Της Θεοδώρας Κρέπη,
Θεωρείται από ουκ ολίγους κριτικούς ένα φαινόμενο της αναγεννησιακής τέχνης, προάγγελος της τέχνης του 20ου αιώνα, και πρόδρομος μοντέρνων ζωγραφικών κινημάτων, όπως ο εξπρεσιονισμός και ο κυβισμός. Κατάφερε να συνδυάσει με έναν τρόπο μοναδικό τη βυζαντινή ζωγραφική παράδοση με τη δυτική τεχνοτροπία και να δημιουργήσει έργα, όχι μόνο αναγνωρίσιμα ακόμα και από τους μη ειδικούς, αλλά και διαχρονικά. Μπορεί να παραγκωνίστηκε στο παρελθόν, σήμερα όμως το ενδιαφέρον τόσο για τον ίδιο τον El Greco όσο και για τα έργα του είναι αυξημένο.
Ο Δομήνικος Θεοτοκόπουλος, γνωστός με το παρωνύμιο «El Greco» (=ο Έλληνας), γεννήθηκε στον Χάνδακα (σημερινό Ηράκλειο Κρήτης) το 1541, όταν η Κρήτη βρισκόταν υπό ενετική κατοχή. Η οικογένειά του ήταν μάλλον εύπορη, καθώς ο πατέρας του, Γεώργιος Θεοτοκόπουλος, ήταν έμπορος και φοροεισπράκτορας. Έλαβε εκπαίδευση αγιογράφου και δραστηριοποιήθηκε στον Χάνδακα, που εκείνη την εποχή αποτελούσε ένα σημαντικότατο πνευματικό κέντρο. Εκεί δρούσαν περίπου 200 ζωγράφοι, οργανωμένοι σε συντεχνίες. Ο Θεοτοκόπουλος ακολούθησε τη γραμμή της επικρατούσας εκείνη την εποχή «Κρητικής σχολής», μιας τεχνοτροπίας βασικά βυζαντινής, με δυτικές επιδράσεις. Δέχτηκε επιρροή από τα αριστουργήματα σπουδαίων Ευρωπαίων ζωγράφων της εποχής, καθώς τα σημαντικότερα έργα τους κυκλοφορούσαν ευρέως. Από το 1563 εξασκούσε και επίσημα το επάγγελμα του ζωγράφου, ενώ σε ένα δημόσιο έγγραφο της εποχής ονομάζεται «Maestro Domenigo», δηλαδή δάσκαλος.
Το 1567 τον βρίσκουμε στη Βενετία, αν και η ακριβής χρονολογία άφιξής του εκεί είναι άγνωστη. Έμεινε πάντως ως το 1570 και δέχτηκε την επίδραση μεγάλων καλλιτεχνών της εποχής, όπως ο Τιντορέτο και ο Τιτσιάνο (ο οποίος ήταν και δάσκαλός του). Επόμενος σταθμός του ήταν η Ρώμη. Εκεί ο κροατικής καταγωγής ζωγράφος Τζούλιο Κλόβιο, τον συνέστησε στον προστάτη του, καρδινάλιο Αλεσάντρο Φαρνέζε. Προφανώς εκεί ο ανταγωνισμός ήταν μεγάλος, πάντως ο Θεοτοκόπουλος ήρθε σε επαφή με πολλούς καλλιτέχνες και λογίους και επηρεάστηκε από τους σύγχρονούς του μεγάλους ζωγράφους, όπως τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Ραφαήλ.
Το 1576/7 έφυγε για την Ισπανία, η οποία, υπό τον προστάτη των τεχνών βασιλιά Φίλιππο Β΄, αποτελούσε ένα περιβάλλον ευνοϊκό για τους καλλιτέχνες. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τη Μαδρίτη, όπου και προσπάθησε να ενταχθεί στη βασιλική αυλή, εγκαταστάθηκε στο Τολέδο. Σε αυτή την πόλη, στην οποία έμεινε ως τον θάνατό του, έμελλε να δημιουργήσει τα διασημότερα έργα του, να καταξιωθεί και να διακριθεί. Τον κύκλο του αποτελούσαν σημαντικοί λόγιοι και άνθρωποι της Εκκλησίας, καθώς το Τολέδο ήταν η θρησκευτική πρωτεύουσα της Ισπανίας. Εκείνη την εποχή το Τολέδο δεν βρισκόταν στη μεγάλη ακμή του, παρόλα αυτά ήταν μια πόλη με ένδοξο παρελθόν που έχαιρε σεβασμού και θαυμασμού και διέθετε μια πλούσια αριστοκρατία, που θα μπορούσε να αποτελέσει την πελατεία του El Greco. Παράλληλα, η κλασική παιδεία που είχε λάβει ήδη από τα νεανικά του χρόνια στον Χάνδακα, καθώς και τα φιλοσοφικά του ενδιαφέρονται και η, σύμφωνα με αρκετές πηγές, πλούσια βιβλιοθήκη του, τον καθιστούσαν ιδιαίτερα αγαπητό και ενδιαφέροντα συνομιλητή για τους Ισπανούς λογίους.
