Του Παναγιώτη Στέφου,
Είναι αναμφίβολο πως η λέξη samurai έχει χαραχτεί ανεξίτηλα στη συλλογική συνείδηση των ανθρώπων της εποχής μας, τόσο στην Ιαπωνία, όσο και σε παγκόσμια κλίμακα. Ο σύγχρονος κινηματογράφος και η λογοτεχνία τους έχει συνδέσει αρχετυπικά με αρετές όπως την «τιμή», τη «στωικότητα» και την «αφοσίωση», με αποτέλεσμα η μορφή ενός τέτοιου πολεμιστή να είναι αναγνωρίσιμη ακόμα και στη δική μας -πολύ διαφορετική σε πρότυπα- χώρα. Αλλά η αλήθεια είναι πως η αξία των ανθρώπων αυτών δεν συνδεόταν πάντα με την εκτέλεση στρατιωτικών καθηκόντων, ούτε στο σύνολο τους ήταν θρυλικοί ξιφομάχοι ή μυστηριώδεις ταξιδιώτες όπως εμφανίζονται στις ταινίες. Στόχος αυτής της μελέτης είναι να αναδειχθεί η κοινωνική χρησιμότητα αυτών των φιγούρων στην όψιμη φάση της περιόδου Tokugawa, και το πως μία κάστα αρχικά, αμιγώς πολεμική, μετεξελίχθηκε σε φορέα δημιουργίας κοινωνικών προτύπων.
Η περίοδος που προηγήθηκε της δυναστικής ηγεμονίας των Tokugawa είναι γνωστή ως «η Περίοδος των Μαχόμενων Κρατών». Επρόκειτο ουσιαστικά για μία εγχώρια διαμάχη που εξελίχθηκε στο σύνολο των Ιαπωνικών νήσων και διήρκεσε για περίπου 150 χρόνια. Κατά το διάστημα αυτό, η κάστα των ηγεμόνων (daimyo) στρατολογούσε τους samurai προκειμένου να εκμεταλλευτούν τις ικανότητές τους ως πολεμιστές. Μετά το τέλος της φεουδαρχικής διαίρεσης της Ιαπωνίας, οι άρχοντες και οι samurai συνδέθηκαν με μία πολιτική συμμαχία, με αποτέλεσμα από τυχοδιώκτες να μετατραπούν σε δημοσίους υπαλλήλους, με συγκεκριμένο μισθό και κοινωνική θέση που θα κληρονομούταν στους απογόνους τους.
Αντίθετα με τις υπόλοιπες κάστες της Ιαπωνίας, τα μέλη της οποίας συλλογικά αποτελούνται heimin (απλοί άνθρωποι), οι samurai δεν παρήγαγαν κάτι, ούτε εκπλήρωναν κάποια συγκεκριμένη οικονομική λειτουργία εντός της κοινωνίας. Ο ρόλος τους στην τάξη των Tokugawa αρχικά ήταν να διατηρούν τον ηθικό ιστό της χώρας, μέσω των ανδραγαθημάτων τους. Με το τέλος των ασταμάτητων πολέμων μεταξύ των αρχόντων, οι samurai σταδιακά έχασαν την ιδιότητα τους ως πολεμιστές και πλέον ουσιαστικά αποτελούσαν το δημόσιο πρόσωπο των ηγεμόνων. Η εγγραματοσύνη έγινε γι’ αυτούς σημαντικότερη από την κατοχή των πολεμικών τεχνών. Αυτή η σχέση εξουσίας μεταξύ ηγεμόνων και υπηκόων δεν ήταν αυτονόητη ούτε δημιουργήθηκε εντός μίας νυκτός. Οι Tokugawa ίδρυσαν ένα κοινωνικό σύστημα στο οποίο ένας samurai είχε το δικαίωμα να αποκεφαλίσει οποιονδήποτε δεν άνηκε στην κάστα τους, χωρίς να απαιτείται δικαιολογία. Οι ζυμώσεις που προκλήθηκαν λόγω αυτών των προτερημάτων που απέκτησαν αυτοί οι πολεμιστές δίχως πόλεμο δημιούργησαν μία αξιομνημόνευτη φιγούρα: Οι samurai έφεραν δύο σπαθιά και η χαρακτηριστική πόζα και το βάδισμα που τους δημιουργούσε αυτό το φορτίο, τους έκανε να ξεχωρίζουν από τον υπόλοιπο λαό.
