Της Δέσποινας Βλάχου,
Από το Φεβρουάριο, η Ταϊλάνδη βρίσκεται σε μια μακρά περίοδο κοινωνικής και πολιτικής αναταραχής. Ένα νέο κύμα διαδηλώσεων ξεκίνησε στις αρχές Ιουλίου και συνεχίζεται μέχρι και σήμερα. Χιλιάδες άνθρωποι διαδηλώνουν στην πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης, Bangkok, ζητώντας αλλαγές στο πολιτικό σύστημα της χώρας, συμπεριλαμβανομένου και του ρόλου της μοναρχίας. Η αστυνομία ανέφερε ότι πρόκειται για μια από τις μεγαλύτερες διαμαρτυρίες εδώ και χρόνια, με τουλάχιστον 15.000 συμμετέχοντες. «Ας τελειώσει στη δική μας γενιά», ήταν ένα από τα συνθήματα των διαδηλωτών. Οι αρχές προχώρησαν σε πολλές συλλήψεις, χωρίς, ωστόσο, να υπάρξουν αναφορές βίας. Οι διαδηλώσεις αυτές έρχονται σε μία ιδιαίτερα δύσκολη στιγμή για την κυρίαρχη κυβέρνηση, η οποία έχει να αντιμετωπίσει και το πρόβλημα της αδύναμης οικονομίας μετά τον COVID-19 (το δεύτερο τρίμηνο του έτους, η Ταϊλάνδη είδε τη μεγαλύτερη οικονομική της συρρίκνωση μετά την ασιατική χρηματοπιστωτική κρίση).
Η χώρα βιώνει μία μακρόχρονη περίοδο πολιτικής αστάθειας, εδώ και πολλά χρόνια. Στην Ταϊλάνδη έχουν λάβει χώρα συνολικά 19 απόπειρες πραξικοπήματος, ενώ έχουν ψηφιστεί 20 διαφορετικά Συντάγματα, από την εγκαθίδρυση της Δημοκρατίας, το 1932. Το πιο πρόσφατο πραξικόπημα, το Μάιο του 2014 – ένα σοβαρό πλήγμα για τη δημοκρατία- ήταν, στην πραγματικότητα, ένα σύμπτωμα μακροχρόνιας πάλης, που χρονολογείται από το 2001, στην οποία, πολλές εκλογικές αναμετρήσεις απέτυχαν να μειώσουν τις πολιτικές εντάσεις.
Το νέο κύμα διαδηλώσεων ξεκίνησε τον Φεβρουάριο, αφού το δικαστήριο διέταξε να διαλυθεί ένα νεοσύστατο κόμμα αντιπολίτευσης. Το Future Forward Party (FFP) είχε αποδειχθεί ιδιαίτερα δημοφιλές στους νέους που ψήφιζαν για πρώτη φορά και συγκέντρωσε το τρίτο μεγαλύτερο μερίδιο των κοινοβουλευτικών εδρών στις εκλογές του Μαρτίου 2019, τις οποίες κέρδισε η κατεστημένη στρατιωτική ηγεσία. Οι διαμαρτυρίες συνεχίστηκαν εκ νέου τον Ιούνιο, όταν ο εξέχων ακτιβιστής υπέρ της δημοκρατίας, Wanchalearm Satsaksit, εξαφανίστηκε στην Καμπότζη, όπου ήταν σε εξορία, από το στρατιωτικό πραξικόπημα του 2014. Οι διαδηλωτές κατηγορούν την Ταϊλανδική πολιτεία ότι ενορχήστρωσε την απαγωγή του -κάτι που η αστυνομία και η κυβέρνηση αρνήθηκαν. Από τον Ιούλιο, οι διαδηλωτές ζητούσαν την παραίτηση του πρωθυπουργού, Prayuth Chan-ocha, πρώην αρχηγού του στρατού, ο οποίος ανέλαβε την εξουσία σε πραξικόπημα του 2014 και κέρδισε αμφισβητούμενες εκλογές πέρυσι. Πριν από λίγες μέρες, μάλιστα, οι διαδηλωτές εγκατέστησαν, σε σημείο κοντά στο Βασιλικό Παλάτι, μία πινακίδα που δηλώνει ότι η Ταϊλάνδη “ανήκει στο λαό”, σε μια τολμηρή κίνηση αντίθεσης απέναντι στη μοναρχία.
