Του Νικόλαου Καραμήτρου,
Το Σύνταγμα, ο ανώτατος και θεμελιώδης νόμος κάθε Πολιτείας, οργανωτικός παράγοντας των κρατικών δομών και θεσμών και ρυθμιστικός παράγοντας των δικαιωμάτων και υποχρεώσεων κάθε πολίτη, διαδραμάτιζε ανέκαθεν καίριο ρόλο σε ζωτικής σημασίας ζητήματα. Ρόλος του δεν είναι παρά η ομαλή κοινωνική συμβίωση στα πλαίσια μίας οργανωμένης κοινότητας. Ως εκ τούτου είναι ένα γραπτό κείμενο, κορμός της έννομης τάξης ενός κράτους που άλλοτε προσεγγίζεται προοδευτικά και άλλοτε συντηρητικά. Στο παρόν άρθρο θα αναφερθώ στην ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα προσέγγιση του Αμερικανικού Συντάγματος από το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών αναφορικά με το δικαίωμα στη ζωή.
Το δικαίωμα στη ζωή είναι ένα από τα συνταγματικώς προστατευόμενα δικαιώματα σε όλα τα σύγχρονα συνταγματικά συστήματα. Υποχρέωση του κράτους είναι η διασφάλιση της ελευθερίας και της ζωής του κάθε ατόμου. Αντίστοιχη είναι η προστασία που παρέχει στους πολίτες των Η.Π.Α. η 14η Τροπολογία του Αμερικανικού Συντάγματος, του 1787. Η Ομοσπονδία υποχρεούται να τηρήσει την κατάλληλη δικαστική διαδικασία πριν τη λήψη οποιουδήποτε δυσμενούς μέτρου εις βάρος της ζωής, της ελευθερίας και της περιουσίας του κάθε ατόμου. Είναι όμως εφικτή ενέργεια σε βάρος της ζωής του ατόμου που γίνεται σύμφωνα με τη βούλησή του;
Στην Περιφέρεια της Washington του 20ου αιώνα ένα σύνολο πέντε φυσικών και τριών ετοιμοθάνατων ασθενών με την υποστήριξη ενός σωματείου, υπέρμαχου της ευθανασίας, προσέφυγαν στο Πολιτειακό δικαστήριο προκειμένου να υποστηρίξουν την αντισυνταγματικότητα των διατάξεων του τότε ποινικού νόμου, αναφορικά με την ποινική ευθύνη όσων επικουρούν πάσχοντες που επιθυμούν να βάλουν τέλος στη ζωή τους. Έως τότε προβλεπόταν πως όσοι τους βοηθούν θα διώκονται ποινικά για την παροχή βοήθειας σε αυτοκτονία. Το Πρωτοδικείο της Washington (και αργότερα το εφετείο) έκριναν ως αντισυνταγματική τη διάταξη του ποινικού νόμου, υποστηρίζοντας πως έρχεται σε αντίθεση με την 14η Τροπολογία και ειδικότερα με τα δικαιώματα του ατόμου. Στη συνέχεια την υπόθεση κλήθηκε να εξετάσει το Ανώτατο Δικαστήριο των Ηνωμένων Πολιτειών.
Η συλλογιστική πορεία που ακολούθησε το δικαστήριο στην υπόθεση Washington v. Glucksberg διαχωρίζεται σε δύο φάσεις. Στην πρώτη φάση το δικαστήριο διερεύνησε αν υφίσταται συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα στην επικουρούμενη αυτοκτονία. Στην ιστορική πορεία του αγγλοσαξονικού δικαίου δεν υπάρχει ορισμένο και προδιαγεγραμμένο δικαίωμα στην αυτοκτονία. Αντιθέτως, ακόμη και στις αμερικανικές αποικίες εθεωρείτο ποινικό αδίκημα. Ποινικά τιμωρούνταν και όσοι συνέβαλλαν σε αυτή, ωσάν να έχουν συμμετάσχει. Είναι προφανές το απαραβίαστο της ανθρώπινης ύπαρξης με αποτέλεσμα να μην αίρεται ο άδικος χαρακτήρας της πράξης.
