Του Χρήστου Αμανατίδη,
Στο πρώτο μέρος του αφιερώματός μας στην επαναφορά της ρωσικής απολυταρχίας είχαμε μια πρώτη επαφή με το έργο του Αλεξάνδρου Γ΄ του Ειρηνοποιού. Τώρα θα δούμε τις προσπάθειες του γιου του, Νικολάου Β΄, να συμβαδίσει με τις οικονομικές και κοινωνικές αλλαγές που λάμβαναν χώρα στο βασίλειό του.
Ο Νικόλαος Β΄ ήταν ο μεγαλύτερος γιος του Αλεξάνδρου Γ΄ και της Μαρίας Φιόντροβνα. Διαδέχθηκε τον πατέρα του το 1894 και παρέμεινε Αυτοκράτωρ μέχρι την αναγκαστική παραίτησή του το 1917. Είχε να επιδείξει πολλές ανθρώπινες αρετές, όπως ευγένεια, ειλικρίνεια, μετριοπάθεια, λιτότητα και αφοσίωση στην οικογένειά του. Μάλιστα, σύμφωνα με τον Σεργκέι Βίττε -Υπουργό Οικονομικών από το 1892 ως το 1903, στενό συνεργάτη του Αλεξάνδρου Γ΄ και πρωτεργάτη της επέκτασης του ρωσικού σιδηροδρομικού δικτύου- σε ό,τι αφορά την ταχύτητα αντίληψης και την ευκολία μάθησης υπερτερούσε του πατρός του.
Αλλά μέχρι το θάνατο του πατέρα του δεν είχε ολοκληρώσει την εκπαίδευσή του: ο ίδιος δεν έδειξε ποτέ ιδιαίτερο ενδιαφέρον για τις κρατικές υποθέσεις, ενώ ο Αλέξανδρος, περιμένοντας ότι θα ζούσε μια μακρά ζωή, δεν έσπευσε να επιταχύνει τις προετοιμασίες για τη διαδοχή. Επιπλέον, ο Αλέξανδρος έτρεφε αμφιβολίες σχετικά με τη δύναμη θελήσεως του γιου του και κατά συνέπεια την ικανότητά του να διοικεί μια τόσο οπισθοδρομική και αχανή αυτοκρατορία, σαν τη Ρωσία.
Πράγματι, ο Νικόλαος ποτέ του δεν έμαθε να εμπιστεύεται την κρίση του ούτε μπόρεσε να κερδίσει τις εντυπώσεις με τη φυσική του παρουσία. Επιπλέον, ήταν επιρρεπής σε οικογενειακές παρεμβάσεις στην πολιτική του. Για παράδειγμα, ήταν ο ξάδελφός του, Κάιζερ Γουλιέλμος Β΄, που τον ενθάρρυνε σε ενίσχυση της ρωσικής επέκτασης στην Άπω Ανατολή και άρνηση συμβιβασμού με την Ιαπωνία. Ακόμα δεν διέθετε όραμα, αδυνατούσε να δώσει στους υπουργούς του σαφείς κατευθυντήριες γραμμές και έβλεπε τους ικανούς και δραστήριους υφισταμένους του, σαν τον Σεργκέι Βίττε, με καχυποψία. Τέλος, δεν λάμβανε υπόψη του την κοινή γνώμη ως σημαντική.
Ο γάμος του με μια πριγκίπισσα γερμανικής καταγωγής, την κατοπινή αυτοκράτειρα Αλεξάνδρα, δεν άφησε και τις καλύτερες εντυπώσεις, καθώς η νέα τσαρίνα αποδείχθηκε αδιάφορη για την κοινή γνώμη, εσωστρεφής, αντιδραστική, ακόμα και υστερική, ενώ ως το κυρίαρχο άτομο στη σχέση της με το Νικόλαο ενίσχυε τις απολυταρχικές του τάσεις.
Υποκινούμενος από την προσωπική του απέχθεια για τους Ιάπωνες, υποτίμησε τις ένοπλες δυνάμεις τους και υπερτίμησε τις αντίστοιχες ρωσικές, αρνήθηκε το συμβιβασμό μαζί τους, προκαλώντας έτσι τον Ρωσοϊαπωνικό πόλεμο και μια εξευτελιστική ήττα για τη Ρωσία. Η Ρωσία έχασε περίπου 125.000 άνδρες, 2 στόλους, γύρω στα 2,6 δισεκατομμύρια ρούβλια και το κύρος της ως μεγάλη δύναμη (βλέπε εδώ για περισσότερες πληροφορίες σχετικά με το υπόβαθρο και τις συνέπειες του Ρωσοϊαπωνικού πολέμου).