Η ζωγραφική του έχει δεχτεί επιδράσεις τόσο από τη βυζαντινή τέχνη όσο και την ιταλική ζωγραφική, ωστόσο κατάφερε να αναπτύξει ένα «προσωπικό στιλ» με ιδιαίτερα χαρακτηριστικά: Ψηλόλιγνες φιγούρες με στενόμακρα πρόσωπα, έντονες σκιές, εκφραστικά πρόσωπα, πλούσια πτυχολογία. Τα έργα του καταφέρνουν να διεγείρουν συναισθηματικά τον θεατή, να τον κάνουν να συμμετάσχει νοερά στη σκηνή που διαδραματίζεται. Τα θέματα των έργων του τα αντλεί κατά κύριο λόγο από τον χώρο της θρησκείας (π.χ. στιγμιότυπα από τη ζωή και τα πάθη του Χριστού, επεισόδια από τη Βίβλο και τους βίους αγίων), δεν λείπουν όμως (αν και είναι σπανιότερα) τα τοπία της Ισπανίας και τα πορτρέτα.
Για την προσωπική του ζωή δεν γνωρίζουμε πολλά. Ούτε καν το θρήσκευμά του δεν είναι γνωστό. Στη διαθήκη του αναγράφεται ότι είχε ασπαστεί τον καθολικισμό, ωστόσο είναι πιθανόν αυτή να συντάχθηκε υπό την «επιτήρηση» της Ιεράς Εξέτασης. Οι γονείς του πάντως ήταν κατά πάσα πιθανότητα ορθόδοξοι. Γνωρίζουμε το όνομα της Ισπανής συντρόφου του και μητέρας του μοναχογιού του, Χερόνιμα ντε λας Κουέβας, ωστόσο είναι αμφίβολο το αν παντρεύτηκαν ποτέ.
Ο El Greco πέθανε στο Τολέδο στις 7 Απριλίου 1614. Λίγο πριν τον θάνατό του ο γιος του, Jorge Manuel (Γεώργιος Εμμανουήλ), ο οποίος έμελλε να κληρονομήσει το εργαστήριο του πατέρα του και να ακολουθήσει τα βήματά του, κατάρτισε έναν κατάλογο με τα έργα του. Εκεί απαριθμούνται 143 πίνακες, και εκτός αυτών, γλυπτικά προπλάσματα, σχέδια και χαρακτικά.
Μετά τον θάνατό του η τέχνη του El Greco, παρόλο που δεν βρήκε πολλούς συνεχιστές, άσκησε επιρροή. Αρχικά, θεωρήθηκε απλά ως ένας καλλιτέχνης που επηρεάστηκε από την ιταλική αναγέννηση, αν και του αναγνωρίστηκαν κάποια πρωτοποριακά χαρακτηριστικά. Κατά τους 16ο αι 17ο αιώνες, τα έργα του χαρακτηρίζονταν, τόσο από το κοινό όσο και από τους κριτικούς, ιδιαίτερα εκκεντρικά και θεωρήθηκαν αποτελέσματα της «τρέλας» του. Μόνο κατά τον 19ο αιώνα, την εποχή του Ρομαντισμού, εκτιμήθηκε πραγματικά τα έργο του. Μετέπειτα, σημαντικοί καλλιτέχνες, όπως ο Σεζάν και ο Πικάσο, δέχτηκαν επιδράσεις από το έργο του El Greco, καθιστώντας τον, κατά κάποιον τρόπο, πρόδρομο της σύγχρονης τέχνης.
Βιβλιογραφία
- Λαμπράκη–Πλάκα, Μ., El Greco: Ο Έλληνας, Εκδόσεις Καστανιώτη, Αθήνα: 1999, σ. 16-37
- Δομήνικος Θεοτοκόπουλος: Τεκμήρια για τη ζωή και το έργο του, επιμ. Νίκου Χατζηνικολάου, Πανεπιστημιακές Εκδόσεις Κρήτης, Ρέθυμνο: 1990
- Μεγάλοι Έλληνες ζωγράφοι – τα αριστουργήματα: El Greco, επιμ. Χάρη Καμπουρίδη, Ειδικές Εκδόσεις Τέσσερα Πι, 2009, σ. 8-15