Της Αρετής Μούστου,
Μέσα σε έναν οποιοδήποτε χώρο εργασίας, συχνά παρουσιάζονται ορισμένες συμπεριφορές από εργοδότη προς εργαζόμενο αλλά και από εργαζόμενο σε εργαζόμενο, οι οποίες μπορεί να θεωρηθούν αντιδεοντολογικές, σεξιστικές, ακόμα και παράνομες. Η περίπτωση της σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας αποτελεί μία από αυτές τις συμπεριφορές.
Τι εννοούμε, όμως, εν γένει με τον όρο «σεξουαλική παρενόχληση»; Με την γενική σημασία του όρου εννοούμε την οποιαδήποτε ανεπιθύμητη, σεξουαλικής φύσεως συμπεριφορά και απαίτηση προς το πρόσωπό μας, συμπεριλαμβανομένων φυσικά, και των λεκτικών συμπεριφορών. Παρενόχληση συμβαίνει κάθε φορά που ένα άτομο σε θέση εξουσίας ασκεί μέσω αυτής, πίεση σε κάποιο άλλο άτομο και προσβάλλει την υπόσταση και την αξιοπρέπειά του, βάζοντας το σε δύσκολη θέση και προκαλώντας του δυσφορία.
Συνήθως, στην σεξουαλική παρενόχληση, το να αποδεχτεί το θύμα τις σεξουαλικές απαιτήσεις του θύτη, θεωρείται όρος και προϋπόθεση για να συνεχίζει το θύμα να εργάζεται. Σε πιο σημαντικό επίπεδο όμως, η αποδοχή ή μη των απαιτήσεων αυτών από το άτομο μπορεί να χρησιμοποιηθεί χειραγωγιστικά καθ’ όλη την εργασιακή του ζωή. Δεν είναι δύσκολο λοιπόν, σε αυτό το σημείο, να καταλάβουμε πως οι παραπάνω συμπεριφορές ασκούν έντονη αρνητική επιρροή στον ψυχισμό του θύματος και κατ’ επέκταση στον τρόπο που αντιλαμβάνεται την εργασιακή του ανέλιξη εντός του οργανισμού που εργάζεται.
Η εξουσιαστική σχέση που δημιουργείται στον εργασιακό χώρο, έχει κατά κύριο λόγο φορά από το ανδρικό προς το γυναικείο φύλο. Ενώ υπάρχουν και άντρες στη θέση του θύματος, ο αριθμός των γυναικών είναι συντριπτικά ανώτερος. Σύμφωνα με έρευνες από το Trades Union Congress το 2016, περισσότερες από τις μισές γυναίκες (52%) και το 63% των γυναικών ηλικίας 18-24 ετών μαρτυρούν ότι έχουν υπάρξει θύματα σεξουαλικής παρενόχλησης στον χώρο εργασίας τους. Η παρούσα μελέτη πήρε ένα μεγάλο δείγμα (1533) βρετανίδων και θεωρήθηκε μία από τις μεγαλύτερες έρευνες που έχουν γίνει πάνω στο συγκεκριμένο θέμα. Στην περίπτωση της Ελλάδας, σύμφωνα με πορίσματα του Έρευνα του ΚΕΘΙ το 2004 -Κέντρο Ερευνών για Θέματα Ισότητας της Ελλάδας- κατέδειξε ότι το 10% των εργαζόμενων γυναικών αναφέρει προσωπική εμπειρία σεξουαλικής παρενόχλησης, ενώ το 30% αυτών γνωρίζει και άλλη συνάδελφο που έχει υποστεί σεξουαλική παρενόχληση (συνήθως καταδεικνύουν κοινό θύτη).
