Της Εύας Μόσχου,
“A visit to a museum is a search for beauty, truth, and meaning in our lives. Go to museums as often as you can”
– Maira Kalman
Η ηθική μπορεί να επεξηγηθεί ως ο συνεχής διάλογος μεταξύ του μουσείου και της κοινωνίας. Το ενδιαφέρον στρέφεται στη γόνιμη ανταλλαγή απόψεων, πάνω στις οποίες επρόκειτο να στηριχθεί η λειτουργία του οργανισμού. Η αλληλεπίδραση των δύο είναι απαραίτητη, προκειμένου το μουσείο να επιτύχει το σκοπό της ίδρυσής του. Τα μουσεία δρουν ως θεματοφύλακες της ιστορίας, συνδέουν το παρελθόν με το παρόν και το μέλλον, επομένως η ηθική πολιτική τους συνιστά την έμπρακτη απόδειξη της εκπλήρωσης των ευθυνών τους. Η αποτυχία ανταπόκρισής τους στις απαιτήσεις του δημοσίου συμφέροντος, διαρρηγνύει αυτομάτως την εμπιστοσύνη του κοινού.
Πώς προέκυψε η ανάγκη για την εξέταση ζητημάτων ηθικής;
Εύλογα μπορούμε να συσχετίσουμε την ανάπτυξη του αντικειμένου της μουσειακής ηθικής, τον 20ο αιώνα, με την εξέλιξη του ανθρώπινου είδους. Οι αρχέγονες κοινωνίες ζούσαν στις λεγόμενες «πρωτογενείς ομάδες», οπότε και τα δεοντολογικά τους πρότυπα εξελίχθηκαν στη βάση κοινών συμφερόντων. Η επαφή των ανθρώπων ήταν προσωπική, εν αντιθέσει με τις σύγχρονες κοινωνίες, οι οποίες λειτουργούν με «δευτερεύουσες ομάδες». Όταν υπήρχε λιγότερη εξάρτηση από άλλους και οι περισσότεροι ήταν αυτοσυντηρούμενοι, οι προσδοκίες κοινωνικής ευθύνης ήταν μειωμένες. Καθώς οι απαιτήσεις αυξήθηκαν, αναλογικά αυξήθηκε ο βαθμός εξειδίκευσης κι ο κίνδυνος κατάχρησης. Όσο μεγαλύτερος ο καταμερισμός των εργασιών τόσο μεγαλύτερη και η πιθανότητα απόκλισης από τον στόχο, με σκοπό την εξυπηρέτηση προσωπικών συμφερόντων. Λόγω αυτής της συνεχούς κατάστασης προέκυψε η ανάγκη για τη θέσπιση κατευθυντήριων γραμμών, εντός των μουσείων, όπως θα δούμε παρακάτω. Φυσικά, τo μουσείο ως ζωντανή κοινότητα διέπεται από νόμους, όπως ακριβώς και η κοινωνία.
Καθώς άλλαξε η πολιτική φύση του κόσμου, ειδικά κατά τον 20ο αιώνα, άλλαξε και η σημασία των μουσείων ως θεσμών κοινωνικής και πολιτιστικής ταυτότητας. Οι εξελίξεις προβλημάτισαν το μουσειακό περιβάλλον, το οποίο στο εξής άρχισε να δίνει μεγαλύτερη έμφαση στα ηθικά ζητήματα. Η ανάγκη των ανθρώπων για ελευθερία και για τη διεκδίκηση των δικαιωμάτων τους, ευαισθητοποίησε την παγκόσμια κοινότητα.
Τα συμφέροντα συγκρούονται
Βέβαια, η ενασχόληση με την ηθική, δεν σημαίνει απλώς τον διαχωρισμό του σωστού από το λάθος. Ενέχει πολυπλοκότητα, καθώς σε κάθε δίλημμα που τίθεται, πρέπει να λαμβάνονται υπόψιν οι «ανταγωνιστικές ωφέλειες». Τί σημαίνει βέβαια αυτό; Μιλώντας για «ανταγωνιστικές ωφέλειες», εννοούμε τα συγκρουσιακά συμφέροντα, που προκύπτουν στο μουσειακό περιβάλλον, όπως και σε κάθε ζωντανή κοινότητα ατόμων. Ας δούμε ένα σύντομο παράδειγμα: για ένα μουσείο μπορεί να αποτελεί καινοτομία η παρουσίαση μιας έκθεσης σπάνιων υλικών, όπως για παράδειγμα απομεινάρια δεινοσαύρων, ωστόσο αυτό μπορεί να αποτελέσει αφορμή σύγκρουσης με διάφορες επιστημονικές ομάδες, ειδικά αν είναι άγνωστη η προέλευση των υλικών.
