11.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΟ τελευταίος στρατός της Πόλης…

Ο τελευταίος στρατός της Πόλης…


Του Νίκου Μελιτσιώτη,

Απρίλιος, 1453. Οι δυνάμεις των Οθωμανών Τούρκων, διοικούμενες από τον ίδιο τον φιλόδοξο Σουλτάνο τους, Μωάμεθ Β΄, ξεκινούν την πολιορκία της Κωνσταντινούπολης, της βασιλίδας των πόλεων. Για το σκοπό αυτό, έχουν προηγηθεί μήνες προετοιμασιών, οι οποίες περιλάμβαναν στρατολόγηση ανδρών από κάθε μέρος της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας -και όχι μόνο-, κατασκευή και επάνδρωση εκατοντάδων πλοίων και, φυσικά, κατασκευή και δοκιμή του μεγάλου κανονιού, της Μπομπάρδας, πατέρας της οποίας είναι ο χριστιανός Ούγγρος μηχανικός, Ουρβανός.

Τα νούμερα του στρατού των Οθωμανών σοκάρουν. Αυτός ο πολυεθνικός στρατός, αποτελούμενος από πεζικό (άτακτοι, αζάπηδες, γενίτσαροι), ιππικό (ακιντζήδες, σπάχηδες) και ατάκτους έφτανε, περίπου, τους 160.000 άνδρες, ενώ το πυροβολικό αριθμούσε 70 κανόνια, ανάμεσα σε αυτά και η Μπομπάρδα. Στον αριθμό των δυνάμεων συμπεριλαμβάνονται και τα μισθοφορικά στρατεύματα. Το ναυτικό τους αριθμούσε περίπου 150 πλοία, με κάποιους μελετητές να ανεβάζουν τον αριθμό σε 400.

Ιππέας της Δυναστείας των Παλαιολόγων

Αυτό το αχανές στράτευμα αντίκρισαν οι υπερασπιστές της Κωνσταντινούπολης, στις 5 Απριλίου 1453. Σε αντίθεση με τους αντιπάλους τους, οι αμυνόμενοι δεν απολάμβαναν τέτοια υπεροχή και υπεροπλία.

Ο βυζαντινός τακτικός στρατός, που βρισκόταν στην Κωνσταντινούπολη τις παραμονές και κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, δεν ξεπερνούσε τους 1.000 με 1.500 άνδρες. Με την στρατολόγηση, που διέταξε ο Κωνσταντίνος Παλαιολόγος, λίγο καιρό πριν την πολιορκία, οι βυζαντινές δυνάμεις ανήλθαν σε 4.773 άνδρες, αριθμός απογοητευτικός μπροστά στην επικείμενη λαίλαπα. Σε αυτούς ήρθαν να προστεθούν περίπου 3.000 εθελοντές, καταγόμενοι από τη Βενετία, τη Γένοβα, την Καταλονία, την Κρήτη και άλλες περιοχές. Από αυτούς, ξεχωρίζει το μισθοφορικό σώμα 700 ανδρών υπό τον Τζιοβάνι Ιουστινιάνι, οι οποίοι προσέφεραν αμισθί τις υπηρεσίες τους, 1.000 Βενετοί υπό τον Βενετό βαΐλο στην Κωνσταντινούπολη, Τζιρόλαμο Μινόττο και ο Καρδινάλιος Ισίδωρος, ο οποίος έφτασε ως απεσταλμένος του πάπα στη Βασιλεύουσα με 200 τοξότες από τη Νάπολι και τη Χίο. Η συνολική δύναμη δεν ξεπερνούσε τους 8.000 άνδρες, με την αναλογία των δύο δυνάμεων να ανέρχεται σε 20 επιτιθέμενους προς 1 αμυνόμενο.

Βυζαντινός πεζός

Αναφορικά με τον στόλο και το πυροβολικό, η κατάσταση ήταν δυσχερέστερη. Από τα 26 πλοία, που βρίσκονταν στον προστατευμένο με αλυσίδα Κεράτιο Κόλπο, μόλις 10 ήταν Βυζαντινά, 5 Βενετικά, 5 Γενοβέζικα, 3 Κρητικά, 1 από την Καταλονία, 1 από την Αγκόνα και 1 από την Προβηγκία. Το πυροβολικό, αν και υπήρχε και ήταν λειτουργικό, ήταν μικρότερου διαμετρήματος και δεν χρησιμοποιήθηκε παρά μόνο τις πρώτες μέρες, καθώς τα εφόδια για αυτό ήταν ελάχιστα, ενώ οι κραδασμοί, που προκαλούνταν πάνω στα κακοσυντηρημένα τείχη, προξενούσαν φθορές σε αυτά.

