Του Αλέξανδρου Γκανά,
Φόβος είναι το αρνητικό συναίσθημα που δοκιμάζει κάθε άνθρωπος σε περίπτωση που συνειδητοποιήσει την ύπαρξη μιας πραγματικής ή ακόμη και πλασματικής απειλής. Όντας βασικό συναίσθημα, είναι άρρηκτα συνυφασμένος με την ανθρώπινη φύση και τα αντανακλαστικά, με αποτέλεσμα να μην χρειάζεται κανενός είδους ενσυνείδητη διαδικασία προκειμένου να προκληθεί. Εν ολίγοις, το «μικρό πιθηκάκι» που κρύβουμε όλοι μέσα μας, διαισθάνεται την ύπαρξη κάποιου υφιστάμενου ή και επιγενόμενου κινδύνου, ο οποίος και απειλεί την επιβίωση του και αυτός ο ασυνείδητος αμυντικός μηχανισμός που ονομάζεται φόβος, δεν είναι τίποτε άλλο απ’ την προσπάθεια της φύσης να το προστατεύσει.
Αποτελεί μια ευρέως γνωστή αντικειμενική πραγματικότητα ότι ο φόβος δεν είναι μια ενιαία κατάσταση, καθώς υπάρχουν πολλά διαφορετικά είδη φοβιών. Λόγου χάριν, ο φόβος για τα ύψη, που ονομάζεται υψοφοβία, ή ο φόβος των αραχνών, η αραχνοφοβία, ή ακόμη και ο φόβος του ίδιου του θανάτου, αλλιώς γνωστός και ως φόβος της ανυπαρξίας. Παρά την αρνητική του φύση, το συναίσθημα του φόβου, σε κάθε περίπτωση, όπως προαναφέρθηκε, προστατεύει τον κάθε άνθρωπο από ενδεχομένως επικίνδυνες και απειλητικές καταστάσεις. Για παράδειγμα, αν κάποιος βρίσκεται στο χείλος ενός ιδιαίτερα ψηλού και απόκρημνου γκρεμού, δοκιμάζει το συναίσθημα του φόβου, το οποίο και οξύνει τις αισθήσεις του και τον τροφοδοτεί με αδρεναλίνη, γεγονός που έχει ως αποτέλεσμα να κάνει πολύ προσεκτικές κινήσεις και κατ΄ επέκταση να αποφύγει μια ενδεχομένως μοιραία πτώση ή στραβοπάτημα. Επομένως εύλογα φτάνει κανείς στο συμπέρασμα ότι η χρησιμότητα του φόβου για την ανθρώπινη επιβίωση κρίνεται σε κάθε περίπτωση αναμφισβήτητη.
Σε αυτό λοιπόν το σημείο, θα ήθελα να τονίσω, ότι λόγος για τον οποίο προβαίνω, στην εν λόγω εκτενή αναφορά στο συναίσθημα του φόβου και στη σημασία του για την ανθρώπινη επιβίωση, δεν είναι άλλος από το να το να τονίσω την σημασία που έχει το συγκεκριμένο συναίσθημα για κάθε σώφρονα και μη άνθρωπο του 2020.
Διανύουμε μια ιδιαίτερα πολυτάραχη χρονιά στην οποία η πανδημία του κορωνοϊού πρωταγωνιστεί στην ελληνική και παγκόσμια επικαιρότητα. Αναλυτικότερα, ο νέος αυτός κίνδυνος, από τον οποίο και ταλανίζεται η ανθρωπότητα δύναται, ελλείψει κάποιου αποδοτικού εμβολίου, μονάχα να περιοριστεί, γεγονός που αναδεικνύει την ευλαβική προσήλωσή μας στην τήρηση των προστατευτικών μέτρων, σε ζήτημα μείζονος σημασίας και παράλληλα μεγιστοποιεί την προσωπική ευθύνη που έχει ο καθένας από μας. Υπό το εν λόγω πρίσμα, ο φόβος του ιού αυτού καθ’ εαυτού, αλλά και των μοιραίων αποτελεσμάτων του, ο φόβος του κοινωνικού στιγματισμού που συνεπάγεται η προκλητική και ανεύθυνη συμπεριφορά ως προς την τήρηση των προαναφερθέντων μέτρων ή ακόμη και ο φόβος της μετάδοσης του ιού σε ορισμένα πρόσωπα που ενδεχομένως ανήκουν στις λεγόμενες ευπαθείς ομάδες του κοινωνικού συνόλου, αποτελούν τοιουτοτρόπως ασφαλιστικές δικλείδες για τον περιορισμό της διασποράς αλλά και την γενικότερη αντιμετώπιση της υφιστάμενης κρίσης. Έτσι, λαμβάνοντας υπόψιν όλα τα άνωθεν αναφερθέντα, στην προκειμένη περίπτωση, το αρνητικό συναίσθημα του φόβου, έχει ως άμεσο απότοκο, την αποφυγή της καταστροφικής διαιώνισης του προβλήματος αλλά και την ασφάλεια και την ευεξία δεκάδων χιλιάδων ανθρώπινων ζωών.
