16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςLobbying: Απεριόριστο συνταγματικό δικαίωμα ή ένα δικαίωμα που πρέπει να περισταλεί;

Lobbying: Απεριόριστο συνταγματικό δικαίωμα ή ένα δικαίωμα που πρέπει να περισταλεί;


Του Πάνου Παλαιοκαστρίτη,

Το lobbying αποτελεί μια πρακτική, η οποία βρίσκει εφαρμογή εδώ και πολλά χρόνια και συνιστά, μάλλον, έναν αθέατο εξωθεσμικό παράγοντα, που επηρεάζει σημαντικά τη διαδικασία και διαμόρφωση του νομοθετικού έργου των αρμόδιων θεσμικών οργάνων. Ο όρος προέρχεται από τις αίθουσες (lobbies) του αγγλικού κοινοβουλίου, όπου συνέρχονταν τα μέλη του κοινοβουλίου μαζί με τους εκπροσώπους των ευγενών, πριν ξεκινήσουν οι εργασίες της Βουλής. Στις Η.Π.Α., το lobbying υπάρχει ήδη από την ίδρυση της ομοσπονδίας. Ως εκ τούτου, αυτό είχε και σημαντικές επιπτώσεις, που δεν θα μπορούσαν να αφήσουν το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α. (SCOTUS) αδιάφορο.

Τον Ιούνιο του 1954, το SCOTUS εξέδωσε μια απόφαση με σημαντική μεταγενέστερη επιρροή. Στην υπόθεση United States v. Harriss, που ήρθε ενώπιον του Ανωτάτου Δικαστηρίου, στο επίκεντρο βρισκόταν ένας ομοσπονδιακός νόμος με την ονομασία Federal Regulation of Lobbying Act of 1946. Αυτός ο νόμος έθετε, με μια σειρά διατάξεων, ορισμένες υποχρεώσεις, που βάρυναν όσους εμπλέκονταν στην προσπάθεια επιρροής της νομοθεσίας (lobbying). Αυτές οι υποχρεώσεις είχαν ως σκοπό την επίτευξη μιας διαφάνειας σχετικά με όσες δραστηριότητες χαρακτηρίζονταν, μέχρι τότε, ως lobbying. Ο νόμος αυτός είχε ακυρωθεί από περιφερειακό δικαστήριο, μετά από την εφαρμογή του εναντίον μιας εταιρείας, ονόματι National Farm Committee, και στους ιδιώτες  Moore και Harriss, οι οποίοι προσπαθούσαν να επηρεάσουν τη νομοθεσία του Κογκρέσου σχετικά με τις τιμές των γεωργικών προϊόντων. Πιο συγκεκριμένα, επεδίωκαν να αυξηθούν οι τιμές των γεωργικών προϊόντων και υποπροϊόντων και ταυτόχρονα να υπονομευθούν τυχόν νομοθεσίες που θα οδηγούσαν στη μείωση των τιμών αυτών. Οι προαναφερόμενοι διάδικοι είχαν προβάλει ως λόγους ακύρωσης αυτού του νόμου την ασάφεια και την αοριστία του, την παραβίαση της πρώτης τροπολογίας του αμερικανικού Συντάγματος, η οποία προστατεύει την ελευθερία του λόγου, την ελευθερία του τύπου και το δικαίωμα υποβολής αναφορών στην κυβέρνηση και την αντισυνταγματικότητα της επιβολής ποινικών κυρώσεων βασισμένων σε ασαφείς διατάξεις.

