Της Ευτυχίας-Μαρίας Μητροπούλου,
Προσφάτως, το κινεζικό κράτος δε δίστασε να εισέλθει σε κλίμα τεχνολογικού ανταγωνισμού με τις Η..ΠΑ., προκειμένου να περιορίσει τις ευπάθειές του στον τομέα των αλυσίδων εφοδιασμού. Για τον σκοπό αυτό, το Πεκίνο ενθαρρύνει τις τεχνολογικές εταιρίες, προασπίζει την κυβερνο-βιομηχανική κατασκοπεία και σφυρηλατεί εταιρικούς δεσμούς. Αντίβαρο στην παρούσα τακτική συνιστά η -αν μη τι άλλο, επιζήμια- στρατηγική του Αμερικανού Προέδρου, Ντόναλντ Τραμπ, ο οποίος πασχίζει να περιορίσει τη ροή τεχνολογίας προς την Κίνα και να επενδύσει, αντ’ αυτού, σε εγχώρια παραγωγή, ενώ, την ίδια στιγμή, κατευθύνεται προς την αναδιάρθρωση παγκόσμιων αλυσίδων εφοδιασμού. Αδιαμφισβήτητα, ένας τέτοιου είδους τεχνολογικός πόλεμος συνοδεύεται από ανεκτίμητο κόστος, εγείροντας ζητήματα εθνικής ασφάλειας.
Ο αναδυόμενος ανταγωνισμός μεταξύ Η.Π.Α. και Κίνας βρίσκει τις πρώτες σε πλεονεκτική τεχνολογική θέση, έναντι του αισθήματος ανασφάλειας που παράγουν ορισμένες κινεζικές εφαρμογές, σε περιπτώσεις πολιτικών μεταβολών, αλλά και σε συνθήκες εύρεσης εταίρων για συνεργασία. Η ηγετική αυτή θέση της Αμερικής ενισχύεται κυρίως από τη χρηματοδότηση προτεραιότητας και την υιοθέτηση εύστροφων πολιτικών μετανάστευσης από τον Ντόναλντ Τραμπ. Συνεπώς, το Πεκίνο οδεύει προς ένα μέλλον, το οποίο στερείται της τεχνολογικής αρωγής των Η.Π.Α., με τις τελευταίες να επικεντρώνονται στον επαναπατρισμό αλυσίδων εφοδιασμού και την ανανέωση της καινοτομίας του κράτους.
Πρόσφατα, Κινέζοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής προχώρησαν στη λήψη αποτελεσματικών μέτρων, με σκοπό να μετριάσουν την εξάρτηση της χώρας τους από τις Η.Π.Α. στον τομέα των ημιαγωγών, ιδρύοντας ένα ταμείο ημιαγωγών, τον Οκτώβρη του 2019, και εισάγοντας μια σειρά πολιτικών για τη στήριξη της βιομηχανίας τσιπ. Αναμφίβολα, η προσπάθεια ελάττωσης της τεχνολογικής εξάρτησης από το Αμερικανικού κράτους, συμβάλλει στην προώθηση της ευρύτερης οικονομικής κινεζικής ατζέντας. Για τον σκοπό αυτό, μάλιστα, ο Κινέζος Πρόεδρος, Xi Jinping, παρουσίασε έναν νέο κλάδο οικονομικής σκέψης, ο οποίος δίνει προτεραιότητα στην εγχώρια κατανάλωση, τις αγορές και εταιρίες, έχοντας ως γνώμονα τις εξαγωγές, έτσι ώστε να ενδυναμωθεί η τεχνολογική αυτάρκεια του κράτους. Επιπρόσθετα, η κυβέρνηση της Κίνας πασχίζει να κινητοποιήσει ιδιωτικές τεχνολογικές εταιρίες για την ικανοποίηση εθνικών στόχων. Όλα τα παραπάνω, όπως και η διαφοροποίηση των κινεζικών αλυσίδων εφοδιασμού, γίνονται με παράλληλη αποφυγή των κυρώσεων των Η.Π.Α. Στο σημείο αυτό, αξίζει να σημειωθεί ότι το Πεκίνο μπορεί, εν εσχάτη ανάγκη, να προβεί σε αντίποινα εναντίων αμερικανικών τεχνολογικών εταιριών.
Καθίσταται, λοιπόν, σαφές το γεγονός ότι οι χώρες και από τις δύο πλευρές του Ειρηνικού κατευθύνονται προς μια μακροπρόθεσμη τεχνολογική αντιπαλότητα, η οποία απαιτεί την αντιμετώπιση εγχώριων πολιτικών εμποδίων και την άμεση διακομματική υποστήριξη. Την ίδια στιγμή που η κινεζική βιομηχανική πολιτική διαφαίνεται κερδοφόρα, η διοικητική πρακτική του κράτους χαρακτηρίζεται από πλεονασμό και αναποτελεσματικότητα, αδυνατώντας να καλύψει το χάσμα στον τομέα των ημιαγωγών με τις Η.Π.Α. Από την άλλη πλευρά, η Αμερική εξακολουθεί να προασπίζει την ενίσχυση της καινοτομίας, με την εισαγωγή νομοσχεδίων.