Της Ματίλντα Γεωργελέ,
Παραπλανητικός και άτοπος τίτλος για ένα θέμα, όπως οι σχέσεις Λουκασένκο-Πούτιν, θα έλεγαν πολλοί, όμως κάνουν λάθος, αφού, στην προκειμένη περίπτωση, η ουσία του θέματος δεν είναι η απλή συνάντηση των δυο ηγετών, την Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου, αλλά ο τρόπος, με τον οποίο ο Πούτιν και γενικότερα η μετά ΕΣΣΔ Ρωσία δεν μπορούν να συμβιβαστούν αφενός με την απώλεια της «αυτοκρατορίας» και αφετέρου με την απόλυτη αδυναμία τους, να την ανοικοδομήσουν στο ιδεατό μοντέλο του παρελθόντος. Η στάση, με την οποία ο Πούτιν χειρίζεται και διαχειρίζεται το ζήτημα της Λευκορωσίας, επιβάλλοντας επί της χώρας διάφορες μορφές soft power, με σκοπό τη διατήρηση και θωράκιση της ρωσικής ταυτότητας, είναι απολύτως ενδεικτική της πάγιας ρωσικής τακτικής, να εμπλέκεται στα εσωτερικά των γειτόνων της. Θα ήταν, φυσικά, εντελώς λανθασμένο, να ισχυριστούμε ότι αυτή την τακτική του Russification της Λευκορωσίας την επινόησε και ξεκίνησε ο ίδιος ο Πούτιν, αφού είναι μια τακτική που χρονολογείται από την εποχή της Ρωσικής Αυτοκρατορίας, έπειτα της Σοβιετικής Ένωσης.
Με την ανεξαρτησία της χώρας, το 1994, την ηγεσία ανέλαβε ο Αλεξάντερ Λουκασένκο, pro Russian authoritarian πολιτικός, κατά τη διάρκεια της θητείας του οποίου (είναι ο πρώτος και μοναδικός πρόεδρος της χώρας), φυσικά, συνεχίστηκε το russification, που, για να χειραγωγήσει την Λευκορωσική συνείδηση, η Ρωσία χρησιμοποιούσε και χρησιμοποιεί τέσσερα βασικά όργανα: τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, πολιτικές οργανώσεις, τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία και διάφορα think tanks. Όμως, παρά την εμφανή ρωσική -σκόπιμη- επίδραση και παρέμβαση, είναι φυσικό ότι, στη μετά-σοβιετική περίοδο, οι μη ρωσικές δημοκρατίες επιθυμούν να διεκδικήσουν την εθνική τους ταυτότητα και την πολιτική τους διάσταση και να αποστασιοποιηθούν από τα επιβληθέντα οράματα του σοβιετικού παρελθόντος. Φυσικά, το γεγονός αυτό δημιουργεί νέες προοπτικές, που θα αλλάξουν, ενδεχομένως, άρδην τις γεωπολιτικές ισορροπίες, αφού θα σταματήσουν πλέον οι χώρες αυτές να φαίνονται μέσω ενός ρωσικού φακού. Ας επανέλθουμε, όμως, στο ζήτημά μας. Μπορεί, όντως, ο λαός της Λευκορωσίας να επιθυμεί να αποστασιοποιηθεί από τη σφαίρα της Ρωσίας, όμως ο Λουκασένκο δεν θέλει και το αποδεικνύει σθεναρά, από το 1994. Ας πάρουμε τα πράγματα με τη σειρά.
Τη Δευτέρα 14 Σεπτεμβρίου, οι δύο πρόεδροι, Πούτιν και Λουκασένκο, συναντήθηκαν στην κατοικία του πρώτου στο Σότσι της Ρωσίας, όπου συνομίλησαν, για αρκετές ώρες, σε μια συνάντηση με ιδιαίτερα βαρύ σημασιολογικό φορτίο, καθότι από αυτή θα κριθεί κατά πόσο ο Λουκασένκο δύναται να επιβιώσει ένα νέο κύμα διαμαρτυριών εναντίον του. Για τον Λευκορώσο πρόεδρο, τα πράγματα κύλησαν με τον καλύτερο δυνατό τρόπο, αφού κατόρθωσε να πετύχει διττό στόχο: αφενός αναγνωρίστηκε επισήμως από τη Ρωσία ως ο νόμιμος Πρόεδρος της χώρας, που κέρδισε νόμιμα, όπως αναφέρθηκε, τις εκλογές και αφετέρου έλαβε από τον Πούτιν ένα πακέτο ενίσχυσης του 1.5 δισεκατομμυρίου δολαρίων, για να αποφευχθεί μια ενδεχόμενη οικονομική κρίση. Τα θετικά αποτελέσματα, για τον Λουκασένκο, δεν τελείωσαν εκεί, αφού έλαβε ταυτόχρονα την υποστήριξη του Ρώσου προέδρου για τη συνταγματική μεταρρύθμιση, στην οποία θέλει ο ίδιος να προβεί και η αντιπολίτευση έχει απορρίψει με δριμύ τρόπο. Αξίζει να αναφερθεί ότι η συνταγματική μεταρρύθμιση του Λουκασένκο περιλαμβάνει αλλαγές, για να αυξήσει τις προεδρικές εξουσίες, αλλαγές που θυμίζουν τις αντίστοιχες, στις οποίες προέβη ο Πούτιν, που του επιτρέπουν να είναι πρόεδρος της χώρας έως το 2036.
