Του Παναγιώτη Στέφου,
Κανένα πολιτικό σύστημα δεν μπορεί να διατηρηθεί μόνο μέσω της ωμής ισχύος. Τα πνευματικά ερείσματα είναι αναπόσπαστο μέρος οποιασδήποτε πολιτικής οικονομίας, και οι ιδρυτές της νέας κοινωνίας το γνώριζαν αυτό πολύ καλά. Πέραν της συσχέτισης του αυτοκρατορικού οίκου με την ιαπωνική κοσμογονία, κατά την οποία ο πρώτος αυτοκράτορας, Jimmu, κατάγεται από την Amaterasu, τη θεά του ηλίου, οι πρώτοι shogun συνέδεσαν τις οικογένειες τους με ένα παρόμοιο λατρευτικό δίκτυο, ιδρύοντας μία σειρά από μαυσωλεία στα οποία τα πνεύματα (kami) των shogun, θα μπορούσαν να καθοδηγούν τους μετέπειτα συνεχιστές της εξουσίας τους.
Η αρχή αυτή βασίζεται στην ιαπωνική μυθολογία. Ο αυτοκράτορας λειτουργεί ουσιαστικά ως μεσάζοντας μεταξύ της γης και του κόσμου των πνευμάτων. Με το να καθιερώσουν τους εαυτούς τους ως ισάξιους σε πνευματική δύναμη με τον αυτοκράτορα, οι shogun δημιούργησαν ένα ιδεολογικό έρεισμα πάνω στο οποίο μπορούσαν να βασίσουν την εξουσία τους. Η εξουσία τους δεν στηριζόταν στα στρατεύματά τους, αλλά στη θεϊκή τους σύνεση και σοφία. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, οι shogun δημιουργούσαν παράλληλα σχέση μεταξύ των εαυτών τους και των αρχαίων Κινέζων αυτοκρατόρων, οι οποίοι θεωρούνταν οι ιδρυτές κάθε εγκόσμιας εξουσίας.
Στην Άπω Ανατολή, σε σχεδόν όλες τις περιπτώσεις, τρία θρησκευτικά-φιλοσοφικά ρεύματα ρύθμιζαν τις κοινωνικές σχέσεις. Αυτά ήταν ο κομφουκιανισμός, ο βουδισμός, και οι τοπικές δοξασίες. Από αυτά στην Ιαπωνία ο κομφουκιανισμός έδρασε περισσότερο καταλυτικά στη διαμόρφωση του πολιτικού συστήματος, με τη διαφορά πως δεν εφαρμόστηκε ένα σύστημα τιμοκρατικό, με βάση το οποίο οποιοσδήποτε μπορούσε να γίνει μέρος της κρατικής γραφειοκρατίας. Αυτό δεν έστεκε καλά με την ιαπωνική ιδέα της κληρονομικής σπουδαιότητας, σύμφωνα με την οποία η θέση του καθενός στην κοινωνία εξαρτάται από την οικογένεια από την οποία κατάγεται. Γι’ αυτό το λόγο, οι περισσότεροι μελετητές των κομφουκιανικών κειμένων ανήκαν στην τάξη των samurai, και συνήθως υπηρετούσαν σε βοηθητικούς ρόλους τους daimyo τους.
Παράλληλα, υπήρχαν και λόγιοι, οι οποίοι δεν συνδέονταν με το υφιστάμενο πολιτικό σύστημα και ασχολούνταν αμιγώς με την έρευνα των αρχαίων κειμένων. Ανάμεσα στους κόλπους αυτών των ανθρώπων, δημιουργήθηκαν τα πρώτα κείμενα που υποστήριζαν την ιδιαιτερότητα της Ιαπωνίας απέναντι σε όλον τον υπόλοιπο κόσμο. Συνέδεαν τη σοφία των αρχαίων Κινέζων φιλοσόφων με τοπικιστικές πεποιθήσεις, και κατέληξαν στο ότι η Ιαπωνία ήταν ο τόπος, όπου πραγματικά είχαν εφαρμοστεί τα διδάγματα του Κομφουκίου, και όχι η Κίνα, η οποία την περίοδο εκείνη διοικούταν από τους Μαντσουρίους.
Ωστόσο, δεν ήταν όλες οι ιαπωνικές μελέτες στραμμένες προς τα κινέζικα κείμενα. Υπήρχαν και ιαπωνικά φιλολογικά ρεύματα που προέρχονταν από τις μυθικές εποχές, από τότε που ο αυτοκράτορας κατείχε και την πνευματική και την εγκόσμια εξουσία. Οι λόγιοι στράφηκαν προς την έρευνα των χρόνων αυτών, και αρκετοί συμφώνησαν πως όφειλαν να επιστρέψουν σε εκείνες τις ενάρετες εποχές, προκειμένου να αναγεννηθεί η χώρα. Αυτό είναι και το βασικό ιδεολογικό όπλο, που χρησιμοποιήθηκε εναντίον των shogun, κατά την ρήξη τους με τους samurai.
Το πιο παράδοξο είδος μελέτης, ωστόσο, μάλλον είναι αυτό που οι Ιάπωνες αποκαλούσαν rangaku, δηλαδή μελέτη των Ολλανδών. Παρά το γεγονός, πως η χώρα απαγόρευε την είσοδο σε οποιονδήποτε ξένο, είχε παραχωρηθεί άδεια σε μία μικρή ομάδα από εμπόρους από την Ολλανδία να επισκέπτεται το νησί Dejima, κοντά στο Nagasaki, ώστε να ανταλλάσσουν αγαθά με τους Ιάπωνες. Μεταξύ άλλων, η σχέση αυτή απέδωσε καρπούς στον τομέα των επιστημών: Κατά την περίοδο των Tokugawa μία μικρή ομάδα λογίων στράφηκε προς τη μελέτη της ανατομίας και των φυσικών επιστημών, κάτι πρωτάκουστο για μία χώρα της ανατολικής Ασίας. Το τεχνολογικό προβάδισμα που απέκτησαν οι Ιάπωνες θα σημάδευε την πορεία της χώρας, ως μία από τις πιο προχωρημένες σε τέτοια ζητήματα.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Marius Jensen, The Making of Modern Japan, σελ. 187-215
- Andrew Gordon, A Modern History of Japan: From Tokugawa Times to the Present, σελ. 34-37