Μετά την αποδοχή της αντισυνταγματικότητας του νόμου από το περιφερειακό δικαστήριο, η υπόθεση ήρθε ενώπιον του SCOTUS, το οποίο απέκλινε σημαντικά από την απόφαση του προηγούμενου δικαστηρίου. Το Ανώτατο Δικαστήριο προχώρησε σε μια στενή ερμηνεία των διατάξεων του νόμου και προσέδωσε στο lobbying μια έννοια η οποία ανταποκρινόταν στην «κοινώς παραδεδεγμένη έννοιά του». Πιο συγκεκριμένα, το δικαστήριο, προκειμένου να προσδιορίσει την έννοια και τα άτομα, που συνδέονται με τη δραστηριότητα του lobbying, δανείστηκε σημεία από τις διατάξεις του προσβαλλόμενου νόμου και συμπέρανε ότι αυτός ο νόμος αναφέρεται «σε όποιο πρόσωπο (εκτός από πολιτικές επιτροπές) έχει αιτηθεί, συλλέξει ή έχει λάβει συνεισφορές, με πρωταρχικό σκοπό του ατόμου αυτού, την επιρροή της νομοθεσίας, μέσω της άμεσης επικοινωνίας του με μέλη του Κογκρέσου».

Το Ανώτατο Δικαστήριο, εφαρμόζοντας αυτή την ερμηνεία, θεώρησε ότι ο νόμος αποκτούσε σαφές περιεχόμενο. Επίσης, προσδιόριζε τη βούληση του ομοσπονδιακού νομοθέτη, ο οποίος, κατά το SCOTUS, επιδίωκε έναν ελάχιστο βαθμό διαφάνειας επί των άμεσων προστριβών μεταξύ αφ’ ενός μεν των προσώπων, που ευελπιστούσαν να επηρεάσουν τη νομοθεσία, αφ’ ετέρου δε των μελών του Κογκρέσου και, τέλος, έκρινε πως ο νόμος δεν παραβίαζε την πρώτη τροπολογία. Ειδικότερα, το SCOTUS θεωρούσε ότι αυτός ο νόμος ήταν συνταγματικός, καθώς «δεν απαγόρευε αυτές τις πρακτικές (lobbying). Απλώς παρείχε έναν μικρό αριθμό πληροφοριών σχετικά με εκείνους που προσλαμβάνουν άτομα, προκειμένου να επηρεάσουν τη νομοθεσία ή να μαζέψουν ή να δαπανήσουν λεφτά για τον ίδιο σκοπό. Ο νόμος αυτός θέλει να ξέρει ποιος προσλαμβάνεται, ποιος βάζει το χρήμα και σε τι ποσότητα. Άρα, κάτω από αυτούς τους σκοπούς, δεν είναι αντισυνταγματικό να απαιτείται διαφάνεια για τις δραστηριότητες, που προκύπτουν μέσα από το lobbying. Άρα, δεν προσβάλλεται η πρώτη τροπολογία». Ως προς τον τρίτο λόγο ακυρώσεως, το Ανώτατο Δικαστήριο δεν προχώρησε σε κρίση, καθώς αυτός ασκήθηκε απαράδεκτα από τους διαδίκους.