Στη δεύτερη φάση το δικαστήριο εξέτασε αν η παροχή βοήθειας προς τον ασθενή εξυπηρετεί κάποιο θεμιτό κρατικό σκοπό. Η προστασία της ανθρώπινης ζωής είναι αναμφίβολη υποχρέωση της Πολιτείας ανεξάρτητα από τη βούληση του ατόμου που μπορεί να σχηματίζεται ως απόρροια ψυχικών διακυμάνσεων, ενώ η ανθρώπινη ύπαρξη δε μπορεί να εξαρτάται από το αν το άτομο αποτελεί βάρος για το κοινωνικό σύνολο. Το δικαστήριο επισήμανε πως η ιατρική επιστήμη έχει ως σκοπό την ίαση και όχι τη θανάτωση, ακόμη και κατά το τελευταίο λεπτό της ανθρώπινης ύπαρξης. Άλλωστε, υπήρξε ο φόβος μήπως η ηθελημένη ευθανασία καταστεί υποχρεωτική όταν ο ασθενής αποτελεί βάρος για το κοινωνικό σύνολο και τους οικείους του. Η ύπαρξη θεμιτού κρατικού σκοπού απορρίφθηκε από το δικαστήριο, το οποίο δεν εντόπισε συνταγματικό δικαίωμα στην αυτοκτονία και εν τέλει κατέληξε στην άποψη πως η απαγόρευση παροχής βοήθειας σ’ αυτή δε συνιστά παραβίαση της 14ης Τροπολογίας.
Σε αυτή την απόφαση-ορόσημο του Ανώτατου Δικαστηρίου αξίζει να παρατηρηθεί η μέθοδος ερμηνείας των διατάξεων της 14ης Τροπολογίας. Η προσέγγιση της διάταξης με βάση το αρχικό νόημα ναι μεν είναι χαρακτηριστικό του δημοκρατικού πολιτεύματος, κάνει δε δύσκολη την προσαρμογή των συνταγματικών κανόνων στη διαρκώς εξελισσόμενη κοινωνική πραγματικότητα. Η δυσκαμψία μπορεί να αντιμετωπιστεί με την προβλεπόμενη από το Σύνταγμα τροποποίηση. Από την άλλη, το ζωντανό κείμενο είναι συνυφασμένο με τις εκάστοτε κοινωνικές αξίες πιο εύκαμπτο. Σαφώς και οι λύσεις της προοδευτικής προσέγγισης δεν είναι πάντοτε οι δέουσες. Άλλωστε, στην προκειμένη περίπτωση το δικαστήριο διαπίστωσε πως, εφόσον δεν υπάρχει συνταγματικώς προστατευόμενο δικαίωμα αυτοκτονίας, δε μπορεί να γίνει λόγος περί δικαιώματος ευθανασίας, μετριάζοντας τη στάση του.
Τόσο η προοδευτική όσο και η συντηρητική προσέγγιση του Συντάγματος είναι ωφέλιμες. Σε πολλές περιπτώσεις είναι χρήσιμη η συντηρητική προσέγγιση από το δικαστή που δεν έχει δικαίωμα να μεταβάλλει τις συνταγματικές ρυθμίσεις, ενώ άλλες φορές η προοδευτική, χάρη στην οποία έχουν κατοχυρωθεί θεμελιώδη δικαιώματα των πολιτών. Αξιοσημείωτο παράδειγμα ο γάμος μεταξύ των ατόμων του ίδιου φύλου. Αν η τότε σύνθεση του δικαστηρίου δεν ερμήνευε το Σύνταγμα ως ζωντανό κείμενο, η ομοφυλοφιλία θα ήταν και σήμερα αντικείμενο ποινικής μεταχείρισης. Πρόδηλη, λοιπόν, εμφανίζεται η ανάγκη να υπάρχει ένα μέτρο ως προς την επιλογή είτε της μίας είτε της άλλης μεθόδου, ώστε να αποφεύγονται οι απόλυτες θέσεις.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Constitutional Law: Principles and Policies, Erwin Chemerinsky, 1997
- Washington v. Glucksberg, Law School Case Brief, https://www.lexisnexis.com/community/casebrief/p/casebrief-washington-v-glucksberg