Επιπλέον, θα ήταν αμέλεια να μην δοθεί μια απάντηση στο μύθευμα ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι μια πρακτική που πηγάζει από την απλή σεξουαλική έλξη, την οποία εν έτει 2020, ορισμένοι εξακολουθούν να υποστηρίζουν. Στην πραγματικότητα, η διάκρισή της παρενόχλησης από το φλερτ, είναι ακριβώς η χρήση δύναμης. Ουσιαστικά, απώτερος σκοπός της παρενόχλησης δεν είναι η έλξη της γυναίκας ή η προσέλκυσή της, αλλά μάλλον ο εξαναγκασμός, ο οποίος προκύπτει από την κατανομή ισχύος ανάμεσα στα δύο φύλα.
Σε αυτό το σημείο, καλό θα ήταν να γίνει μια αναφορά στην αντίληψη περί φύλου που υπάρχει γενικά. Η ανθρωπολογία των φύλων, όπως ακριβώς έχει διαμορφωθεί, αναδεικνύει μια σχέση κυριάρχου και κυριαρχούμενου στον εργασιακό χώρο. Ιστορικά, η εργασία θεωρήθηκε περισσότερο ως ένα μέσο ελέγχου της φύσης και κατά συνέπεια, τα φύλα απέκτησαν ρόλους-προϊόντα μιας κοινωνικής κατασκευής. Το υπό συζήτηση θέμα δημιούργησε μία διττή κατάσταση πίεσης για το γυναικείο φύλο ως υποδεέστερο κοινωνικά και ως υποβαθμισμένο εργασιακά. Ακόμα, το φαινόμενο της σεξουαλικής παρενόχλησης παγιώνει μία κοινωνική θέση που έχει φυσικοποιηθεί και σε πολλές περιπτώσεις, έχει οικειοποιηθεί από τα ίδια τα υποκείμενα του γυναικείου φύλου.
Εν συνεχεία, αν οι διακρίσεις λόγω φύλου οδηγούν τις γυναίκες σε χαμηλότερα αμειβόμενες θέσεις, η πρακτική της σεξουαλικής παρενόχλησης είναι ο παράγοντας που τις καθηλώνει εκεί. Οι θύτες κάνουν κάτι πολύ περισσότερο από το να προκαλούν αναστάτωση στις γυναίκες συναδέλφους τους. Προκαλούν φόβο. Ο φόβος αυτός μπορεί να απεικονιστεί κατά κύριο λόγο, στον δισταγμό που νιώθουν οι γυναίκες όταν πρόκειται για την επαγγελματική τους ανέλιξη, καθώς εξουσιάζει το αίσθημα ότι οι ενδεχόμενες εντάσεις που θα έχουν να αντιμετωπίσουν θα είναι πολύ μεγαλύτερες. Η παρενόχληση δημιουργεί κλίμα εκφοβισμού και καταστολής, ενώ την ίδια στιγμή η γυναίκα που γίνεται στόχος σεξουαλικής παρενόχλησης, συχνά, θα βιώσει συμπτώματα θυματοποίησης (όπως ένα θύμα βιασμού), όπως μετατραυματικό στρες, κατάθλιψη ή ακόμα και συναισθηματική απονέκρωση.
Επομένως, το πρόβλημα της παρενόχλησης πρέπει να αποδοθεί στη διάκριση λόγω φύλου. Μόνον έτσι μπορεί να στραφεί η προσοχή στο σημαντικό στοιχείο ότι η σεξουαλική παρενόχληση είναι εμπόδιο στην ίση μεταχείριση ανδρών και γυναικών στον ίδιο εργασιακό χώρο. Η ένταξη των γυναικών στην αγορά εργασίας επί ίσοις όροις, πρέπει να συνδέεται άρρηκτα με τον σεβασμό και την προστασία της ανθρώπινης αξιοπρέπειας. Ο αυτοσεβασμός, εξ ορισμού, είναι η υπερηφάνεια που έχουμε όταν γνωρίζουμε ότι η συμπεριφορά μας είναι αξιοπρεπής. Συνεπώς, όταν κάποιος παρενοχλεί ή κακοποιεί κάποιο άλλο άτομο, όχι μόνο δεν σέβεται το άτομο αυτό, αλλά και τον ίδιο του τον εαυτό – σεβαστείτε τον εαυτό σας σεβόμενοι τους άλλους.