Παρά ταύτα, αξίζει να αναφερθεί, στο εν λόγω σημείο, το γεγονός ότι το αίσθημα του φόβου έχει χρησιμοποιηθεί συστηματικά κατά τους αιώνες και ως ένα άκρως αποτελεσματικό μέσω πολιτικού και κοινωνικού καταναγκασμού από μια πληθώρα απολυταρχικών ηγετών και κινημάτων. Ένα ιδιαίτερα γνωστό παράδειγμα της συγκεκριμένης πρακτικής αποτελεί η πρακτική που ακολούθησε ο Αδόλφος Χίτλερ στη ναζιστική Γερμανία του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου. Εντούτοις, στην προκειμένη περίπτωση ο λόγος γίνεται για κάτι κάθ’ όλα διαφορετικό, εφόσον παρά τα πιστεύω μιας σημαντικής μερίδας συνανθρώπων μας, η λήψη μέτρων προστασίας του κοινωνικού συνόλου δεν αποσκοπεί στην υποδούλωση και την καταπίεσή του αλλά πολύ περισσότερο στην προστασία των ατόμων που το αποτελούν. Το να φορά κανείς μάσκα ή το να τηρεί τις αποστάσεις ασφαλείας, δεν είναι μια ένδειξη εναρμόνισης με τα πιστεύω του όχλου ούτε ένας αλόγιστος ενστερνισμός της καταπιεστικής πρακτικής μιας ιδιωφελούς κυβέρνησης. Πολύ περισσότερο αποτελεί μια απαράβατη κοινωνική επιταγή, απορρέουσα από την ίδια την φύση της έννοιας του «ανθρώπου».
Περαιτέρω, ο φόβος κρίνεται ιδιαίτερα πάγιος για τους ανθρώπους του 21ου αιώνα για έναν ακόμη λόγο. Αναλυτικότερα, οι σύγχρονοι άνθρωποι, υιοθετούν από νεαρή ήδη ηλικία την πεποίθηση ότι η εσωτερίκευση των συναισθημάτων αποτελεί έναν αποτελεσματικό τρόπο να κρύψει κανείς τις αδυναμίες του, τα άδυτα της προσωπικότητάς του, όλα εκείνα τα στοιχεία που τον διαχωρίζουν απ’ τους υπόλοιπους συνανθρώπους του. Επιπροσθέτως, οι ανεξάντλητες υποχρεώσεις αλλά και το εκτενές στρες που αυτές συνεπάγονται, έχουν ως αποτέλεσμα την δημιουργία καταπιεσμένων ανθρώπων εντός του κοινωνικού συνόλου, ανθρώπους με προβληματισμούς, ανθρώπους που έχουν απελπισμένα την ανάγκη να αποβάλλουν με κάποιο τρόπο όλο αυτό το συσσωρευμένο συναισθηματικό φορτίο που ολοένα και γιγαντώνεται. Υπό τις εν λόγω συνθήκες, ο φόβος, όντας ένα ιδιαίτερα ισχυρό συναίσθημα, μπορεί να συμβάλλει ποικιλοτρόπως στην αντιμετώπιση του εν λόγω προβλήματος. Θεωρώ ότι η συγκεκριμένη ρήση του κορυφαίου σκηνοθέτη ταινιών τρόμου, Wes Craven, εξηγεί με ιδιαίτερα παραστατικό τρόπο τα άνωθεν αναφερθέντα. «Ο λόγος που οι άνθρωποι θέλουν να πηγαίνουν στον κινηματογράφο και να παρακολουθούν μια ταινία τρόμου, δεν είναι ότι θέλουν να φοβηθούν, αλλά ότι έχουν ήδη φόβους που τους κρατούν βαθιά κρυμμένους. Έχουν την ανάγκη να φέρουν αυτούς τους φόβους στην επιφάνεια, γι’ αυτό και όταν βγαίνουν απ’ τον κινηματογράφο, γελούν και είναι χαμογελαστοί. Είναι ένα είδος εξαγνισμού».