Με αφορμή τις απανωτές ήττες ξέσπασε επανάσταση με αιτήματα τη βελτίωση των συνθηκών διαβίωσης και εργασίας στις πόλεις, αλλά και φιλελευθεροποίηση. Ο Νικόλαος, υποκινούμενος από τη σύζυγό του, απάντησε με σκληρότητα και διέταξε πυρ εναντίον μιας ειρηνικής πορείας διαμαρτυρίας έξω από τα χειμερινά ανάκτορα.
Οι μαζικές απεργίες και οι εντάσεις που ακολούθησαν τον ανάγκασαν να ακούσει τις προτάσεις του Βίττε και να εκδώσει το Οκτωβριανό Μανιφέστο, με το οποίο υποσχόταν ότι θα συγκροτούσε Δούμα (Κοινοβούλιο) και χάρτη δικαιωμάτων. Όμως διατήρησε όλες τις βασικές εξουσίες στο πρόσωπό του: ως ο ανώτατος κληρονομικός άρχων είχε το δικαίωμα να κηρύττει πόλεμο και να διαπραγματεύεται ειρήνη, ενώ πάνω από τη Δούμα θα λειτουργούσε ένα Κρατικό Συμβούλιο του οποίου πάνω απ’ τα μισά μέλη θα διορίζονταν προσωπικά από τον Νικόλαο και θα είχε τη δυνατότητα να ασκήσει βέτο. Μάλιστα διέλυσε τη Δούμα 2 φορές: μια το 1906 και μια το 1907.
Πρωθυπουργός διορίστηκε το 1906 ο Πιοτρ Στολίπιν, που προσπάθησε να καταπνίξει με σκληρότητα τις αντικαθεστωτικές κινήσεις (οι εξέδρες της κρεμάλας ονομάστηκαν «γραβάτες του Στολίπιν»), αλλά και να εξασφαλίσει την ηρεμία και την αφοσίωση της αγροτικής τάξης, καθιστώντας την οικονομικά αυτάρκη. Το δυτικότροπο πρόγραμμά του όμως προκάλεσε την δυσμένεια του Νικολάου και των πλούσιων ευγενών. Μέχρι το 1911 ο Στολίπιν έγινε μια απομονωμένη φιγούρα και την ίδια χρονιά δολοφονήθηκε. Μαζί του πέθανε και η τελευταία προσπάθεια της Ρωσίας για ειρηνικό εκσυγχρονισμό.
Με τη συντριβή των ρωσικών επιδιώξεων στην Άπω Ανατολή και με τη συνέχιση της επέκτασης στην κεντρική Ασία αδύνατη, λόγω της βρετανικής παρουσίας, ο Νικόλαος προώθησε την πολιτική στα Βαλκάνια, εναγκαλίζοντας το κίνημα του Πανσλαβισμού, προκειμένου να αυξήσει τη δημοτικότητά του, μια κίνηση που φάνηκε πολλά υποσχόμενη μετά την επιτυχή έκβαση των Βαλκανικών Πολέμων (η συγκρότηση του Βαλκανικού Συνασπισμού έγινε με τις οδηγίες της Ρωσίας). Η υποστήριξη όμως που έδωσε στη Σερβία εναντίον της Αυστροουγγαρίας έφερε τη Ρωσία αντιμέτωπη τόσο με τους Αψβούργους όσο και με τους Χοεντσόλερν (η Γερμανία και η Αυστροουγγαρία ήταν σύμμαχοι από το Σεπτέμβριο του 1879). Συνέπεια αυτής της πολιτικής ήταν η έκρηξη του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.
