Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Η θεμελιώδης αρχή της ισότητας αποτελεί από νομική σκοπιά γενική αρχή και ταυτόχρονα ατομικό δικαίωμα, που διαπνέει κάθε πτυχή των έννομων τάξεων στις σύγχρονες δημοκρατίες. Στο εγχώριο Σύνταγμα η ισότητα αυτή κατοχυρώνεται στο άρθρο 4 παρ.1, το οποίο ορίζει ότι «οι Έλληνες είναι ίσοι ενώπιον του νόμου», θεσπίζοντας νομικό κανόνα που επιβάλλει την ομοιόμορφη μεταχείριση των προσώπων που τελούν υπό τις αυτές ή παρόμοιες συνθήκες. Πλέον διδάσκεται και γίνεται πάγια δεκτό από τη νομολογία ότι με την ανωτέρω διάταξη θεσπίζεται όχι μόνο η ισότητα των πολιτών ενώπιον του νόμου, αλλά και η ισότητα του νόμου απέναντι στους πολίτες, η ισότιμη δηλαδή αντιμετώπιση των πολιτών από τον νόμο.
Η αρχή της ισότητας κατοχυρώνεται και στο άρθρο 6 παρ.1 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου (ΕΣΔΑ) σε συνάρτηση με το άρθρο 14 της ΕΣΔΑ που απαγορεύει τις διακρίσεις κατά την απόλαυση των δικαιωμάτων που αναγνωρίζει η Σύμβαση. Επιπλέον, κατοχυρώνεται και στο άρθρο 20 του Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΧΘΔΕΕ) αλλά και στο άρθρο 14 παρ.1 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Πολιτικά Δικαιώματα (ΔΣΑΠΔ) του 1996, που κυρώθηκε με τον Ν.2462/1997.
Ιδιαίτερη σημασία κατέχει και η αρχή της δικονομικής ισότητας, ερειδόμενη στο άρθρο 20 παρ.1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «καθένας έχει δικαίωμα στην παροχή έννομης προστασίας από τα δικαστήρια και μπορεί να αναπτύξει σε αυτά τις απόψεις του για τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά του, όπως ορίζει ο νόμος». Η συγκεκριμένη διάταξη κατοχυρώνει το δικαίωμα δικαστικής προστασίας και θεμελιώνει δημόσια αξίωση κάθε υποκειμένου του δικαίου εναντίον της πολιτείας για δικαστική ακρόαση και προστασία.
Ειδική εκδήλωση της συνταγματικής αυτής επιταγής συνιστά η διαδικαστική ισότητα, η οποία εξειδικεύεται στο χώρο του Αστικού Δικονομικού Δικαίου με το άρθρο 110 παρ.1 του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας(ΚΠολΔ), το οποίο ορίζει ότι «οι διάδικοι έχουν τα ίδια δικαιώματα και τις ίδιες υποχρεώσεις και είναι ίσοι ενώπιον του δικαστηρίου». Η ισότητα των διαδίκων εκφράζεται ως ίση μεταχείρισή τους από τον νόμο (ισονομία) και ως ίση μεταχείρισή τους από τον δικαστή (ισηγορία).
Ίση μεταχείριση από τον νόμο σημαίνει ότι η κατανομή των εκατέρωθεν δικονομικών δικαιωμάτων και υποχρεώσεων, καθώς και των βαρών των διαδίκων γίνεται ανεξάρτητα από την νομική τους φύση, δηλαδή την ιδιότητά τους ως νομικών ή φυσικών προσώπων, ημεδαπών ή αλλοδαπών, ιδιωτικού ή δημοσίου δικαίου, όπως επίσης και από τη διαδικαστική τους θέση ως επιτιθέμενων ή αμυνόμενων. Αποκλείεται εξ ορισμού προνομιακή μεταχείριση του ενός διαδίκου, καθώς το πλεονέκτημα του ενός διαδίκου αποτελεί συγχρόνως μειονέκτημα για τον άλλο.
Το ίδιο περιεχόμενο έχει και η ισότητα των διαδίκων απέναντι στον δικαστή, μόνο που δεν αναφέρεται στη θέσπιση, αλλά στην εφαρμογή των κανόνων του δικονομικού δικαίου. Σημαίνει δηλαδή ότι ο δικαστής υποχρεούται καθ΄ όλη τη διάρκεια της πολιτικής δίκης να μεταχειρίζεται ισότιμα τα αντιτιθέμενα μέρη και δεν δύναται να προβαίνει σε διαφοροποιήσεις σε καμία περίπτωση. Η ίση μεταχείριση των διαδίκων βρίσκεται σε συνάφεια με την αρχή της αμεροληψίας του δικαστή, καθώς μόνο αν ο τελευταίος είναι αντικειμενικός και αμερόληπτος και δεν εκφράζει γνώμη πριν την ακρόαση των διαδίκων διατηρώντας έτσι μια ουδέτερη σχέση μαζί τους, εξυπηρετείται τόσο η αρχή της δικαστικής ακροάσεως όσο και η αρχή της ισότητας.