Οι εκκλήσεις για μεταρρυθμίσεις σχετικά με το πολίτευμα είναι ένα ιδιαίτερα ευαίσθητο θέμα στην Ταϊλάνδη. Ο Βασιλιάς της Ταϊλάνδης είναι τεχνικά συνταγματικό πρόσωπο, αλλά, στην πραγματικότητα, το βασιλικό παλάτι έχει από καιρό διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην κυβέρνηση. Σύμφωνα με τον αυστηρό νόμο της Ταϊλάνδης, εκείνοι που επικρίνουν το αξίωμα του Βασιλιά κινδυνεύουν να καταδικαστούν με μεγάλες ποινές φυλάκισης. Ειδικότερα, το Σύνταγμα αναφέρει ότι: «Κανένα άτομο δε θα κατηγορήσει τον Βασιλιά, για οποιουδήποτε είδους πράξη». Ο ορισμός του τι συνιστά προσβολή της μοναρχίας είναι ασαφής και οι οργανώσεις ανθρωπίνων δικαιωμάτων ισχυρίζονται, ότι ο νόμος έχει χρησιμοποιηθεί συχνά ως πολιτικό εργαλείο για τον περιορισμό της ελεύθερης έκφρασης απόψεων για μεταρρύθμιση και αλλαγή. Παράλληλα, ένα μεγάλο μέρος της Ταϊλανδικής κοινωνίας σέβεται και τιμά τη βασιλική οικογένεια. Οι διαδηλωτές ζητούν την παραίτηση του Πρωθυπουργού, καθώς και αλλαγές στο υπάρχον Σύνταγμα, που υποστηρίζεται από την στρατιωτική κυβέρνηση, με σκοπό τη μείωση της επιρροής του Βασιλιά στα ζητήματα της κυβέρνησης. Ορισμένοι, επίσης, ζητούν μεταρρυθμίσεις που αφορούν στην ισχυρή και πλούσια μοναρχία της χώρας, που βρίσκεται πολύ κοντά στο στρατό και κατηγορείται για παρεμβάσεις στην πολιτική ζωή. Ο Πρωθυπουργός της χώρας, Prayuth Chan-ocha, ανέφερε ότι θα εξετάσει ορισμένα από τα αιτήματα των διαδηλωτών σχετικά με το σύνταγμα, αλλά είπε ότι η μοναρχία δεν πρέπει να επικρίνεται. Από την πλευρά του, το Παλάτι, δεν έχει σχολιάσει τις διαμαρτυρίες και τα αιτήματα για μεταρρύθμιση. Ομάδες για τα ανθρώπινα δικαιώματα υποστηρίζουν ότι οι αρχές προσπαθούν να αναχαιτίσουν τις διαμαρτυρίες, συλλαμβάνοντας διαδηλωτές και παρενοχλώντας τις οικογένειές τους.
Στην πραγματικότητα, η συζήτηση, ακόμη και η μεταρρύθμιση του πολιτεύματος στην Ταϊλάνδη, φαίνεται πιο πιθανή τώρα από ό,τι όλες αυτές τις δεκαετίες. Παρόλα αυτά, η πιθανότητα χρήσης βίας για την καταστολή των διαδηλώσεων είναι, επίσης, μεγάλη. Αξίζει να αναφερθεί ότι, το 2010, σε μία αντίστοιχη περίοδο διαδηλώσεων και κοινωνικών αναταραχών, οι δυνάμεις ασφαλείας χρησιμοποίησαν βία για να καταστείλουν τις αντικυβερνητικές διαδηλώσεις, σκοτώνοντας τουλάχιστον 80 άτομα, ενώ αρκετοί στρατιώτες τραυματίστηκαν θανάσιμα κατά την περίοδο της βίαιης αυτής καταστολής.
Ωστόσο, γιατί οι διαδηλωτές εστιάζουν τώρα στο ζήτημα της μοναρχίας; Αρχικά, υπάρχει μια έντονη αντίθεση μεταξύ του σημερινού βασιλιά, Maha Vajiralongkorn, και του πατέρα του, Bhumibol Adulyadej. Η σχετική έλλειψη δημοτικότητας του Vajiralongkorn, και η απουσία του στο εξωτερικό, για αρκετά μεγάλο χρονικό διάστημα, διευκολύνει τους ακτιβιστές να αμφισβητήσουν τη νομιμότητά του και υπονομεύει τη βασιλική προπαγάνδα. Η δημόσια δυσαρέσκεια αυξάνεται προς το πρόσωπό του, επειδή αυξάνει ολοένα και περισσότερο την επιρροή του σε ζητήματα διακυβέρνησης, καθώς και στρατιωτικά, πολιτικά και οικονομικά ζητήματα. Πριν από τις εκλογές του περασμένου έτους, παρενέβη άμεσα για να αποτρέψει την αδερφή του από την υποψηφιότητα για τον πρωθυπουργικό θώκο και ανάγκασε αλλαγές στο σύνταγμα που σχετίζεται με τις βασιλικές εξουσίες. Είναι σημαντικό να σημειωθεί ότι, πολλοί νεαροί Ταϊλανδοί που συμμετείχαν στις διαδηλώσεις αυτό το καλοκαίρι προέρχονται από τα πιο διάσημα σχολεία της χώρας. Αυτό είναι ένα σημάδι ότι η ελίτ της Ταϊλάνδης, που κάποτε ήταν σε μεγάλο βαθμό υπέρ του στρατού και υποστήριζε, σε μεγάλο βαθμό, τη μοναρχία, εμφανίζει ρωγμές στο εσωτερικό της. Οι νεότεροι ηλικιακά Ταϊλανδοί φαίνεται να επαναστατούν, όχι μόνο εναντίον του πολιτικού συστήματος, αλλά και εναντίον αυτού που θεωρούν ως αναχρονιστική κοινωνία, στην οποία οι απόψεις τους δε γίνονται πλήρως σεβαστές.
Συμπερασματικά, το κίνημα διαμαρτυρίας, σε συνδυασμό με τη σχετική αντιδημοτικότητα του βασιλιά και το γεγονός ότι ορισμένοι από τους διαδηλωτές προέρχονται από οικογένειες-ελίτ, άνοιξαν την πόρτα σε πιο ειλικρινείς συνομιλίες στην Ταϊλάνδη σχετικά με τη μοναρχία.