Του Κωνσταντίνου Λίκα,
Τίρανα. Η Αλβανία έχει σημειώσει σημαντική πρόοδο οικονομικά τα τελευταία χρόνια, μετά από την πτώση του κομμουνιστικού καθεστώτος το 1991. Παρόλο που είναι η πιο φτωχή χώρα της Ευρώπης, με πενιχρά εισοδήματα (ο μέσος μηνιαίος μισθός είναι μόλις €478 μικτά, ο δε κατώτατος €210,66), ένα σοβαρό brain drain (ιδίως ανάμεσα στους νέους) και φθίνων πληθυσμό, η Αλβανία είχε σημαντικές οικονομικές αποδόσεις. Η ανεργία, από το 17,5% το 2014, έφτασε το 11,8% τον Ιανουάριο 2020, ενώ το ΑΕΠ αυξανόταν συνεχώς από το 1997. Η Αλβανία μετέβη από μία φτωχή χώρα σε μία χώρα υψηλού-μεσαίου εισοδήματος και παρουσιάζει δυναμικές προοπτικές ανάπτυξης. Τα σχέδια για νέους ουρανοξύστες και πανεπιστήμια στα Τίρανα, νέοι αυτοκινητόδρομοι και λοιπές επενδύσεις υποδομών αποδεικνύουν τις θετικές προοπτικές της Αλβανίας παρά τον κορωνοϊό.
Δημοσιονομικά, η Αλβανία έχει έναν λόγο χρέους προς ΑΕΠ, που ελαφρώς ξεπερνά το 70% -συγκεκριμένα 69,92% το 2018- ο οποίος φέτος θα αυξηθεί λόγω της πτώσης του ΑΕΠ και της αύξησης του δανεισμού. Τα ομόλογα του Αλβανικού δημοσίου αξιολογούνται από την Standard & Poor’s (S&P) ως Β+, ήτοι υψηλώς κερδοσκοπικά, μη επενδύσιμα (highly speculative, non-investment grade), αλλά με σταθερό outlook, πράγμα που αντικατοπτρίζει τις δυσκολίες αλλά και την σταθερότητα της Αλβανικής οικονομίας.
Από άποψη πληθωρισμού, η Τράπεζα της Αλβανίας (Banka e Shqipërisë) έχει ως στόχο το 3%, έχει αποτύχει, ωστόσο να πετύχει τον στόχο της από το 2016 και εντεύθεν, με τον πληθωρισμό της να κυμαίνεται γύρω στο 2% μέχρι το 2018 και να κυμαίνεται μεταξύ του 1% και 2% από το 2018 μέχρι τον Ιανουάριο 2020, οπότε σημειώθηκε μία απότομη αύξηση στο 2% και πλέον παρατηρούνται ελαφρώς αποπληθωριστικές τάσεις από τον Ιούλιο και εντεύθεν. Η Αλβανία δεν μπορεί να πετύχει τον πληθωρισμό που θέτει ως στόχο, ωστόσο κυμαίνεται στα μέσα των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και πληροί αυτό το κριτήριο Maastricht για πληθωρισμό ως εκ τούτου.
Για να αντιμετωπίσει τις αποπληθωριστικές τάσεις, η Banka e Shqipërisë προέβη σε μειώσεις επιτοκίων σε σχεδόν μηδενικό επίπεδο, αφού το Repo Rate μίας εβδομάδας ανήλθε στο 0,50%, τα επιτόκια για Overnight deposit στο 0,10% και για Overnight credit στο 0,90%. Τα επιτόκια για καταθέσεις είναι σε σχεδόν μηδενικά επίπεδα, προκειμένου να αυξηθεί ο δανεισμός. Επίσης, δοθέντος του ότι το 60% των συναλλαγών στην Αλβανία γίνονται εκτός τραπεζικού συστήματος, λαμβάνονται μέτρα για την ενσωμάτωση τραπεζικών υπηρεσιών σε περισσότερα μέρη στη χώρα.
Η Αλβανική Κυβέρνηση, επίσης, προβαίνει σε μέτρα στήριξης της Αλβανικής οικονομίας. Το ΑΕΠ της Αλβανίας αναμένεται να μειωθεί κατά 5% φέτος – η πρώτη ύφεση από το 1997 – και το Αλβανικό κράτος αυξάνει τις δαπάνες του. Σύμφωνα με την RTSH, το έλλειμμα ήδη ανέρχεται στα 32 δισεκατομμύρια lekë (€226,04 εκατομμύρια), με το Αλβανικό κράτος να ανακοινώνει πακέτο κοινωνικής στήριξης που ανέρχεται στο 5,1% του ΑΕΠ (δηλαδή περίπου €770,1 εκατομμύρια).
Κάθε βοήθεια θα είναι σημαντική. Η ανεργία ξεπέρασε το 12%, με 86.000 νέους ανέργους. Η τουριστική βιομηχανία βιώνει απώλειες (συγκεκριμένα κατά 65%), όπως και η βιοτεχνία και η μεταποίηση. Τα εμβάσματα από το εξωτερικό, επίσης, έχουν πέσει σε σχέση με πέρυσι – €121 εκατομμύρια φέτος μέχρι τον Σεπτέμβριο, €185 εκατομμύρια την ίδια περίοδο το 2019.