Ενώ όμως η αρχή της ίσης μεταχειρίσεως των διαδίκων, όταν απευθύνεται στον νόμο διασπάται από ορισμένες εξαιρέσεις, όταν απευθύνεται στον δικαστή είναι ανεξαίρετη. Έτσι δεν μπορεί λ.χ. ο δικαστής να δώσει το λόγο κατά την προφορική συζήτηση στον ένα μόνο διάδικο ή να εξετάσει περισσότερους μάρτυρες από τη μία διάδικη πλευρά. Δεν επιτρέπεται, ακόμη, ο δικαστής να αφήνει μόνο τον ένα διάδικο να κάνει ερωτήσεις στον μάρτυρα, αν και είναι άσχετες με τα αποδεικτέα θέματα, ενώ στον αντίδικό του δεν επιτρέπει να κάνει ερωτήσεις για τα ίδια ζητήματα, με τα οποία δημιουργήθηκαν εντυπώσεις, προφασιζόμενος τώρα ότι είναι άσχετα με τα αντικείμενα της δίκης. Στο συγκεκριμένο σκέλος της αρχής της ισότητας βασίστηκε επικουρικά και η απαγόρευση διορισμού ως διαιτητή ενός από τους διαδίκους.
Σύμφωνα με τη συνταγματική επιταγή για αρχή της ισότητας, η απόλυτη ισότητα των όπλων θα πρέπει να διέπει την πολιτική δίκη και όταν τη θέση διαδίκου καταλαμβάνει το Κράτος, οι Οργανισμοί Τοπικής Αυτοδιοίκησης (ΟΤΑ) και κάθε Νομικό Πρόσωπο Δημοσίου Δικαίου (ΝΠΔΔ). Το Δημόσιο, όταν εμφανίζεται ως fiscus, δεν πρέπει να έχει διαφορετική μεταχείριση από τον κοινό διάδικο, διότι μια τέτοια αντιμετώπιση θα αντιμαχόταν την ουσία της δίκαιης δίκης και θα υπονόμευε τον ίδιο τον χαρακτήρα του κράτους δικαίου.
Αξίζει βέβαια να αναφερθεί ότι η αρχή της παροχής ίσων όπλων στους διαδίκους προς διεξαγωγή της δίκης σε αντίθεση με την αρχή της ίσης μεταχειρίσεως από τον δικαστή διασπάται σε ορισμένες περιπτώσεις, όπου καθιερώνεται ορισμένης μορφής εύνοια υπέρ του ενός ή του άλλου διαδίκου. Πρόκειται για εξαιρέσεις οι οποίες επιβάλλονται από την ίδια τη φύση των πραγμάτων, καθώς η απονομή στους διαδίκους αδιακρίτως των ίδιων δικαιωμάτων και η επιβολή των ίδιων υποχρεώσεων περισσότερο θα έβλαπτε παρά θα πραγμάτωνε την αρχή της ισότητας.
Οι συγκεκριμένες εξαιρέσεις δεν μπορούν να θεωρηθούν αδικαιολόγητη απόκλιση από την αρχή της ισότητας των διαδίκων αλλά ουσιαστική πραγμάτωσή της, δεδομένου ότι αποσκοπούν στην προστασία του διαδίκου. Χαρακτηριστική διάταξη που καθιερώνει διάσπαση της αρχής αυτής είναι ο προσδιορισμός της κατά τόπον αρμοδιότητας των δικαστηρίων καταρχήν από την κατοικία του εναγομένου σύμφωνα με τα άρθρα 22-24 ΚΠολΔ. Η επιλογή αυτή του νομοθέτη ανάγεται σε λόγους επιείκειας προς αυτόν, επειδή αυτός βρίσκεται σε θέση άμυνας και επειδή εναντίον του είναι δυνατόν χωρίς ιδιαίτερες προϋποθέσεις να εγείρει αγωγή ο οποιοσδήποτε κατά βούληση.
Συνεπώς, αντιλαμβάνεται κανείς ότι η αρχή της ισότητας αποτελεί χωρίς αμφιβολία τον ακρογωνιαίο λίθο του κράτους δικαίου. Βάσει αυτής προστατεύεται το ασθενέστερο μέρος στη δίκη και παρέχεται η δυνατότητα στον νομοθέτη και στον δικαστή να σταθμίσουν τα αντικρουόμενα συμφέροντα και να εξακριβώσουν ποιο διάδικο μέρος χρήζει προστασίας λόγω της μειονεκτικής θέσης του. Υπό αυτήν την έννοια, παρατηρείται ότι η συνταγματικά κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας των όπλων στοχεύει στην εξισορρόπηση της πραγματικής ανισότητας μεταξύ των διαδίκων και στην ενίσχυση της θέσης του αδύναμου μέρους έναντι του ισχυρού αντιδίκου του.
ΠΗΓΕΣ
- Βεζυρτζή Αν., Η αρχή της ισότητας των όπλων και τα διαδικαστικά προνόμια του Δημοσίου στην πολιτική δίκη, εκδόσεις Σάκκουλα, 2017
- Μάνεσης Α., Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η εφαρμογή της υπό των δικαστηρίων, στον τόμο: Συνταγματική Θεωρία και Πράξη, 1980, σελ. 316-349
- Μανιτάκης Α., Η συνταγματική αρχή της ισότητας και η έννοια του γενικού συμφέροντος, ΤοΣ 1978.433-465
- Νίκας Ν., Η αρχή της ισότητας των όπλων και τα διαδικαστικά προνόμια του Δημοσίου στην πολιτική δίκη, Αρμ 2004.325-337, Αφιέρωμα Γέσιου-Φαλτσή Π (2007) σελ. 957-975
- Νίκας Ν., Εγχειρίδιο Πολιτικής Δικονομίας, 2η έκδοση 2016
- Σκουρής Β., Η συνταγματική αρχή της ισότητας, η τήρησή της από τον νομοθέτη και ο έλεγχός της από τον δικαστή, Νομικές Μελέτες 3, 1982