Κώδικες Ηθικής Δεοντολογίας
Επομένως, όπως είπαμε, ο 20ος αιώνας, αποτέλεσε αιώνα αλλαγών για τα μουσεία. Ας δούμε ορισμένες από τις προσπάθειες υιοθεσίας κανονισμών, για την εφαρμογή κανόνων ηθικής δεοντολογίας. Το 1925, η Αμερικανική Ένωση Μουσείων, δημοσίευσε τον πρώτο Κώδικα Επαγγελματικής Δεοντολογίας. Το 1954, υπεγράφη στη Χάγη, Συνθήκη για «την προστασία της πολιτιστικής κληρονομιάς κατά τη διάρκεια ένοπλων συρράξεων». Το 1970 και το 1972, συνήφθησαν δύο Συμβάσεις της UNESCO: η πρώτη «για την προστασία ιστορικών μνημείων προς όφελος της εθνικής ή παγκόσμιας κληρονομιάς» και η δεύτερη «για την παρεμπόδιση της παράνομης εισαγωγής και εξαγωγής και μεταβίβασης κυριότητας των πολιτιστικών αγαθών». Επίσης, το 1986, το Διεθνές Συμβούλιο των Μουσείων (ICOM) ενέκρινε τον δικό του Κώδικα Δεοντολογίας. Το 1995 έγινε δεκτή η Σύμβαση Unidroit, που αφορούσε «τα κλαπέντα ή παρανόμως εξαχθέντα πολιτιστικά αγαθά».
ΙCOM
Ας εξετάσουμε λίγο πιο προσεκτικά τον Κώδικα Δεοντολογίας του ICOM, καθώς σαν οργανισμός συστάθηκε από την UNESCO, το 1946, και ως εκ τούτου αφορά περισσότερο τα ευρωπαϊκά μουσεία. Κύριο μέλημά του είναι η αντιμετώπιση των προβλημάτων των μουσείων, καθώς και η ανάπτυξη του κλάδου της Μουσειολογίας. Μέσα από 8 παραγράφους, παρουσιάζεται η ηθική ευθύνη των μουσείων απέναντι στην κοινωνία, στο πρωτογενές υλικό αλλά και οι υποχρεώσεις των επαγγελματιών του μουσείου.
Γιατί είναι απαραίτητος ένας Κώδικας Ηθικής Δεοντολογίας;
Ο Κώδικας καθορίζει τις κατευθυντήριες γραμμές με στόχο την εξασφάλιση της ηθικής συμπεριφοράς. Επιπλέον, ενισχύει την επαγγελματική ευθύνη, καθώς το προσωπικό οφείλει να μην υποκύπτει σε συμφέροντα, αντίθετα με αυτά που εξυπηρετούν την κοινωνία. Τα μουσεία που υπακούν, διέπονται από αξίες και αλληλεπιδρούν με το κοινό τους, σε ένα κλίμα αμοιβαίας εμπιστοσύνης. Οι Κώδικες μπορεί να μην είναι νόμοι, είναι όμως εκτελεστοί μέσω άσκησης πίεσης. Η απώλεια διαπίστευσης και η απόσχισή από την Ένωση Μουσείων είναι δύο τυπικές κυρώσεις, ενώ η επαγγελματική απομόνωση μπορεί να φέρει αμηχανία και ντροπή σε πιο προσωπικό επίπεδο.
Ένα Παράδειγμα Ηθικής: Το ζήτημα της Μονιμότητας των Συλλογών
Ένα από τα καίρια προβλήματα ηθικής αφορά την απόκτηση και τη διαχείριση συλλογών. Η ιδέα της μονιμότητας αποτελεί «θεμέλιο λίθο» για κάθε συλλογή. Οι Κώδικες Δεοντολογίας προβλέπουν την ύπαρξη καταστατικού, όπου αναγράφεται λεπτομερώς ο σκοπός του μουσείου και άρα η πολιτική πρόσκτησης των συλλογών του. Κάθε μουσείο οφείλει να διασφαλίζει την γνησιότητα των αντικειμένων που αποκτά και να μεριμνά για την σωστή τεκμηρίωση, συντήρηση, έκθεση ή αποθήκευση.
Πριν τη λήψη της απόφασης για την απόκτηση ενός αντικειμένου, επιστήμονες θα πρέπει να εξετάζουν την πιθανότητα άσκοπης απαλλαγής. Η απομάκρυνση ενός μουσειακού αντικειμένου οφείλει να γίνεται με τρόπο νόμιμο και μόνο, εφόσον πράγματι δεν δύναται το μουσείο να το εντάξει ομαλά στις συλλογές του. Αν πράγματι συντρέχει λόγος εκποίησης, δηλαδή αφαίρεσης των αποκτηθέντων, τότε αυτά είτε δίνονται ως δάνειο είτε επιστρέφονται στον δωρητή. Καταστρέφονται σπάνια, εφόσον έχουν αποσυντεθεί και σε δημόσια θέα.