Παράλληλα, οι δύο πρόεδροι συμφώνησαν να αποσυρθούν τα σώματα επιβολής του νόμου και του εθνικού στρατού, που είχε αναπτύξει η Μόσχα στα σύνορα με τη Λευκορωσία. Ταυτόχρονα, ο Πούτιν δεσμεύτηκε να στείλει αλεξιπτωτιστές στη χώρα, στα πλαίσια στρατιωτικής άσκησης υπό τον τίτλο «Σλαβική αδελφότητα», υπογράμμισε, όμως, ότι οι δυνάμεις αυτές θα αποσυρθούν, μόλις ολοκληρωθούν οι ασκήσεις. Η στάση αυτή του Ρώσου προέδρου προς έναν ομόλογο του, που, από ότι έχει αποδείξει ο ίδιος, δεν εμπιστεύεται ιδιαίτερα, μπορεί να αιτιολογηθεί από το γεγονός ότι επ’ ουδενί επιθυμεί να δει την εξουσία του Λουκασένκο να αμφισβητείται από διαδηλώσεις και να δημιουργείται πολιτική αστάθεια, σε μια χώρα τόσο κοντά στη Ρωσία. Παράλληλα, νέφος αβεβαιότητας καλύπτει το κατά πόσο ο Πούτιν παραχώρησε το πακέτου των 1.5 δις στον Λουκασένκο χωρίς κανένα αντάλλαγμα. Η ιστορία έχει αποδείξει ότι πίσω από κάθε «δώρο» υπάρχει και ένα ζητούμενο. Επομένως, είναι ιδιαίτερα πιθανό και με βάση την πρότερη επιθυμία του Πούτιν, για τη δημιουργία ενός «συνδικαλιστικού κράτους» μεταξύ Ρωσίας και Λευκορωσίας, με στόχο την κοινή ένταξη σε μια πληθώρα θεσμών –σχέδιο με το οποίο ο Λουκασένκο ανέκαθεν δήλωνε αρνητικός, καθότι ποτέ δεν ήθελε να παραχωρήσει εξουσία-, να επιθυμεί εκ νέου (ο Πούτιν) την περαιτέρω ολοκλήρωση των δυο χωρών μέσω μιας μορφής ήπιας παραχώρησης από την πλευρά του Λευκορώσου ηγέτη.
Ωστόσο, παρά τις θετικές, για τον Λουκασένκο, εξελίξεις, που προέκυψαν από την επίσκεψή του στο Σότσι, η κατάσταση στη Λευκορωσία εξακολουθεί να είναι έκρυθμη. Οι διαμαρτυρίες συνεχίζονται, ενώ, ταυτόχρονα, γίνονται και συλλήψεις και απελάσεις. Η επικεφαλής της αντιπολίτευσης, Σβετλάνα Τιχανόβσκαγια, η οποία, κατά πολλούς, είναι και η νόμιμη νικήτρια των εκλογών της 9ης Αυγούστου, αυτοεξορίστηκε στη Λιθουανία, ώστε να προστατευτεί από την αυθαιρεσία και τον αυταρχισμό του Λουκασένκο. Σε δήλωση, που απηύθυνε προς τον Πούτιν, σε συνέχεια της συνάντησής του με τον Λουκασένκο, δήλωσε, πως οτιδήποτε υπογραφεί και συμφωνηθεί μεταξύ των δυο ηγετών δεν θα έχει καμία νομική ισχύ, αφού ο Λευκορώσος πρόεδρος δεν κατέχει αφενός ούτε τη λαϊκή νομιμοποίηση και υποστήριξη και αφετέρου ούτε τη νόμιμη εκλογική νίκη, κατά την ίδια. Αντίστοιχη στάση με την Τιχανόβσκαγια τηρεί και η Ε.Ε, με τον επικεφαλής της Ευρωπαϊκής διπλωματίας, Τζοσέπ Μπορέλ, να δηλώνει ότι «δεν αναγνωρίζει τον Λουκασένκο ως τον νόμιμο πρόεδρο της Λευκορωσίας». Σημείωσε, ταυτόχρονα, ότι «οι εκλογές του Αυγούστου δεν τον εξέλεξαν νόμιμα», και «το αποτέλεσμα δεν ήταν ούτε δίκαιο ούτε ελεύθερο». Στα τέλη του προηγούμενου μήνα, ο Μπορέλ ζήτησε την επανάληψη των εκλογών υπό την επίβλεψη του ΟΑΣΕ, ενώ, την Τρίτη 15 Σεπτεμβρίου, ανέφερε ότι «οι κυρώσεις, που θα επιβληθούν, θα πρέπει πρώτα να εγκριθούν από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο, ώστε να διασφαλιστεί και να μην διασαλευτεί η Ευρωπαϊκή αξιοπιστία».
Επομένως, πού καταλήγουμε; Από τη μια, έχουμε τον Λουκασένκο, που, όπως σημείωσε και ο ίδιος, προτιμάει να πεθάνει από το να φύγει/να παραχωρήσει την εξουσία και από την άλλη, έχουμε τον Πούτιν, ο οποίος, μη έχοντας απωλέσει το όραμα του «Ρωσικού Κόσμου» και στο άρμα ενός ξεπερασμένου μοσχοβίτικου ιμπεριαλισμού, επιθυμεί να αυξήσει την επιρροή του στους γείτονές του, καθοδηγώντας τους με τέτοιο τρόπο, ώστε να εξασφαλίζει τους σκοπούς και τους στόχους της δικής του πολιτικής. Προς το παρόν, ο Λουκασένκο δέχθηκε τυφλά τη βοήθεια του Πούτιν και επιστρέφει θριαμβευτής, ωσάν ένας νέος victor imperator στη χώρα του. Θα υπάρξει αντάλλαγμα και αν ναι, θα είναι πρόθυμος ένας power hungry άνθρωπος, σαν τον Λουκασένκο, να το παραχωρήσει; Οψόμεθα…