Αξίζει να αναλυθούν λίγο περισσότερο οι διαστάσεις και η δύναμη πυρός της μπομπάρδας, η οποία, σε μεγάλο βαθμό, έδωσε τη νίκη στον φιλόδοξο και ικανότατο Σουλτάνο. Το κανόνι αυτό είχε μήκος 5 μέτρων και βάρος 18 τόνων. Η διάμετρός του ήταν μεγαλύτερη των 50 εκατοστών, ενώ η οβίδα του ξεπερνούσε σε βάρος τα 220 κιλά, με την απαιτούμενη πυρίτιδα να ξεπερνά τα 100 κιλά. Η βολή του ήταν ικανή να τρυπήσει έναν τοίχο σε απόσταση 600 μέτρων, ενώ, όταν η οβίδα έπεφτε στο έδαφος, άνοιγε κρατήρα 200 μέτρων. Αντίθετα, τα ισχνά κανόνια των αμυνομένων είχαν μήκος μόλις ένα μέτρο και διάμετρο 20 εκατοστά.

Σιφωνάτωρ

Την περίοδο εκείνη, ο βυζαντινός στρατός στηριζόταν στους ιππείς, κατά κύριο λόγο, είτε αυτοί ήταν κατάφρακτοι, δηλαδή με βαριά θωράκιση και οπλισμό, είτε ήταν ιπποτοξότες. Το πεζικό είχε είτε ρόλο φρούρησης (βαρύ πεζικό) είτε ρόλο επικουρικό (ελαφρύ πεζικό). Βέβαια, μετά την αυξανόμενη απαξίωση, που έδειχναν οι αυτοκράτορες στον γηγενή στρατό της αυτοκρατορίας, βασικός πυρήνας του βυζαντινού στρατού της ύστερης περιόδου ήταν οι μισθοφόροι οι οποίοι, αν και εξαιρετικοί μαχητές, κατανάλωναν σημαντικό ποσοστό των πόρων της αυτοκρατορίας. Έτσι, είναι απόλυτα φυσιολογικό, σε συνάρτηση με την ταχύτατη συρρίκνωση των εδαφών της αυτοκρατορίας τα τελευταία έτη και την εξαθλίωση της οικονομίας, να λείπουν εντελώς μισθοφορικές μονάδες από τα τείχη της Πόλης.

Στον τομέα του εξοπλισμού, οι Βυζαντινοί παρουσιάζουν μια μίξη δυτικών, ανατολικών και μεσοβυζαντινών στοιχείων. Οι ιππείς, από τους οποίους, πιθανότατα, θα αποτελείτο ένα μέρος των 1.500 εκπαιδευμένων στρατιωτών της Πόλης, διέθεταν ποιοτική θωράκιση και οπλισμό. Θωρακίζονταν με αλυσιδωτό, κυρίως, θώρακα, είτε μέχρι τη μέση είτε ποδήρη, μακρυμάνικο ή κοντομάνικο και, τις περισσότερες φορές, χωρίς ενσωματωμένη αλυσιδωτή κουκούλα. Πάνω από τον θώρακα αυτό, φορούσαν χοντρό προστατευτικό ύφασμα, το οποίο προστάτευε περισσότερο τον μαχητή από τα χτυπήματα και απέτρεπε την υπερθέρμανση του μετάλλου. Κάποιοι φορούσαν επιπλέον έναν θώρακα, μεταλλικό ή σκληρό δερμάτινο. Το κράνος ήταν κατασκευασμένο είτε με ένα είτε με δύο κομμάτια μετάλλου, με κωνικό ή στρόγγυλο σχήμα, από ένα ή δύο κομμάτια μετάλλου. Γύρω ή κάτω από το κράνος, φορούσαν, ενδεχομένως, αλυσιδωτή κουκούλα. Τα πόδια προστατεύονταν από δερμάτινες μπότες. Η ασπίδα ήταν ξύλινη με έντονη κλίση για εξοστρακισμό βελών, με το σχήμα της να είναι δακρύσχημο, που το κάτω στενό μέρος άφηνε ελευθερία κινήσεων στους ιππείς, ενώ το πάνω πλατύ μέρος κάλυπτε ικανοποιητικά το χέρι και τον ώμο του.

Είναι απαραίτητο, σε αυτό το σημείο, να τονιστεί το γεγονός πως οι ιππείς μάχονταν, κατά τη διάρκεια της πολιορκίας, ως πεζοί, καθώς η χρήση του αλόγου επάνω στα τείχη ήταν απαγορευτική. Πέραν του ότι καταλάμβανε χώρο και οι κινήσεις του ήταν επικίνδυνες για τους αμυνόμενους γύρω του, ήταν εύκολος στόχος για τα εκήβολα όπλα του αντιπάλου, ενώ η αντάρα της μάχης μπορούσε να το αναστατώσει, με αποτέλεσμα είτε να γκρεμιστεί μαζί με τον αναβάτη του από τα τείχη είτε να ποδοπατήσει τους στρατιώτες γύρω του.

Αναφορικά με το πεζικό, αυτό χωρίζεται σε ελαφρύ και βαρύ. Το βαρύ θωρακιζόταν με μακριούς χιτώνες, οι οποίοι έφταναν στο ύψος των γονάτων, με σπάνιες περιπτώσεις να ενισχύονται από τμήματα μετάλλου. Αναφορικά με τους ελαφρούς, σε αυτούς εντάσσονται οι τοξότες και οι βαλλιστροφόροι ή τζαγράτορες και οι ακοντιστές. Αυτοί, στον βυζαντινό στρατό, δεν έφεραν κάποια θωράκιση.

