Της Γεωργίας Παγιαβλά,
Δέκα χρόνια μετά, ερωτήματα όπως, «ξεπέρασε την οικονομική κρίση η Ελλάδα;» και «ποια ήταν τα αίτια της ελληνικής κρίσης;» δεν έχουν ακόμα σαφή απάντηση. Το τελευταίο διάστημα, ο δημόσιος και πολιτικός λόγος έχει στρέψει την προσοχή του στην πανδημία και στις ελληνοτουρκικές σχέσεις. Όμως, όσο παραμένουν ανοιχτά προς συζήτηση τα συγκεκριμένα ερωτήματα, καλό είναι να τα επαναφέρουμε στο τραπέζι και να προβληματιζόμαστε.
Πριν, όμως, εστιάσουμε στην ελληνική περίπτωση, αξίζει να αναφερθούμε στην έννοια της Κρίσης, όπου οι διάφορες σχολές της οικονομικής σκέψης έχουν να δώσουν διαφορετικές απαντήσεις για το περιεχόμενο και τα αίτιά της. Η Κλασσική σκέψη, με κύριους αντιπροσώπους τους Σμιθ και Ρικάρντο, αν και δεν αποτυπώνει ξεκάθαρα ένα θεωρητικό πλαίσιο για τις κρίσεις, μέσα από την υποστήριξη του οικονομικού ανθρώπου και την ανάγκη πλήρους ελευθερίας συναλλαγών σε συνθήκες ελεύθερου ανταγωνισμού, μπορούμε να εξάγουμε την κεντρική ιδέα σε σχέση με την οικονομική κρίση, ότι η οικονομία κινείται προς μια ισορροπία (Ντρέκος, 2013).
Η επικρατούσα Νεοκλασική σκέψη, συνέχισε στο ίδιο μήκος κύματος, με τη διαφορά ότι στηρίζεται στη θεωρία της γενικής ισορροπίας. Με άλλα λόγια, μοντελοποιήθηκε το χρηματοπιστωτικό σύστημα, ενσωματώνοντας τα «ορθολογικά» άτομα, τα οποία μεγιστοποιούν τη χρησιμότητά τους μέσα από την ανταλλαγή πραγματικών πόρων, με σκοπό τη διανομή τους, όπου η διαταραχή προερχόμενη από ένα απρόβλεπτο εξωγενές «σοκ» μπορεί να βγάλει την οικονομία από την ισορροπία, στην οποία τελικά θα επανέλθει. Η νεοκλασική σχολή εστιάζει στον παράγοντα της τραπεζικής πίστης, ακόμα και στην επίδραση του ψυχολογικού παράγοντα, για να ερμηνεύσει την κρίση, έχοντας πάντοτε την πεποίθηση ότι η αποκατάσταση μιας διαταραχθείσας ισορροπίας θα συντελεστεί έπειτα από την ενεργοποίηση του «αυτόματου πιλότου» του οικονομικού συστήματος.
Η Κεϋνσιανή σχολή θεωρεί ότι η διακύμανση ενός οικονομικού κύκλου μπορεί να προκληθεί από τις διακυμάνσεις της διάθεσης προς κατανάλωση, τις προτιμήσεις για ρευστότητα και τις οριακές αποδόσεις του κεφαλαίου. Βέβαια, η μεθοδολογική της θεώρηση εξακολουθεί να είναι εστιασμένη στη γενική ισορροπία. Η Νεοκεϋνσιανή σχολή χρησιμοποιεί τις ακαμψίες της αγοράς για την αιτιολόγηση της υποαπασχόλησης (Toporowski, 2010).
Όσον αφορά τη σημερινή οικονομική κρίση, οι περισσότερες αναλύσεις την αντιμετωπίζουν ως μια χρηματοπιστωτική κρίση, η οποία σύμφωνα με τους νεοκλασικούς προκλήθηκε από την πλεονεξία των καπιταλιστών του χρηματοπιστωτικού συστήματος (golden boys), ενώ σύμφωνα με τους νεοκεϋνσιανούς από τη νεοφιλελεύθερη χαλάρωση των ρυθμιστικών μηχανισμών της οικονομίας. Αυτή η εξήγηση δεν είναι κάτι καινούργιο, καθώς όλες οι οικονομικές κρίσεις από τον 20ο αιώνα μέχρι σήμερα έχουν ερμηνευτεί ως χρηματοπιστωτικές (Μαυρουδέας & Μανιάτης, 2013).
