημασίας. Ακόμη και οι ήττες του βυζαντινού στρατού κατά την περίοδο 913–927 μ.Χ., επί βασιλείας Κωνσταντίνου Ζ΄ Πορφυρογέννητου (913–959 μ.Χ.), με την κυριότερη αυτών στον ποταμό Αχελώο, δεν στάθηκαν ικανές να λήξουν τον πόλεμο.
Ο διάδοχος του τσάρου Συμεών (893–927 μ.Χ.), Πέτρος (927–969 μ.Χ.), επέλεξε το μονοπάτι της ειρήνης, με την υπογραφή συνθήκης η οποία αποκαθιστούσε τα σύνορα στο καθεστώς του έτους 893 μ.Χ., όρος που ευνοούσε τους Βυζαντινούς, με αντάλλαγμα τη λήψη του τίτλου «Βασίλειο της Βουλγαρίας», την παροχή ετήσιας χρηματικής χορηγίας προς τους Βουλγάρους και την αναγνώριση του Πατριαρχείου τους. Η συμφωνία επισφραγίστηκε με την ένωση του τσάρου Πέτρου και της Βυζαντινής πριγκίπισσας Μαρίας Λεκαπηνής.
Βέβαια το κλίμα αυτό δεν διατηρήθηκε για πολύ, καθώς η ανάρρηση στον θρόνο του Νικηφόρου Β΄ Φωκά (963–969 μ.Χ.) σήμανε και το τέλος των διπλωματικών σχέσεων των δύο κρατών. Πιο συγκεκριμένα, όταν έφτασαν στην Κωνσταντινούπολη οι απεσταλμένοι του τσάρου, προκειμένου να ζητήσουν την ετήσια χορηγία, ο αυτοκράτορας, κόντρα σε κάθε εθιμοτυπία της διπλωματίας, τους εξύβρισε χυδαία, τους μαστίγωσε και τους έστειλε ταπεινωμένους πίσω στην πρωτεύουσά τους. Παράλληλα, απέστειλε ένα μικρό τμήμα του στρατού στα σύνορά τους με τη Βουλγαρία, προσβάλλοντας και καταστρέφοντας μερικά οχυρά των αντιπάλων.
Με την επόμενη κίνησή του ο Νικηφόρος Β΄, εν αγνοία του, έσπρωξε την πέτρα που θα προκαλούσε κατολίσθηση. Ήρθε σε επαφή με τους Ρώσους του Κιέβου, συνεργάτες στις εμπορικές συναλλαγές, πείθοντάς τους να εισβάλλουν στη Βουλγαρία. Έτσι απέφευγε τις κακοτράχαλες διαδρομές στα Νότια του Βουλγαρικού κράτους, οι οποίες είχαν παγιδεύσει πολλές φορές τον βυζαντινό στρατό, εξουδετέρωνε τους αντιπάλους του και, μετά από την επέκταση του κράτους των Ρως, θα συνόρευε με έναν εμπορικό σύμμαχό του.
Πράγματι, νωρίς το φθινόπωρο του 969 μ.Χ., ο ηγεμόνας των Ρως Σβιατοσλάβος, με στρατό 60.000 ανδρών, κυρίως Ρως και Πετσενέγκων και Ούγγρων υποτελών, διέσχισαν τον Δούναβη. Μπροστά στην επέλαση αυτή ο νέος τσάρος των Βουλγάρων Βόρις δεν μπόρεσε να αντιτάξει σθεναρή άμυνα, καθώς το κράτος του ήταν ανέτοιμο για σύρραξη. Μετά την κατάληψη της πρωτεύουσας Πρεσθλάβας και την επέλαση στα νότια, ο στρατός των Ρως έφτασε νικηφόρος στα σύνορα με τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία, δείχνοντας πρόθυμοι να συνεχίσουν την προέλαση στο Βυζαντινό έδαφος.
Όσο οι Ρως κατελάμβαναν το Νότιο κομμάτι της Βουλγαρίας, στην Κωνσταντινούπολη ο αυτοκράτορας έπεφτε νεκρός από το χέρι του φίλου του και επόμενου αυτοκράτορα Ιωάννη Α΄ Τσιμισκή (969–976 μ.Χ.). Ικανός στρατηγός και αυτός όπως και ο προκάτοχός του διέβλεψε την απειλή και κινήθηκε για να την αποτρέψει.
Λόγω της αυξημένης κινητικότητας των Αράβων στα Ανατολικά σύνορα, το μεγαλύτερο μέρος του βυζαντινού στρατού ήταν απασχολημένο εκεί. Έτσι, αν και ο στρατός του Βυζαντίου ανερχόταν στις 150 με 200 χιλιάδες άνδρες, μόλις 10 με 12 χιλιάδες μπόρεσαν να συγκεντρωθούν, προκειμένου να κερδίσουν χρόνο, στο διάστημα του οποίου θα έφταναν μονάδες από το Ανατολικό μέτωπο.
