16 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΥπασφάλιση και Yπερασφάλιση της περιουσίας

Υπασφάλιση και Yπερασφάλιση της περιουσίας


Της Χαράς Αναστασιάδου,

Συνάπτοντας μια ασφαλιστική σύμβαση το ενδιαφέρον του συμβαλλομένου εστιάζεται στο να δίνει ως ασφάλιστρο ένα χρηματικό ποσό που να αντιστοιχεί στην αξία της περιουσίας του, για αυτό και ορίζεται μια αξία βάσει της οποίας υπολογίζονται τα ασφάλιστρα. Με άλλα λόγια ο λήπτης της ασφάλισης θέλει να δίνει εύλογο ασφάλιστρο (ως παροχή καταβλητέα σε δόσεις) και έτσι αναζητά μια ασφαλιστική εταιρία που να μην πλουτίζει εις βάρος του. Από την άλλη, ο ασφαλιστής έχοντας υπόψη του την αποζημιωτική αρχή, η οποία συνίσταται στο να αποκαθίσταται η περιουσία που επλήγη και όχι κάτι περαιτέρω, ελέγχει την οικονομική κατάσταση που επικρατεί στην αγορά για να αποτιμηθεί επακριβώς η περιουσία του ενδιαφερόμενου. Εκφάνσεις της αποζημιωτικής αρχής είναι ότι το ασφάλισμα απαγορεύεται να υπερβαίνει το ασφαλιστικό ποσό και την ασφαλιστική ζημία, δηλαδή δεν μπορεί να καλύπτει παρά μόνο γενόμενη ζημία.

Στο παρόν άρθρο το ενδιαφέρον θα επικεντρωθεί στη σχέση του ασφαλίσματος με το ασφαλιστικό ποσό και ειδικότερα αν μεταξύ αυτών των δύο γίνεται να υπερέχει ο ένας ή αν νοείται σχέση πλήρης αντιστοιχίας. Επιπρόσθετα, θα εξεταστεί το τι γίνεται στην περίπτωση που συναφθεί υπασφάλιση ή υπερασφάλιση και επέλθει ολική καταστροφή της περιουσίας (ολική απώλεια). Υπερασφάλιση, όπως ορίζεται στο άρθρο 17 παρ. 2 και 3 του ν.2496/97, υπάρχει όταν η αξία που έχει δηλωθεί στο ασφαλιστικό συμβόλαιο υπερέχει της τελικής αξίας κατά την στιγμή επέλευσης της ασφαλιστικής περίπτωσης. Απεναντίας, υπασφάλιση υπάρχει όταν η δηλωθείσα αξία είναι μικρότερη από την τρέχουσα την στιγμή που επέρχεται η ασφαλιστική περίπτωση  (άρθρο 17 παρ. 1). Ας έχουμε υπόψη μας την περίπτωση που ασφαλίζεται ένα αυτοκίνητο με την αξία του να ανέρχεται σε 20.000€ . Με την πάροδο του χρόνου, η αξία αυτή μειώνεται κάτι που δίνει το δικαίωμα στον αντισυμβαλλόμενο του ασφαλιστή να ζητήσει αναπροσαρμογή του ασφαλίστρου, προκειμένου να είναι σωστά ασφαλισμένος.

Προκειμένου να γίνουν πιο κατανοητά τα ως άνω, θα ήταν χρήσιμο να παρατεθούν δυο παραδείγματα. Πρώτον, η περίπτωση που ασφαλίζεται ένα ακίνητο έχοντας ως αξία 100.000€ και αργότερα δημιουργείται πλησίον του χωματερή, κάτι που επιφέρει μείωση της αξίας της ασφαλισμένης περιουσίας και προκύπτει υπερασφάλιση. Ενώ, αν πλησίον του ακινήτου δημιουργηθεί σταθμός μετρό, η αξία του θα αυξηθεί και θα έχουμε την περίπτωση της υπασφάλισης, για τον λόγο ότι όταν είχε συναφθεί η ασφαλιστική σύμβαση δεν προβλέφθηκε η αύξηση αυτή και ο ενδιαφερόμενος προέβη σε ασφάλιση τμήματος της αξίας της περιουσίας του.

Αν η υπερασφάλιση είναι αρχική, ο ασφαλισμένος βαρύνεται με τα όσα ορίζει το άρθρο 3, δηλαδή οφείλει να ενημερώσει τον ασφαλιστή για το αντικειμενικά ουσιώδες (εδώ, δηλαδή την αξία της περιουσίας του). Όμως, στην περίπτωση που η υπερασφάλιση είναι μεταγενέστερη (επέλθει μετά από μεταβολές στην γύρω περιοχή), κανένα βάρος, βάσει του άρθρου 3, δεν υπάρχει. Αυτό γίνεται, διότι το άρθρο 17 υπερισχύει του άρθρου 3 και η επελθούσα έννομη συνέπεια είναι η ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης.