Επίσης, οφείλουμε να αναφερθούμε και στις λίγο πιο ετερόδοξες ερμηνείες. Η μία εστιάζει στη χρηματιστικοποίηση (financialization), δηλαδή στην υπερβολική ενίσχυση του ρόλου του χρηματοπιστωτικού συστήματος, μια άποψη προερχόμενη από τις μετακεϋνσιανές νομισματικές θεωρίες. Οι εκπρόσωποι αυτής της σχολής χρησιμοποιούν τον όρο «καπιταλισμός καζίνο», που συμπυκνώνει την άποψη ότι πλέον στο επίκεντρο του σύγχρονου καπιταλισμού δεν είναι ο βιομήχανος, αλλά ο τραπεζίτης. Μια δεύτερη ετερόδοξη άποψη υποστηρίζει ότι υπάρχει πλήρη αυτονόμηση του χρηματικού κεφαλαίου, με αποτέλεσμα η χρηματική ιδιοποίηση να μη διαφέρει από την τοκογλυφία. Μια τρίτη ετερόδοξη άποψη εστιάζει στην υποκατανάλωση, η οποία καταγγέλλει τις ανισότητες και εστιάζει στα διανεμητικά αίτια της κρίσης.
Τέλος, υπάρχει και η Μαρξιστική σχολή, η οποία τονίζει ότι η κύρια αιτία των καπιταλιστικών κρίσεων βρίσκεται στην καπιταλιστική διαδικασία παραγωγής και πιο συγκεκριμένα στην παραγωγή του κέρδους. Με άλλα λόγια, η πτωτική πορεία του κέρδους είναι ο κύριος παράγοντας της εκδήλωσης της κρίσης. Άρα, η σημερινή οικονομική κρίση οφείλεται σε οργανικά και δομικά προβλήματα του καπιταλιστικού συστήματος (Μαυρουδέας, 2013).
Σε ό,τι αφορά την ελληνική κρίση, οι κύριες εξηγήσεις προέρχονται από τη Νεοκλασσική και τη Νεοκεϋνσιανή σχολή, που υπογραμμίζουν συγκυριακά λάθη και άστοχες επιλογές επιμέρους παραγόντων που στρέβλωσαν την εύρυθμη λειτουργία του οικονομικού συστήματος.
Μια πρώτη εξήγηση επισημαίνει ότι το ενιαίο νόμισμα επιφέρει αποποίηση του ελέγχου της νομισματικής πολιτικής σε εθνικό επίπεδο, με παράλληλη ενίσχυση της δημοσιονομικής πολιτικής. Η Ελλάδα, όπως και άλλες χώρες του Νότου, δανείζονταν με πολύ χαμηλό επιτόκιο έπειτα από την είσοδό τους στο κοινό νόμισμα, με αποτέλεσμα να παρατηρηθούν υψηλοί ρυθμοί πιστωτικής επέκτασης, με αποτέλεσμα κράτος, νοικοκυριά και επιχειρήσεις να δανείζονταν. Παράλληλα, οι πολιτικοί αυξάνουν τα δημοσιονομικά έξοδα για να κερδίσουν την εύνοια των ψηφοφόρων, με αποτέλεσμα να παρατηρείται ραγδαία αύξηση του ελλείμματος στο δημοσιονομικό προϋπολογισμό, το οποίο χρηματοδοτείται με επιπρόσθετο δανεισμό και έτσι δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος. Δίνεται έμφαση δηλαδή στο ελληνικό πελατειακό κράτος. Ένα συμπληρωματικό επιχείρημα υπογραμμίζει ότι ο προϋπολογισμός επιδεινώθηκε και εξαιτίας της πτωτικής ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομία.
Η κρίση, όμως, το 2007 στις Η.Π.Α., ανέκοψε αυτό τον κύκλο και χώρες όπως η Ελλάδα δεν μπορούν πια να αποπληρώσουν το χρέος τους, με συνέπεια το 2009, η Ελλάδα να πρωταγωνιστεί στα πρωτοσέλιδα, όταν η δημοσιονομική κρίση μετατράπηκε σε κρίση δημόσιου χρέους, η οποία μεταλλάχθηκε σε πλήρη ύφεση. Στο παρακάτω διάγραμμα, παρουσιάζεται γλαφυρά η ραγδαία πτώση του ΑΕΠ της ελληνικής οικονομίας, κάνοντας εμφανές ότι η Ελλάδα υπέφερε όσο καμία άλλη χώρα της Ευρώπης από τη στιγμή που ξέσπασε η κρίση. Χαρακτηριστικά, το προϊόν της ελληνικής οικονομίας συρρικνώθηκε πάνω από το ¼.
Ο τότε πρωθυπουργός της χώρας, Γεώργιος Α. Παπανδρέου, ανακοινώνει το 2010 ότι η ελληνική οικονομία έχει ανάγκη να δεχθεί μηχανισμό στήριξης. Η χρηματοδότηση του μηχανισμού πραγματοποιήθηκε από ορισμένους όρους, τους οποίους έπρεπε να τηρήσει η Ελλάδα. Πιο αναλυτικά, δέσμευαν τη χώρα να πραγματοποιήσει δημοσιονομική προσαρμογή και να επικεντρωθεί στην εξυγίανση του δημόσιου τομέα, τα κύρια χαρακτηριστικά αυτής της περιόδου 2010-2013 είναι οι αποπληρωμές ύψους 246 δισεκατομμυρίων ευρώ και τα δρακόντεια μέτρα λιτότητας (CFA Institute, 2017).
Το κοινό σημείο αναφοράς της παραπάνω εξήγησης είναι ότι η ελληνική οικονομία είχε δομικά προβλήματα και υποστηρίζει την υπόθεση για τα δίδυμα ελλείμματα (δημοσιονομικό και εμπορικό) που αναδείχθηκαν λόγω της κρίσης. Ως λύση προτείνεται η ανάγκη αναμόρφωσης τόσο του φορολογικού συστήματος, για προσέλκυση Άμεσων Ξένων Επενδύσεων, όσο και του μοντέλου παραγωγής με έμφαση στην εξωστρέφεια. Όμως, η επικρατούσα διαχείριση της ελληνικής κρίσης, τόσο από την πλευρά της ελληνικής κυβέρνησης, όσο και της Ε.Ε., αποτελεί παράδειγμα προς αποφυγή (Featherstone, 2011, Kotios et al., 2011). Από τη μία, η δημοσιονομική λιτότητα αντί να δημιουργήσει τις προϋποθέσεις για τη βελτίωση της ελληνικής οικονομίας και τερματισμό της κρίσης, προκάλεσε εντονότερη αποσταθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος, προκαλώντας αύξηση του ρίσκου της οικονομίας και την πιθανότητα μελλοντικής χρεοκοπίας (Μιχοπούλου, 2014). Από την άλλη, δεν γίνεται καμία αναφορά στις δομικές αδυναμίες του Ευρωπαϊκού οικοδομήματος (Roukanas & Kiotis, 2013). Απεναντίας, ως λύση προτείνεται εμβάθυνση της ολοκλήρωσης με ευρωπαϊκή δημοσιονομική πολιτική.
Μια δεύτερη εξήγηση, που υποστηρίζεται από αγγλοσαξονικούς σχολιαστές, εστιάζοντας στα παραπάνω κενά, τονίζει τις διαρθρωτικές ελλείψεις της Ο.Ν.Ε., που την καθιστούν επιρρεπή σε ασύμμετρα σοκ. Οπότε, τα προβλήματα μιας εθνικής οικονομίας σαν την Ελλάδα επιδεινώνονται μέσα στο ευρωπαϊκών περιβάλλον. Θεωρούν ως μεγάλη πιθανότητα τη διάλυση της Ο.Ν.Ε., λόγω της ευρωπαϊκής διαρθρωτικής της διάστασης.
Όμως, όλες οι παραπάνω εξηγήσεις είναι μυωπικές, καθώς δεν αναφέρουν τους λόγους αποτυχίας των μέτρων λιτότητας και των εμπορικών ελλειμμάτων των Νοτίων Χωρών σε αντίθεση με τα Γερμανικά πλεονάσματα, ενώ απουσιάζει η διάσταση της κοινωνικής δικαιοσύνης ανάμεσα στις Ευρωπαϊκές Περιφέρειες (Χατζημιχάλης, 2011).