Βυζαντινός πολιτοφύλακας – Τζαγκράτορας

Τα αγχέμαχα όπλα των Βυζαντινών ήταν το ξίφος και η λόγχη. Το ξίφος ήταν είτε ίσιο και στένευε κοντά στην αιχμή, προκειμένου να παραμερίζει τα στρώματα των πλακιδίων ή των κρίκων της θωράκισης, είτε κυρτό. Η ασπίδα των πεζών ήταν στρογγυλή, τετράγωνη και κυρτή ή σε σχήμα χαρταετού (kite shield). Όσον αφορά τα εκήβολα όπλα, πέραν των κανονιών, οι περισσότεροι γνώριζαν τη χρήση του τόξου, ενώ η τζάγρα ή τζάνγκρα (βαλλίστρα) χρησιμοποιείτο, κυρίως, στις πολιορκίες, καθώς ο χρήστης χρειαζόταν όσο το δυνατόν μεγαλύτερη σταθερότητα, ενώ το βάρος της δεν ευνοούσε την κίνηση στο πεδίο της ανοιχτής μάχης. Στα εκήβολα όπλα, που χρησιμοποιήθηκαν, εντάσσονται και οι χειροσίφωνες, οι οποίοι εκτόξευαν υγρό πυρ, το οποίο ήταν σε χρήση μέχρι το τέλος της Αυτοκρατορίας.

Είναι ασφαλές να υποθέσουμε πως, πέραν των εκπαιδευμένων στρατιωτών, ανάλογο οπλισμό θα έλαβαν από τις αυτοκρατορικές αποθήκες όπλων και όσοι από του 50.000 κατοίκους της Κωνσταντινούπολης στρατολογήθηκαν και εκπαιδεύτηκαν μπροστά σε αυτό τον μοιραίο κίνδυνο. Φυσικά, ο οπλισμός για μάχη εκ του συστάδην, πιθανότατα, να παρουσίαζε κάποιες διαφοροποιήσεις, καθώς οι καινοτομίες από τη Δυτική Ευρώπη ήταν πολλές και οι επαφές, ειρηνικές και μη, εξίσου πολυάριθμες.

Κρητικός Τοξότης

Οι εθελοντές, που προσήλθαν σε βοήθεια της Πόλης, δεν είναι γνωστό τι οπλισμό έφεραν. Αν εξαιρέσουμε τις οργανωμένες μονάδες, που προαναφέρθηκαν, οι υπόλοιποι, πιθανότατα, οπλίστηκαν από τα κρατικά οπλοστάσια. Γνωρίζουμε πως στους τοξότες, που έφτασαν υπό τον καρδινάλιο Ισίδωρο, περιλαμβάνονταν και βαλλιστροφόροι, όπως και στους μισθοφόρους του Ιουστινιάνη, οι οποίοι περιγράφονται με πλήρη θωράκιση με κράνος και ελασμάτινη πανοπλία, ενώ τα όπλα τους ήταν το ξίφος, είτε ενός είτε δύο χεριών, και η ασπίδα.

Παρά την ανομοιομορφία, που επικρατούσε στο βυζαντινό στράτευμα, καθ’ όλη τη διάρκεια της πολιορκίας, οι υπερασπιστές αγωνίστηκαν με όλες τους τις δυνάμεις έως την τελευταία στιγμή. Είτε για την διαφύλαξη της πόλης τους, είτε για την υπεράσπιση των εμπορικών τους συμφερόντων, είτε για τη δόξα και τη φήμη, ο τελευταίος στρατός της Πόλης πολέμησε ηρωικά, πέφτοντας, στο μεγαλύτερο μέρος του, την 54η και τελευταία ημέρα της πολιορκίας, στις 29 Μαΐου, ημέρα Τρίτη, του Σωτήριου έτους 1453.


Βιβλιογραφία

  • David Nicolle (2000), Constantinople 1453: The End of Byzantium, Οξφόρδη: Osprey Publishing
  • National Geographic (επιμ. Δρακόπουλος Β., Ευθυμίου Γ.), 1453 Η Άλωση της Πόλης, Αθήνα: Εκδόσεις National Geographic Ελλάδα
  • Ράνσιμαν Στίβεν (2002), Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης 1453, Αθήνα: Εκδόσεις Παπαδήμα
  • Μπελέζος Δ. Σ. (2006), Βυζαντινός Στρατός, Αθήνα: Εκδόσεις Περισκόπιο

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Νίκος Μελιτσιώτης, Σύμβουλος Έκδοσης
Γεννήθηκε το 1997 στην Καλαμάτα και είναι επί πτυχίω φοιτητής στο τμήμα Ιστορίας, Αρχαιολογίας και Διαχείρισης Πολιτισμικών Αγαθών του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου. Συμμετείχε σε αρχαιολογικά και ιστορικά συνέδρια και ημερίδες ως εισηγητής και εθελοντής. Είναι ένθερμος μελετητής της Βυζαντινής Ιστορίας. Ασχολείται με τον παραδοσιακό χορό και τη συλλογή και μελέτη νομισμάτων.