Της Παναγιώτας Προβατά,
Το τεκμήριο αθωότητας αποτελεί αναμφισβήτητα μία από τις σημαντικότερες κατακτήσεις του νομικού μας πολιτισμού, αν αναλογιστεί κανείς ότι κατοχυρώθηκε έπειτα από μακροχρόνιες κοινωνικοπολιτικές αλλαγές και αγώνες, στρεφόμενους κατά της κρατούσας αρχής, που επιβαλλόταν στα άτομα με τον καταναγκασμό και την αυθαιρεσία. Αρκεί να αναφερθεί ότι τα αποδεικτικά μέσα που χρησιμοποιούνταν στις ποινικές δίκες του 16ου αιώνα, δηλαδή πολύ πριν την κατοχύρωση του τεκμηρίου αθωότητας, συνίστατο στους καθαρτήριους όρκους (τα λεγόμενα συγχωροχάρτια), στις μονομαχίες προς απόδειξη της αθωότητας του κατηγορουμένου και στην ομολογία τέλεσης εγκλήματος, προς απόσπαση της οποίας ήταν επιτρεπτή η χρήση βασανιστηρίων, ενώ εκτός αυτού επιφυλάσσονταν δυσβάστακτες ποινές κατά όσων αποτύγχαναν να αποδείξουν την ενοχή του προσώπου σε βάρος του οποίου κινούσαν την ποινική διαδικασία. Εύλογα συνάγεται, λοιπόν, ότι ήταν ανύπαρκτη οποιαδήποτε θεσμική εγγύηση της δίκαιης ποινικής δίκης και πως τα πρόσωπα που μετείχαν σε αυτή ήταν έρμαια της δικαστικής αυθαιρεσίας.
Βαθμιαία, ωστόσο, το κατηγορητικό σύστημα εξελίχθηκε μέσα στους αιώνες, εγκαταλείποντας οριστικά τις ανωτέρω απάνθρωπες πρακτικές. Μετά από πολυάριθμες προσπάθειες προσέγγισης της έννοιας του τεκμηρίου αθωότητας, το τελευταίο καθιερώνεται για πρώτη φορά μετά τη γαλλική επανάσταση, στο άρθρο 9 της Διακήρυξης των Δικαιωμάτων του Ανθρώπου και του Πολίτη του 1789, στο οποίο προβλεπόταν ότι: «κάθε άνθρωπος τεκμαίρεται αθώος μέχρις ότου κηρυχθεί ένοχος». Στο Ελληνικό Σύνταγμα της Γ΄ Εθνοσυνέλευσης του 1827 στην Τροιζήνα, το τεκμήριο αθωότητος διατυπώθηκε ως εξής: «Έκαστος προ της καταδίκης του δεν λογίζεται ένοχος».
Τη σημερινή εποχή το τεκμήριο αθωότητας διατυπώνεται στο άρθρο 72 του Κώδικα Ποινικής Δικονομίας, σύμφωνα με το οποίο: «Οι ύποπτοι ή κατηγορούμενοι τεκμαίρονται αθώοι μέχρι να αποδειχθεί η ενοχή τους σύμφωνα με το νόμο». Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, το τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου εντοπίζεται στο άρθρο 6 παράγραφος 2 της Ευρωπαϊκής Σύμβασης Δικαιωμάτων του Ανθρώπου, όπου αναφέρεται ότι οποιοσδήποτε κατηγορείται για κάποιο αδίκημα τεκμαίρεται αθώος μέχρι νόμιμης αποδείξεως της ενοχής του.