Σημαντική, ωστόσο, παραμένει και η άποψη της μειοψηφίας του δικαστηρίου στην παραπάνω απόφαση. Πιο συγκεκριμένα, η μειοψηφία δεν πείσθηκε για τη σαφήνεια της ερμηνείας, που έδωσε η πλειοψηφία. Θεώρησε ότι τα άτομα, που ανήκουν στην παραπάνω ερμηνεία του δικαστηρίου, μπορούν να αφορούν πολλές, απροσδιόριστες, εκ των προτέρων, κατηγορίες προσώπων και ότι ο επηρεασμός της νομοθεσίας μπορεί να επιτυγχάνεται με πολλούς τρόπους, επίσης απροσδιόριστους, εκ των προτέρων. Ακόμη, η μειοψηφία κατηγόρησε την πλειοψηφία, που εξέδωσε την απόφαση, ότι ανακατασκεύασε το νόημα των διατάξεων με έναν τρόπο αυθαίρετο. Για παράδειγμα, στις διατάξεις αυτού του νόμου, γίνεται λόγος για «άμεση ή έμμεση επικοινωνία» μεταξύ των μελών του Κογκρέσου και των ατόμων που προσπαθούν να επηρεάσουν τη νομοθεσία. Παρόλα αυτά, η πλειοψηφία αφαίρεσε τη λέξη «έμμεση» και κράτησε μόνο τη λέξη «άμεση», προκειμένου να σώσει τον νόμο. Επιπλέον, θεώρησε (η μειοψηφία) ότι οι λέξεις «πρωταρχικός σκοπός» ερμηνεύτηκαν διασταλτικά από την πλειοψηφία, ώστε να περιλαμβάνουν κάθε συνεισφορά που πραγματοποιείται για τον επηρεασμό της νομοθεσίας. Βασικότερη, όμως, κριτική, αποτέλεσε η παρατήρηση της μειοψηφίας σχετικά με τον ποινικό χαρακτήρα που είχε ο κρινόμενος νόμος. Εφόσον, λοιπόν, ο παραπάνω νόμος περιείχε ποινικές κυρώσεις, ήταν αντισυνταγματικό οι διατάξεις του να παρατίθενται με ασάφεια, σύμφωνα με την άποψη της μειοψηφίας. Αυτό αποτελούσε πρόβλημα, καθώς, αν οι διατάξεις ενός ποινικού κανόνα δεν παρουσιάζονται με σαφήνεια, τα άτομα δεν θα μπορούν να διακρίνουν το εύρος του δικαιώματος που απολαμβάνουν, με αποτέλεσμα το δικαίωμα αυτό να αποδυναμώνεται.

Άλλες κριτικές, που δέχτηκε αυτή η απόφαση (αυτή τη φορά, από εξωδικαστικούς παράγοντες), σχολίαζαν πως η κρίση του δικαστηρίου περιορίστηκε στην εφαρμογή διαφάνειας για όσα άτομα έρχονταν σε άμεση -μόνο- επαφή, μόνο με τα μέλη του Κογκρέσου και όχι με άλλα άτομα, όπως υφιστάμενους υπαλλήλους. Επιπρόσθετα, η απόφαση αυτή περιορίστηκε μόνο στην προσπάθεια επιρροής της νομοθεσίας, σχετικά με τη θέσπιση ή μη κάποιου νόμου, και δεν επεκτάθηκε και σε άλλες δραστηριότητες του Κογκρέσου. Τέλος, η ερμηνεία αυτή περιλαμβάνει άτομα, τα οποία ασχολούνται σχεδόν αποκλειστικά με τη δραστηριότητα του lobbying, αποκλείοντας από την εφαρμογή της άλλα άτομα, που ασχολούνται λιγότερο.

Εν τέλει, το Federal Regulation of Lobbying Act αντικαταστάθηκε από το Lobbying Disclosure Act του 1995. Η προαναλυθείσα δικαστική απόφαση άσκησε σημαντική επιρροή στο περιεχόμενο και τη μορφή του νέου νόμου, ο οποίος εφαρμόζεται μέχρι και σήμερα. Η κρίση του Δικαστηρίου, σχετικά με αυτή την απόφαση, μπορεί να δέχτηκε έντονες κριτικές, παραμένει, όμως, μια βαρύνουσας σημασίας απόφαση. Νομιμοποίησε, σε κάποιο βαθμό, τη διαφάνεια στις πρακτικές του lobbying και θα πρέπει να αντιπαραβάλλεται, μάλλον, με την αμφιλεγόμενου περιεχομένου απόφαση που εξέδωσε το Ανώτατο Δικαστήριο στην υπόθεση Citizens United v. Federal Election Commission (2010).


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Παλαιοκαστρίτης
Παναγιώτης Παλαιοκαστρίτης
Γεννήθηκε το 1992 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Σπουδάζει Νομική στο ΑΠΘ. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά. Έχει έντονο ενδιαφέρον για την Πολιτική Φιλοσοφία, την Ιστορία, την Κοινωνιολογία και τις διεθνείς σχέσεις. Φιλοδοξεί να αποκτήσει ένα μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία. Τέλος, ως χόμπι έχει την ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες.