Του Ανδρέα – Άγγελου Σκόνδρα,
«Και εγώ φωτιά θα έβαζα»… αυτή ήταν η δήλωση του ιστορικού και μέλους της Κεντρικής Επιτροπής Ανασυγκρότησης του ΣΥΡΙΖΑ, Αντώνη Λιάκου σχετικά με τα γεγονότα που συνέβησαν στη δομή της Μόριας και που απασχόλησαν την κοινή γνώμη. Για να είμαστε όμως ακριβοδίκαιοι και να μην κρίνουμε με βάση αποσπασματικές φράσεις, ο καθηγητής δήλωσε: «Αν ήμουν 16-17 χρόνων, είχα περάσει από χίλια μύρια κύματα για να φτάσω σε ευρωπαϊκή γη της επαγγελίας και βρισκόμουν στην κόλαση της Μόριας, κι εγώ φωτιά θα έβαζα. Να μην αφήσουμε ανυπεράσπιστους τους Αφγανούς νεαρούς πρόσφυγες. Να οργανώσουμε τη νομική τους υπεράσπιση. Να μην τους εγκαταλείψουμε στα χέρια του Χρυσοχοΐδη. Είναι και δημοκρατικό και ανθρωπιστικό καθήκον».
Η Μόρια είναι μια περιοχή που προφανώς απαιτούσε άμεση και αποτελεσματική εκτόνωση, προκειμένου να μην οδηγηθούμε σε καταστάσεις κοινωνικής εξέγερσης με εμπρησμούς και καταστροφές μέσα στη δομή, κάτι βέβαια το οποίο δεν έγινε από καμία πολιτική πρωτοβουλία. Ο κ. Λιάκος ως προασπιστής των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και με περίσσεια πολιτική φρόνηση έσπευσε να ταχθεί υπέρ της καταστροφής και της αναρχίας που προκλήθηκε στη δομή, δικαιολογώντας εμμέσως τέτοιες ενέργειες και δίνοντας άλλοθι σε ανθρώπους που όχι μόνο έθεσαν σε κίνδυνο τους ίδιους τους τους εαυτούς αλλά παράλληλα εξέθεσαν σε κίνδυνο 30.000 κατοίκους της Λέσβου. Προφανώς μέσα σε όλο αυτό το ανθρωπιστικό παραλήρημα θα ήταν αγένεια να μην εκτοξευθούν και πυρά στον κ. Χρυσοχοΐδη για τη σύλληψη των ενόχων. Η ελληνική πολιτεία οφείλει να αναζητήσει τα πραγματικά κίνητρα αυτού του εμπρησμού, αλλά όταν ένας βουλευτής της Αντιπολίτευσης στηρίζει την καταπάτηση του νόμου και προωθεί την παρανομία τότε η δημοκρατία χωλαίνει. Οι συνθήκες διαβίωσης στη δομή είναι ευθύνη της κυβέρνησης και οποιαδήποτε ευθύνη βαραίνει αποκλειστικά εκείνη. Η λογική της αντεκδίκησης των «16-17 χρονών» Αφγανών με εμπρησμούς και καταστροφή δημόσιας περιουσίας για τις άθλιες συνθήκες διαβίωσης, δεν δίνει και κανένα ελαφρυντικό σε τέτοιες συμπεριφορές.Αντιθέτως, τέτοιες πρακτικές εξοργίζουν την κοινή γνώμη και την καθιστούν ακόμη πιο επιφυλακτική προς τους μετανάστες και τις διαθέσεις τους. Κανείς δεν μπορεί να έρθει πραγματικά στη θέση αυτών των ανθρώπων ή έστω να αισθανθεί τις κακουχίες που έχουν βιώσει. Η οποιαδήποτε λοιπόν τιμωρία επέλθει από το Νόμο, πρέπει να γίνει με γνώση του προφίλ αυτών των ανθρώπων. Η δικαιολόγηση τέτοιων ενεργειών όμως δυσχεραίνει την προσπάθεια της Κυβέρνησης για εκτόνωση των νησιών σε μία διαδικασία που θα έπρεπε να υπάρχει πολιτική σύγκληση. Τα πράγματα όμως δεν σταμάτησαν εκεί, κάτι βέβαια το οποίο θα είχε γίνει αν ο κ. Λιάκος ζητούσε συγνώμη για τις δηλώσεις του. Στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ άναψαν για ακόμη μία φορά οι εσωκομματικές συγκρούσεις με τους αποκαλούμενους 53+ να στηρίζουν τις δηλώσεις του κ. Λιάκου προκαλώντας με αυτό τον τρόπο την σιωπή του αρχηγού της αξιωματικής Αντιπολίτευσης. Ο κ. Μπίστης και ο κ. Φίλης έσπευσαν να δηλώσουν την στήριξη τους στο συνάδελφο κατηγορώντας την κυβέρνηση για παρερμηνεία των απόψεων του. Φαίνεται επομένως, πως τέτοιες απόψεις δεν εκφράζουν αποκλειστικά τον καθηγητή, αλλά αποτελούν μια γενικότερη παραδοχή της προοδευτικής αριστεράς. Μία περίεργη αταξία, όπου ο Νόμος λειτουργεί κατά το δοκούν και υπό προϋποθέσεις.
Το γενικότερο δίδαγμα από αυτά τα πρωτοφανή, αλλά όχι και ξαφνικά γεγονότα, είναι πως το ελληνικό κράτος δεν πρέπει να συγχωρήσει τέτοιες αποκλίνουσες από το Νόμο συμπεριφορές, αλλά παράλληλα οφείλει και να δει το ευρύτερο πλαίσιο μέσα στο οποίο συνέβησαν όσα συνέβησαν. Αναμφίβολα, όμως, οι άσχημες συνθήκες μέσα στις οποίες διαβιούν αυτοί οι άνθρωποι, δεν τους παρέχει και την δυνατότητα να λειτουργούν έξω από τα όρια του Νόμου και εις βάρος των άλλων πολιτών.
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 2001 και είναι προπτυχιακός φοιτητής στο τμήμα Διεθνών, Ευρωπαϊκών και Περιφερειακών σπουδών του Παντείου Πανεπιστημίου. Έχει παρακολουθήσει δεκάδες σεμινάρια, ημερίδες και συνέδρια συναφή με τις σπουδές του. Παράλληλα, έχει συμμετάσχει σε προσομοιώσεις του ΟΗΕ (MUN) και σε κοινωνικές δράσεις. Τέλος, ενδιαφέρεται για την μουσική και την ανάγνωση βιβλίων, κυρίως πολιτικών δοκιμίων.