Γι’ αυτό, οφείλουμε να αναφερθούμε και σε μια τρίτη εξήγηση, που θεωρεί ότι η ελληνική οικονομική κρίση είναι αποκύημα του διεθνούς οικονομικού αδιεξόδου του 2007, το οποίο όμως έχει βαθύτερες ρίζες στην προηγούμενη καπιταλιστική κρίση της δεκαετίας 1960, που διήρκησε όλη τη δεκαετία του 1970. Στην ουσία ήταν μια κρίση υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου, δηλαδή μια κρίση βασισμένη στο νόμο της πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους. Το κεφάλαιο, αναζητά την μεγιστοποίηση του κέρδους, για αυτό και εισαγάγει στην παραγωγική διαδικασία την τεχνολογία όπου μέσω της αυτοματοποίησης μειώνεται το μέσο κόστος. Οι καπιταλιστές επενδύουν σε πάγιο κεφάλαιο, με αποτέλεσμα να αυξάνεται το πάγιο κόστος, το οποίο προκαλεί μείωση του ποσοστού κέρδους (Tsoulfidis et al, 2016). Η πτώση της κερδοφορίας οδηγεί σε στασιμότητα των κερδών, με αποτέλεσμα να αποθαρρύνονται οι επενδύσεις, να μειώνεται η παραγωγή και να αυξάνεται η ανεργία.
Η ελληνική οικονομική κρίση εξακολουθεί να παραμένει ένα ανοιχτό ερευνητικό πεδίο ακόμα και σήμερα. Οι διαφορετικές σχολές και εξηγήσεις δεν θα πρέπει να μας αποθαρρύνουν, αλλά να μας ενθαρρύνουν να ψαχτούμε περισσότερο και να σκεφτούμε έξω από το κουτί.
Αναφορές
-
CFA Institute, 2017. The Greek Financial Crisis (2009–2016). Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 16/09/2020.
- Tsoulfidis, L., Alexiou, C., & Tsaliki, P. (2016). The Greek economic crisis: causes and alternative policies. Review of Political Economy, 28(3), 380-396.
- Μιχοπούλου, Σ. (2014). Κρίση χρέους, δημοσιονομική λιτότητα και οικονομική κρίση στην Ευρωζώνη. Μελέτες (30).
- Μαυρουδέας Σ. & Μανιάτης, Θ. (2013). Η παγκόσμια καπιταλιστική κρίση, το ελληνικό πρόβλημα και ο μαρξισμός: ένα περίγραμμα ανάλυσης και συζήτησης. Περιλαμβάνεται στο Ο Μαρξισμός και η Ελληνική Οικονομική Κρίση. Εκδόσεις Gutenberg.
- Μαυρουδέας, Σ. (2013). Η Eλληνική Tραγωδία: Aνταγωνιστικές Eρμηνείες της Eλληνικής Kρίσης. Foreign Affairs Hellenic Edition.
- Ντέκος, Α. (2013). Οικονομική Επιστήμη & Οικονομική Κρίση. Εισαγωγικό σημείωμα στο Οικονομικό Επιμελητήριο της Ελλάδας. Διαθέσιμο εδώ. Τελευταία πρόσβαση 16/09/2020.
- Roukanas & Kiotis, 2013. The Greek Crisis and the Crisis in Eurozone’s Governance.
- Featherstone, K. (2011). The Greek sovereign debt crisis and EMU: A failing state in a skewedregime. Journal of Common Market Studies, 49.
- Kotios, A., Galanos, G., & Pavlidis, G., 2011. Greece and the Euro: The chronicle of anexpected collapse. Intereconomics, 46 (5), 263–269.
- Χατζημιχάλης, Κ. (2011). Άνιση Γεωγραφικά Ανάπτυξη και Χωρο-Κοινωνική Δικαιοσύνη/Αλληλεγγύη οι Ευρωπαϊκές Περιφέρειες μετά την Οικονομική Κρίση του 2009΄. European Urban and Regional Studies, 18(3), 254-274.
-
Toporowski, J. (2010). The Financial Peculiarity of Greece Some Lessons for a Theory of Financial Crisis. Economie Appliquee, 63(4), 35-48.