Στα πλαίσια εκείνα, πέραν των επερχόμενων μέτρων, η Αλβανία λαμβάνει και όποια εξωτερική βοήθεια μπορεί. Την Παρασκευή 11 Σεπτεμβρίου το Αλβανικό Κοινοβούλιο (Kuvendi) επικύρωσε ένα δάνειο ύψους €180 εκατομμυρίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση – στα πλαίσια ενός πακέτου στήριξης των χωρών των Δυτικών Βαλκανίων συνολικού ύψους €3,3 δις – προκειμένου να στηριχθεί το εγχώριο σύστημα υγείας και να χρηματοδοτηθούν προγράμματα στήριξης της Αλβανικής Οικονομίας.
Συγχρόνως, η Αλβανία, μεταξύ άλλων χωρών των Βαλκανίων (όπως η Βόρεια Μακεδονία), θα λάβει οικονομική βοήθεια από το ΔΝΤ στα πλαίσια του Rapid Financing Instrument (RFI). To RFI για την Αλβανία θα ανέλθει στα US$190,5 εκατομμύρια (€174 εκατομμύρια) και αποσκοπεί στο να στηρίξει την Αλβανική κυβέρνηση να καλύψει δαπάνες στήριξης της οικονομίας και της Υγείας. Όπως ανέφερε ο Υποδιευθυντής Tao Zhang, «μία σημαντική αύξηση στο δημοσιονομικό έλλειμμα του 2020 είναι απαραίτητη για να περιορίσει τις επιπτώσεις του COVID-19», επαινώντας, παράλληλα, την δημοσιονομική και νομισματική πολιτική της Αλβανίας και τονίζοντας την ανάγκη της χώρας για να κρατήσει το δημόσιο χρέος σε πτωτική τροχιά.
Συμπερασματικά, μπορούμε να πούμε ότι η αλβανική οικονομία θα επηρεαστεί αρνητικά λόγω της μείωσης της οικονομικής δραστηριότητας εν μέσω πανδημίας και, λόγω της εξάρτησής της από την ελληνική και ιταλική οικονομία, από την δραματική μείωση του ΑΕΠ σε Ελλάδα και Ιταλία, πράγμα που θα επηρεάσει τόσο τις ΑΞΕ όσο και τις εισροές εμβασμάτων από Αλβανούς υπηκόους σε Ελλάδα και Ιταλία στην Αλβανία. Αυτό προφανώς θα μειώσει και στα μεροκάματα και στην ζήτηση για Αλβανούς εποχιακούς εργαζόμενους, τους οποίους ο πρωτογενής τομέας της Ελλάδος έχει τεράστια ανάγκη. Συγχρόνως, όμως, ο σεισμός του 2019 στην Αλβανία έχει αφήσει τα σημάδια του σε ορισμένες περιοχές της χώρας, οι οποίες δεν έχουν προλάβει να αναρρώσουν πριν από την έλευση του COVID-19.
Ωστόσο, η Αλβανία διαθέτει ορισμένα προταιρήματα. Κατ’ αρχάς, η Αλβανία έχει σχετικά χαμηλούς φορολογικούς συντελεστές, φθηνό και καλά καταρτισμένο εργατικό δυναμικό, και ένα νόμισμα το οποίο είναι ιδανικό για την προσέλκυση ΑΞΕ. Οι οικονομικές κρίσεις σε Ελλάδα και Ιταλία οδήγησαν σε επαναπατρισμό Αλβανών εργαζομένων, πράγμα που οδηγεί σε διοχέτευση γνώσης και δεξιοτήτων στην Αλβανική οικονομία. Με τον οικονομικό χειμώνα που περιμένει την Ελλάδα, όταν καθαρίσει ο καπνός της πανδημίας, αυτό το φαινόμενο αναμένεται να επαναληφθεί και πάλι. Συγχρόνως, το Αλβανικό κράτος έχει έναν λόγο χρέους/ΑΕΠ που είναι σε βιώσιμο επίπεδο και χαίρει υποστήριξης από την Ευρωπαϊκή Ένωση για τις μεταρρυθμίσεις που προωθεί, οι οποίες είναι εκτεταμένες. Αυτό θα εξηγήσει την οριακή αύξηση στην ανεργία και την μείωση στο ΑΕΠ που προβλέπονται και που ενδεχομένως να είναι από τις πιο μικρές στα Βαλκάνια που σημαίνει ότι η επιστροφή σε προ κρίσης επίπεδα θα αποδειχτεί πιο εύκολη.
Γεννήθηκε το 1995 στον Πειραιά. Είναι απόφοιτος του τμήματος Ναυτιλιακών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς και μεταπτυχιακός φοιτητής στο ΠΜΣ Εφαρμοσμένα Οικονομικά και Χρηματοοικονομικά του Οικονομικού Πανεπιστημίου Αθηνών και στο Master of Finance της Frankfurt School of Finance and Management. Ενδιαφέρεται κυρίως για διεθνή χρηματοοικονομικά, τραπεζικά, φορολογικά και εμπορικά ζητήματα, όπως και για γερμανικά, αλβανικά, ιαπωνικά και διεθνή πολιτικά ζητήματα. Ενδιαφέρεται επίσης για ζητήματα άμυνας και ασφάλειας. Είναι υπότροφος της διεθνούς ακαδημαϊκής υποτροφίας (IPS) του Γερμανικού Κοινοβουλίου και της DAAD. Μιλάει αγγλικά, γερμανικά, γαλλικά, τουρκικά, αλβανικά και ελληνικά.