Το τεκμήριο αθωότητας απορρέει από τη συνταγματική αρχή του κράτους δικαίου κι αποτελεί ειδικότερη έκφανση του δικαιώματος των προσώπων στη δίκαιη δίκη, η οποία επιτάσσει να θεωρείται αθώο ένα πρόσωπο που κατηγορείται για ποινικό αδίκημα, μέχρι αποδείξεως της ενοχής του από το Δικαστήριο. Το τεκμήριο εν ολίγοις προστατεύει τον κατηγορούμενο καθ’ όλα τα στάδια της ποινικής δίκης έως ότου οι δικαστές αποφανθούν αμετάκλητα επί της ενοχής του κατηγορουμένου. Μάλιστα δεν προστατεύει μόνο τον κατηγορούμενο, δηλαδή το πρόσωπο ενάντι του οποίου ο εισαγγελέας άσκησε την ποινική δίωξη, αλλά και τον ύποπτο για ένα ποινικό αδίκημα.
Το τεκμήριο αθωότητας είναι άμεσα συνυφασμένο με την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, υπό την έννοια ότι η αθωότητα του κατηγορουμένου προτού ο ίδιος καταδικαστεί ή αφού αθωωθεί αντιμετωπίζεται από το Δικαστήριο ως στοιχείο της τιμής, της υπόληψης και της αξιοπρέπειας του. Αποτελεί, όπως υποστηρίζεται πολύ συχνά στη θεωρία δικαίωμα του κατηγορουμένου, ο οποίος έχει το δικαίωμα της σιωπής ,χωρίς από αυτή τη συμπεριφορά του κατά τη διάρκεια της δίκης να συνάγεται η ενοχή του. Ο κατηγορούμενος δεν έχει υποχρέωση αληθείας, ενώ ταυτόχρονα μπορεί να αρνηθεί ή να αποδυναμώσει τις εις βάρος του κατηγορίες. Αν τελικά δεν αρκεί το αποδεικτικό υλικό προς απόδειξη της ενοχής του ή ανακύπτουν αμφιβολίες σχετικά με αυτή, τότε το Δικαστήριο οφείλει να αποφανθεί περί της αθωότητας του εν εφαρμογή της αρχής in dubio pro reo (εν αμφιβολία υπέρ του κατηγορουμένου).
Το τεκμήριο αθωότητας δεσμεύει αναπόφευκτα όλους τους δημόσιους λειτουργούς που παίρνουν μέρος σε μια ποινική δίκη, όπως τους εισαγγελείς, τους γραμματείς, τους ανακριτικούς υπαλλήλους και τα αστυνομικά όργανα, που έχουν καθήκον να μην προδικάζουν την καταδίκη του κατηγορουμένου. Αξίζει να σημειωθεί ότι το άρθρο 7 του νόμου 4569/2019, ο οποίος τέθηκε προς εφαρμογή της οδηγίας 2016/343, προβλέπει πως ο ύποπτος ή κατηγορούμενος έχει το δικαίωμα να ασκήσει αγωγή αποζημίωσης ενώπιον αρμόδιου δικαστηρίου προς αποκατάσταση της βλάβης την οποία υπέστη εξαιτίας της προσβολής του τεκμηρίου αθωότητας από δηλώσεις των δημοσίων αρχών που έλαβαν χώρα σε οποιοδήποτε στάδιο της ποινικής δίκης, πριν την έκδοση αμετάκλητης δικαστικής απόφασης. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερα σημαντικό νομοθέτημα που ενισχύει την προστασία της θέσης του κατηγορουμένου, αλλά και το τεκμήριο αθωότητας αυτού.