Μία σύνοψη της ηθικής των samurai μπορεί να αναζητηθεί στο βιβλίο Hagakure (Στη Σκιά των Φύλλων) στο οποίο ο συγγραφέας, Yamamoto Tsunetomo, μέλος της κάστας (1659-1719), αναφέρει χαρακτηριστικά:
«Ο δρόμος του πολεμιστή βρίσκεται, όπως έχω διαπιστώσει, στο να γνωρίζει πως πρέπει να πεθάνει. Όταν κανείς έχει να επιλέξει μεταξύ της ζωής και του θανάτου, οφείλει να επιλέξει το θάνατο. Δεν υπάρχει κάτι ιδιαίτερα δύσκολο σε αυτό το σκεπτικό. Οφείλει μόνο να είναι αποφασισμένος και να προχωρήσει με αυτό που αποφάσισε.»
Τέτοιου είδους αφηγήσεις απαντούν στο ερώτημα της κοινωνικής χρησιμότητας των samurai: Ο ρόλος τους πρωτίστως, ήταν να επικεντρώνονται στο να ενσωματώνουν τις πιο πολυπόθητες κοινωνικές αρετές. Καθίσταται αυτονόητο πως αυτά τα εξαιρετικά υψηλά και ηθικά σταθμά, δεν κατέχονταν από όλα τα μέλη της κάστας αυτής. Κείμενα όπως το παραπάνω δημιουργήθηκαν, επειδή ήδη από την αρχή της περιόδου, πολλά μέλη θεωρούταν πως παραστρατούσαν από αυτόν τον εξαιρετικά αυστηρό κώδικα συμπεριφοράς. Παρ’ αυτά, η επίσημη ιδεολογία του Σογκουνάτου προωθούσε την ιδέα, πως εφόσον ο samurai όφειλε να είναι τυφλά υπάκουος στους ανωτέρους του και απόλυτα συγκεντρωμένος στις υποχρεώσεις του, όφειλε επίσης να εξυπηρετείται από άτομα χαμηλότερης τάξης, ακόμα και για απλές εργασίες, όπως τη μεταφορά της ομπρέλας του.
Η ισορροπία που δημιουργούσαν οι παραπάνω υποχρεώσεις ήταν εύθραυστη, ειδικά για τους samurai που υπηρετούσαν σε χαμηλότερα αξιώματα, και άρα είχαν χαμηλότερους μισθούς. Η τιμωρία για όσους αδυνατούσαν να εκπληρώσουν τα καθήκοντα τους ήταν σκληρότατη: Είτε η εκδίωξη από την οικογένεια και η μείωση της κοινωνικής θέσης τους σε αυτή ενός περιπλανητή (ronin), είτε απλούστερα, η θανάτωση του μέσω ενός ειδικού τελετουργικού, γνωστού επίσημα ως seppuku, ή εκλαϊκευμένα ως hara-kiri (κόψιμο της κοιλιάς).
Οι οικονομικές συνθήκες αυτών των ανθρώπων γίνονταν όλο και δυσκολότερες, καθώς το σύστημα ωρίμαζε. Εικόνες από τις αρχές του 19ου αιώνα, μιας περιόδου αναμέτρησης με τη Δύση είχε γίνει όλο και πιο εμφανής, δημιουργώντας την εντύπωση μίας αναπάντεχης εξαθλίωσης της στρατιωτικής αριστοκρατίας:
«Οι γυναίκες συνήθως έπλεναν τα μαλλιά τους δύο φορές το χρόνο, μία φορά στα μέσα του καλοκαιριού και μία κατά το τέλος του έτους. Οι άνδρες τα έπλεναν ακόμα σπανιότερα[…] Η οικογένεια δεν χρησιμοποιούσε μαξιλάρια και ακόμα και στις γιορτές προσφερόταν μόνο το πιο ταπεινό φαγητό. Στα παιδιά που δεν έτρωγαν όλο τους το φαΐ θυμιζόταν πως είναι samurai και δεν γνώριζαν πότε θα χρειαζόταν να σταλθούν στη μάχη για να πολεμήσουν.»
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Andrew Gordon, A Modern History of Japan: From Tokugawa Times to the Present, σελ. 12-15
- Marius Jensen, The Making of Modern Japan, σελ. 101-110