Στην υπασφάλιση, που ισχύει ο αναλογικός κανόνας, αν σε ακίνητο αξίας 100.000€ δηλωθεί ως ασφαλιστική αξία το ποσό των 80.000€, η σχέση που θα προκύπτει θα είναι 80/100. Άρα, αν επέλθει ζημία 20.000€, ο ασφαλιστής θα οφείλει αποζημίωση ίση με το 80%, δηλαδή το ποσό των 16.000€. Άλλο παράδειγμα αποτελεί η περίπτωση που ασφαλίζεται κάτι για 30.000€, αλλά η πραγματική του αξία είναι 60.000€. Στην συγκεκριμένη περίπτωση, αν επέλθει ζημία 5.000€, ο ασφαλισμένος θα μπορεί να αξιώσει το ήμισυ του χρηματικού ποσού της ζημιάς, δηλαδή τα 2.500€, για τον λόγο ότι ισχύει ο αναλογικός κανόνας και η αποζημίωση από την ασφαλιστική εταιρεία περιορίστηκε στο 50% του κόστους που προκάλεσε η ζημία. Κατά συνέπεια, το υπόλοιπο 50% θα το επωμιστεί ο ίδιος ο ασφαλισμένος ως ασφαλιστής του εαυτού του.

Στο σημείο αυτό αξίζει να τονιστεί ότι τα σχετικά με την υπερασφάλιση είναι ρυθμίσεις αναγκαστικού δικαίου, κάτι που σημαίνει ότι δεν γίνεται τα μέρη να επιλέξουν να υπερασφαλίσουν την περιουσία τους. Στην περίπτωση που γίνει κάτι τέτοιο, η συνέπεια θα είναι ότι θα επέλθει ακυρότητα της ασφαλιστικής σύμβασης, όμως ο ασφαλιστής θα δικαιούται τα δεδουλευμένα ασφάλιστρα με την προϋπόθεση ότι δεν το γνώριζε, γιατί αλλιώς ανέλαβε τον σχετικό κίνδυνο και δεν είναι άξιος προστασίας. Αν μάλιστα αποδείξει δόλο του συμβαλλομένου του, δεν θα καταβάλλει καθόλου ασφάλισμα.

Απεναντίας, τα σχετικά με την υπασφάλιση είναι ρύθμιση ενδοτικού δικαίου, πράγμα που σημαίνει ότι γίνεται οι συμβαλλόμενοι να συμφωνήσουν διαφορετικά και να επιλέξουν την μη εφαρμογή του αναλογικού κανόνα. Ο αναλογικός κανόνας έγκειται στο ότι το ασφάλισμα (ή αλλιώς η ασφαλιστική αποζημίωση) θα ισούται με το ύψος της ζημίας επί το ποσό που τα μέρη όρισαν ως το ανώτατο ύψος της ευθύνης του ασφαλιστή (το λεγόμενο ασφαλιστικό ποσό) διαιρεμένο με την τρέχουσα/τελική αξία κατά τον χρόνο επέλευσης της ζημίας .

Κρίσιμη είναι η περίπτωση όπου επέρχεται ολική καταστροφή της περιουσίας και υπάρχει υπασφάλιση ή υπερασφάλιση. Στη μεν υπασφάλιση, ο ασφαλισμένος θα μπορεί να αξιώσει το ασφαλιστικό ποσό (όλο το ύψος ευθύνης του ασφαλιστή), ενώ στην υπερασφάλιση θα δύναται να ζητήσει απλώς το ύψος της ζημιάς του. Το τελευταίο γίνεται γιατί ο ασφαλισμένος δεν είναι άξιος προστασίας ως προς το ποσό που η ζημία του υπολείπεται της αξίας που έχει η περιουσία του όταν επέρχεται ο κίνδυνος, τον οποίο ήθελε να ασφαλίσει.

Εν κατακλείδι, να σημειωθεί ότι, όταν συνάπτεται οποιαδήποτε σύμβαση, τα μέρη της πρέπει να συμπεριφέρονται καλόπιστα και να δηλώνουν τα όσα γνωρίζουν, γιατί στην αντίθετη περίπτωση θα υιοθετούνταν μια λύση που δεν είναι συμβατή με τα όσα θέλει ο νόμος να ακολουθηθούν. Τόσο ο ασφαλιστής , όσο και ο ασφαλισμένος οφείλουν να πληροφορούν ο ένας τον άλλον για τα σχετικά με την σφαίρα κινδύνων τους. Με άλλα λόγια, ο ασφαλιστής να ενημερώνει τον ασφαλισμένο για την κατάσταση που επικρατεί στην οικονομική ζωή της χώρας και ο ασφαλισμένος να δηλώνει στον ασφαλιστή την αληθινή αξία της περιουσίας του.


Πηγές 

Χαρά Αναστασιάδου

Γεννήθηκε το 2000 στην πόλη της Καστοριάς, όπου διέμενε μέχρι να μετακομίσει στην Αθήνα για σπουδές. Διανύει το τρίτο έτος των σπουδών της στο τμήμα της Νομικής και ο τομέας δικαίου που την ενδιαφέρει περισσότερο, είναι αυτός του Ιδιωτικού Δικαίου. Από μικρή ηλικία , ασχολείται με τον αθλητισμό και ειδικότερα με την κωπηλασία. Της αρέσει να ταξιδεύει, να κάνει νέα πράγματα και να κυνηγά τα όνειρά της.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Χαρά Αναστασιάδου
Χαρά Αναστασιάδου
Γεννήθηκε το 2000 στην πόλη της Καστοριάς, όπου διέμενε μέχρι να μετακομίσει στην Αθήνα για σπουδές. Διανύει το τρίτο έτος των σπουδών της στο τμήμα της Νομικής και ο τομέας δικαίου που την ενδιαφέρει περισσότερο, είναι αυτός του Ιδιωτικού Δικαίου. Από μικρή ηλικία , ασχολείται με τον αθλητισμό και ειδικότερα με την κωπηλασία. Της αρέσει να ταξιδεύει, να κάνει νέα πράγματα και να κυνηγά τα όνειρά της.