Προβληματισμοί ανακύπτουν, ωστόσο, σχετικά με την ανάπτυξη δεσμευτικότητας του τεκμηρίου και ιδίως στο δημοσιογραφικό επάγγελμα. Πράγματι εύλογες είναι οι αμφιβολίες, αφού από τη γραμματική διατύπωση δε συνάγεται η εφαρμογή του τεκμηρίου αθωότητας στις σχέσεις μεταξύ ιδιωτών, ενώ στην πράξη έχει αποδειχτεί συχνότατη η παραβίαση του τεκμηρίου αθωότητας, ιδιαίτερα από δημοσιογράφους που προεξοφλούν την καταδίκη του εκάστοτε κατηγορουμένου. Ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας από τους ιδιώτες δεν αναιρείται, καθώς υπάρχει πλήθος διατάξεων που προστατεύουν τον κατηγορούμενο από την παραβίαση αυτού του δικαιώματος του. Αναφορικά με τους πολίτες, ο κατηγορούμενος προστατεύεται από τις διατάξεις του Ποινικού Κώδικα περί δυσφήμισης και συκοφαντικής δυσφήμισης, ενώ από πλευράς αστικού δικαίου η προστασία ανάγεται στις διατάξεις περί προσβολής της προσωπικότητας αλλά στις διατάξεις για την αδικοπραξία που βρίσκονται στα άρθρα ΑΚ 914 επ. Ειδικά στα ΜΜΕ, ο σεβασμός του τεκμηρίου αθωότητας προβλέπεται στον Κώδικα Επαγγελματικής Ηθικής και Κοινωνικής Ευθύνης των δημοσιογράφων-μελών της Ε.Σ.Η.Ε.Α όπου στο άρθρο 2 προβλέπει: «Η δημοσιογραφία, ως επάγγελμα, αλλά και κοινωνικό λειτούργημα, συνεπάγεται δικαιώματα, καθήκοντα και υποχρεώσεις. Ο δημοσιογράφος δικαιούται και οφείλει: γ. Να σέβεται το τεκμήριο της αθωότητας και να μην προεξοφλεί τις δικαστικές αποφάσεις». Επίσης, στον Κώδικα Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας στην Ραδιοτηλεόραση προβλέπεται: «Οι κατηγορούμενοι δεν αναφέρονται ως ένοχοι. Η αρχή ότι ο κατηγορούμενος τεκμαίρεται αθώος μέχρι την καταδίκη του γίνεται σεβαστή».
Εκ των ανωτέρω, συνάγεται ότι το τεκμήριο αθωότητας απολαμβάνει καθολικού αδιαμφισβήτητου σεβασμού και εμποδίζει την αυθαίρετη καταδίκη ενός προσώπου. Πράγματι, το τεκμήριο αθωότητας είναι καίριο για την προσωπικότητα του κατηγορουμένου, καθώς του εξασφαλίζει το δικαίωμα στη δίκαιη δίκη, διασφαλίζει την αξιοπρέπεια, την τιμή και την υπόληψή του, ενώ ταυτόχρονα καταδεικνύει και το υψηλό επίπεδο ενός νομικού πολιτισμού, αφού μέσω αυτού αποδεικνύεται ο σεβασμός των δικαιωμάτων του ατόμου που κατηγορείται για κάποια ποινική παράβαση. Χωρίς την ύπαρξη του τεκμηρίου αθωότητας, ο στιγματισμός του ατόμου από το κοινωνικό σύνολο θα ήταν αφόρητος, ακόμα κι αν αυτό το πρόσωπο εν τέλει αθωωνόταν. Ευρύτερα, θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς ότι ο σεβασμός στο τεκμήριο αθωότητας προάγει την εύρυθμη λειτουργία της δικαιοσύνης, καθώς ανεξάρτητη από οποιαδήποτε εξωτερική πίεση και άποψη για την ενοχή του κατηγορουμένου, μόνο αυτή μπορεί να αποφανθεί για την ενοχή, χωρίς να αρκείται στις άκρως αντισυνταγματικές ποινές υπόνοιας ή να επηρεάζεται από την κοινή γνώμη και τον Τύπο.
Πηγές
- https://www.e-nomothesia.gr/nomikes-plirofories/tekmerio-athootetas-kai-demosia-arkhe.html
- https://curia.gr/to-tekmirio-athootitas-tou-katigoroumenou/
- https://www.kathimerini.gr/society/1021475/sp-vlachopoylos-to-tekmirio-athootitas/
- Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σπυρίδων Βλαχόπουλος