Επικεφαλής των δυνάμεων αυτών ορίστηκαν ο ικανότατος Βάρδας Σκληρός και ο Πατρίκιος Πέτρος. Αυτοί, μόλις πληροφορήθηκαν την προέλαση του εχθρού προς την Αδριανούπολη και την άφιξή του κοντά στην Αρκαδιούπολη, αποφάσισαν να τους παγιδεύσουν, διαβλέποντας την αλαζονική τους συμπεριφορά και τα ελλιπή μέτρα προφύλαξης.
Προκειμένου να αντισταθμίσει το αριθμητικό μειονέκτημα του στρατού του, ο Βάρδας χώρισε το στρατό του σε τρία μέρη. Τα δύο μέρη έλαβαν θέση στις δύο πλευρές της οδού που οδηγούσε από την Αρκαδιούπολη προς την Αδριανούπολη. Το τρίτο, υπό τη διοίκηση του ιδίου, αποτελούμενο από περίπου 3.000 ιππείς, ανέλαβε να διενεργήσει αιφνιδιαστική επίθεση κατά ενός τμήματος του εχθρού αποτελούμενο από Βουλγάρους και Ρως ιππείς και από μια ισχυρή δύναμη Πετσενέγκων, οι οποίοι είχαν προηγηθεί.
Αυτοί δέχτηκαν πρώτοι την επίθεση των Βυζαντινών και αρχικά αιφνιδιάστηκαν. Εν συνεχεία όμως ανέκτησαν την ψυχραιμία τους και πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, η οποία ενισχύθηκε από την αριθμητική τους υπεροχή. Στο κρίσιμο αυτό σημείο ο Βάρδας Σκληρός έβαλε σε εφαρμογή το στρατήγημα του. Σύμφωνα με αυτό το τμήμα που διοικούσε υποχώρησε τακτικά, αποδεικνύοντας την αρτιότητα της πειθαρχίας και της εκπαίδευσής τους. Οδήγησαν λοιπόν τους διώκτες τους, οι οποίοι ήταν πεπεισμένοι για τη νίκη τους, στην οδό εκατέρωθεν της οποίας ενέδρευαν τα δύο τμήματα του βυζαντινού στρατού. Μόλις οι Πετσενέγκοι εισήλθαν στο ανθρώπινο δόκανο, αυτό έκλεισε, με τους επιτιθέμενους βυζαντινούς να προκαλούν πανικό τόσο σε αυτούς όσο και στο υπόλοιπο σώμα που ακολουθούσε, προκαλώντας την ήττα τους και την άτακτη υποχώρησή τους.
Ο απολογισμός της μάχης ήταν σκληρός και για τις δύο πλευρές. Οι νεκροί των νικητών ανήλθαν στους 550, με πολλούς να χάνονται κατά τη διάρκεια της καταδίωξης των ικανότατων Πετσενέγκων ιπποτοξοτών. Αυτοί ευθύνονται επίσης για την απώλεια πολλών αλόγων του βυζαντινού ιππικού. Για τους ηττημένους, αν και δεν υπάρχουν ακριβείς καταγραφές, ανέρχονταν σε αρκετές χιλιάδες άνδρες, κάνοντας τον Ρως ηγεμόνα να επανεξετάσει τον σχεδιασμό της εκστρατείας του.
Το μεγαλύτερο σφάλμα του Σβιατοσλάβου ήταν η απουσία προφύλαξης και προστασίας του στρατού του κατά την προέλασή του σε εχθρικό έδαφος, ενώ η διαίρεση του στρατού του έδωσε την ευκαιρία στον Βάρδα Σκληρό να παγιδεύσει το στρατό του ευκολότερα. Αντίθετα, ο Ιωάννης Α΄ Τσιμισκής επέλεξε έναν εμπειροπόλεμο στρατηγό, ο οποίος εφάρμοσε την οικονομία δυνάμεων, αξιοποιώντας το περιβάλλον τοπίο και αδιαφορώντας για την τακτική του αντιπάλου του.
Πέραν της σημαντικής νίκης και της αναχαίτισης της ορμής των Ρως, ο Ιωάννης Α΄ έλαβε πολύτιμες πληροφορίες για τη σύνθεση του στρατού των αντιπάλων και τις τακτικές που εφαρμόζει, πληροφορίες που θα αξιοποιήσει τον επόμενο χρόνο για την εκδίωξή τους από τα αυτοκρατορικά εδάφη.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παπαδημητρίου Κ. Θ. «Η Μάχη της Αρκαδιούπολης – Η πρώτη σύγκρουση Βυζαντινών–Ρώσων» Σε Συλλογικό Έργο (2015) Στρατιωτική Ιστορία τεύχος 218. Αθήνα: Γνώμων Εκδοτική σσ. 97–105
- Haldon J. (2013) The Byzantine Wars. UK: The History Press p. 198-201
- National Geographic (2010), (Επιμ. Μαρία Αλεξίου) Κ. Παπαρηγόπουλου, Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Αθήνα: Εκδόσεις 4π σσ. 202–203