Η εκποίηση ή η πρόσκτηση αντικειμένων συχνά αποτελεί πεδίο διχασμού. Οι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, για παράδειγμα, θεωρούν τις συλλογές ιδιοκτησία τους. Επομένως, έχουν το νόμιμο δικαίωμα να παραχωρήσουν αντικείμενα για την βελτίωση των συλλογών τους. Αντιθέτως, η πολιτική αυτή θεωρείται μη ηθική στη Μεγάλη Βρετανία. Η τακτική των Ηνωμένων Πολιτειών, αν και νόμιμη, προκαλεί αντιδράσεις, καθώς γίνεται χρήση της συλλογής με τη μορφή εμπορεύματος. Η πώληση δε τίτλων ιδιοκτησίας, για την κάλυψη ελλειμάτων, ενέχει κατάχρηση εξουσίας. Φυσικά, υπάρχει και μια μέση εναλλακτική λύση: η «Κινητικότητα των Μουσειακών Συλλογών», δηλαδή η ανταλλαγή συλλογών μέσω περιοδικών εκθέσεων, με στόχο ένα πιο βιώσιμο τρόπο εμπλουτισμού των συλλογών.
Η περίπτωση της Adelaine Milton de Groot
Ας δούμε ενδεικτικά μια περίπτωση απαλλαγής: τη δεκαετία του 1970 η Adelaine Milton de Groot (1876-1967) δώρισε συλλογή πινάκων της στο Μητροπολιτικό Μουσείο Τέχνης της Νέας Υόρκης. Το μουσείο, για την απόκτηση ενός άλλου έργου, προχώρησε στην πώληση ορισμένων εκ των έργων. Στη διαθήκη της, η δωρήτρια, επιθυμούσε η δωρεά της, εφόσον δεν ήταν πλέον επιθυμητή, να δοθεί σε άλλους φορείς. Ωστόσο, ο όρος αυτός δεν είχε αποδοθεί νομικά με τρόπο, ούτως ώστε να μπορεί να καταστεί απαράβατος.
Η περίπτωση του Ιδρύματος Barnes
Το ακριβώς αντίθετο, συνέβη στην περίπτωση του Ιδρύματος Barnes, στην Φιλαδέλφεια των Η.Π.Α. Ο Dr. Αlbert Barnes (1852-1951) έθεσε μεγάλο αριθμό περιορισμών, όσον αφορά τη λειτουργία του οργανισμού. Απαγόρευσε την πώληση των συλλογών Ιμπρεσιονιστικών έργων, όπως επίσης και την δυνατότητα δανεισμού των συλλογών. Οι πολυάριθμοι φραγμοί, οδήγησαν τους μετέπειτα διαχειριστές να προσφύγουν στη δικαιοσύνη για να μπορέσουν να επιφέρουν, εκ νέου, την ομαλότητα στον οργανισμό. Κατόρθωσαν να επιτύχουν τη διατήρηση του δικαιώματος φοροαπαλλαγής, που έχουν τα μουσεία, ανοίγοντας συχνότερα τις πύλες για το κοινό και θέτοντας αντίτιμο για την είσοδο των επισκεπτών.
Εν τέλει, είδαμε ότι οι Κώδικες Δεοντολογίας, αποτελούν μέσον αυτορρύθμισης των μουσειακών οργανισμών. Χωρίς αυτούς, οι διαχειριστές των εκάστοτε φορέων μπορούν, λειτουργώντας αυτόνομα και με αυτοσκοπό το κέρδος, να προξενήσουν βλάβη στον ανέκαθεν ρόλο των μουσείων, που δεν είναι άλλος από την εξυπηρέτηση του κοινού και τη διαφύλαξη του πολιτισμού.
Βιβλιογραφία
- Δερμιτζάκη, Κ., 2003, «Ήθος και Συλλεκτική Πολιτική στον Χώρο των Μουσείων», Το Μουσείο, τ. 3, σ. 4-7.
- Δοξανάκη, Τ., 2003, «Συλλεκτική Πολιτική στον Χώρο των Μουσείων», Το Μουσείο, τ. 3, σ. 8-10.
- Bounia, A., 2014, “Codes of Ethics and Museum Research?”Journal of Conservation and Museum Studies, 12(1): 5, σ. 1-7.
- ICOM, (επιμ.) 2009, Κώδικας Δεοντολογίας του Διεθνούς Συμβουλίου Μουσείων, Ελληνικό Τμήμα, Αθήνα.
- ICOM, (επιμ.) 2014, Βασικές Έννοιες της Μουσειολογίας, Ελληνικό Τμήμα, Αθήνα.
- Macdonald, S., (επιμ.) 2016, Μουσείο και Μουσειακές Σπουδές: Ένας Πλήρης Οδηγός, Εκδόσεις ΠΙΟΠ, Αθήνα.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης. Το 2019 πραγματοποίησε την πρακτική της άσκηση στο Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας Κώστα Κοτσανά, στο Κολωνάκι. Συμμετέχει ενεργά σε σεμινάρια σχετικά με την Τέχνη και τη Μουσειολογία, ενώ επόμενος στόχος της είναι ένα μεταπτυχιακό στον τομέα του Πολιτισμού.