Τις αρχικές επιτυχίες της Ρωσίας ακολούθησαν διαρκείς ήττες που έδειξαν τη στρατιωτική ανεπάρκεια της Ρωσίας, μια ανεπάρκεια που επιδεινώθηκε με την απόφαση του Νικολάου να αναλάβει προσωπικά την αρχιστρατηγία το 1915. Όχι μόνο ήταν ακατάλληλος για μια τέτοια θέση, λόγω απειρίας, αλλά δεν ήταν ικανός να λειτουργήσει ούτε ως σύμβολο ελπίδας. Δεν ήξερε καν τι να πει στους στρατιώτες για να ανυψώσει το ηθικό τους.
Ο λαός αρνήθηκε να υποστηρίξει ένα καθεστώς που χρηματοδοτούσε, μέσω αύξησης φόρων, κυκλοφορίας χρήματος και υπέρμετρου δανεισμού, ήττες. Στις 25 Φεβρουαρίου του 1917, όταν πληροφορήθηκε νέες ταραχές στην πρωτεύουσα, ο Νικόλαος διέταξε τον αυτοκρατορικό στρατό να αποκαταστήσει την τάξη στην πρωτεύουσα και διέλυσε για τρίτη φορά τη Δούμα.
Δύο μέρες αργότερα η κυβέρνηση είχε χάσει τον έλεγχο της πόλης και οι στρατηγοί, που ήταν η τελευταία ελπίδα του τσάρου, ήταν πεπεισμένοι πως μόνο η παραίτηση του Νικολάου θα μπορούσε να αποτρέψει την πλήρη αναρχία. Ακόμα και ο στρατός απέσυρε έτσι την υποστήριξή του από τη δυναστεία. Στις 2 Μαρτίου του 1917 ο Νικόλαος παραιτήθηκε και 17 Ιουλίου του 1918 η πρώην αυτοκρατορική οικογένεια εκτελέστηκε από τους Μπολσεβίκους.
Αυτά τα γεγονότα δείχνουν τον πολιτικό αναβρασμό που επικρατούσε στη Ρωσία τα τελευταία 36 χρόνια της μοναρχίας. Τόσο ο Αλέξανδρος Γ΄ όσο και ο Νικόλαος Β΄ παρά τις οπισθοδρομικές έως και αντιδραστικές πεποιθήσεις τους προσπάθησαν να ισχυροποιήσουν την πατρίδα τους όσο μπορούσαν. Όμως η ύπαρξη ενός ηγεμόνα που απλώς ακολούθησε μια ήδη διαμορφωθείσα πεπατημένη και αρνήθηκε να συνεχίσει την μεταρρυθμιστική πορεία διασταυρώθηκε με τις επιπόλαιες αποφάσεις του και μαζί διαμόρφωσαν τις κατάλληλες συνθήκες «θερμοκρασίας και πιέσεως» για να οδηγήσουν στην πτώση του τσαρικού καθεστώτος.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- E.M. Burns: Ευρωπαϊκή ιστορία Ο δυτικός πολιτισμός: Νεώτεροι χρόνοι: σελίδες 773-776, 778-782, 818-820 και 852
- Riasanovsky: A history of Russia σελίδες 433-439, 441-447, 451-453
- David Warnes: Chronic of the Russian Tsars: σελίδες 188-212
- Ζαχαρίας Τσιρπανλής: Η Ευρώπη και ο κόσμος. 1814-1914: σελίδα 346-351
- Θα ήθελα να αποδώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας, Αθανάσιο Σφήκα, για τις πληροφορίες που άντλησα από τις διαλέξεις που έδωσε στις 9 και 16 Οκτωβρίου του 2019 με θέμα την πτώση του τσαρικού καθεστώτος και την άνοδο των Μπολσεβίκων στο πλαίσιο του μαθήματος-ειδίκευσης στον 20ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.
- Θα ήθελα να αποδώσω ιδιαίτερες ευχαριστίες στον καθηγητή Νεότερης και Σύγχρονης Ιστορίας, Λαογραφίας και Κοινωνικής Ανθρωπολογίας Ιωάννη Μουρέλο, για τις πληροφορίες που άντλησα από τις διαλέξεις που έδωσε στις 24 Φεβρουαρίου, τις 30 Μαρτίου και τις 14 Απριλίου του 2020 με θέμα τα κύρια σημεία πολιτικής του Αλεξάνδρου Γ΄ στο πλαίσιο του μαθήματος ειδίκευσης στον 19ο αιώνα της Ευρωπαϊκής Ιστορίας.