Της Βασιλικής Σέμκου,
Η ελληνική καθημερινότητα (εξίσου βέβαια και με τις αντίστοιχες των υπολοίπων χωρών), χαρακτηρίζεται στη σημερινή εποχή από έντονες κοινωνικές ανισότητες, συγκρούσεις και φαινόμενα, καταστάσεις, οι οποίες αποτελούν σοβαρά ζητήματα για κάθε πολιτεία, η οποία έρχεται αντιμέτωπη με τη λαϊκή δυσαρέσκεια. Οικονομικές πολιτικές που επιβαρύνουν τους πολίτες, εθνικά ζητήματα που ταλανίζουν τις συνειδήσεις και επιτάσσουν την κρατική παρέμβαση και επίλυσή τους αποτελούν τη σύγχρονη πραγματικότητα, η οποία μοιάζει με καμίνι που βράζει και που κάποια στιγμή ενδέχεται να εκραγεί. Η έκφραση της λαϊκής αυτής δυσαρέσκειας και των αιτημάτων μπορεί να γίνει με διάφορες μορφές, τόσο με ειρηνικούς τρόπους αλλά και σε πολλές περιπτώσεις με ακρότητες, που δεν ταιριάζουν σε ειρηνικές και πολιτισμένες κοινωνίες. Οι ειρηνικές περιπτώσεις λοιπόν αποτελούν την υγιή πλευρά των πραγμάτων, κατά τις οποίες διαδηλώσεις και δημόσιες εξαγγελίες δίνουν ηχηρά μηνύματα για τα αιτήματα του λαού.
Ωστόσο, δεν αποτελούν όλα τα αιτήματα το ίδιο, δεν απευθύνονται σε όλους και κυρίως δεν μπορούν να αποτελούν αιτήματα όλων, καθώς μέσα σε κάθε κοινωνία παρατηρούνται διαφορές και αποστάσεις, που αφορούν οικονομικούς και κοινωνικούς όρους. Έτσι για παράδειγμα, μια διαδήλωση σχετικά με το περιβάλλον και τις πολιτικές που το επιβαρύνουν (π.χ. καυσαέριο, εκπομπή ρύπων από εργοστάσια κλπ.) δεν αποτελεί αίτημα όλων αλλά σίγουρα οι αποφάσεις που ενδέχεται να ληφθούν, θα ευνοήσουν ένα πολύ μεγαλύτερο σύνολο του πληθυσμού από αυτό που συμμετείχε. Η παραπάνω αναφορά θα μπορούσε να εξηγηθεί πιο λεπτομερώς και κυρίως πιο εμπεριστατωμένα με την αξιοποίηση της γνωστής θεωρίας του Mancur Olson, που αφορά το ζήτημα της συλλογικής δράσης. Αποτελεί μια πολύ μεγάλη θεωρία, η οποία καλύπτει μια εξίσου μεγάλη θεωρία σκέψεων και διαπιστώσεων, ωστόσο θα περιοριστούμε στο πεδίο που αφορά τη συμμετοχή ή μη των πολιτών σε κινήσεις που συνιστούν συλλογική δράση και ένταξη.
Για τον Olson λοιπόν οι μεγάλες κοινωνικές ομάδες, που αποτελούν φορείς σκέψεις και επηρεασμού μέσα σε μια κοινωνία, δεν πρόκειται να συμμετάσχουν σε συλλογικές δράσεις εάν δεν αποτελούν προϊόντα εξαναγκασμού ή «επιλεκτικά κίνητρα», δηλαδή προσωπικοί σκοποί που θα εκπληρωθούν μέσω της διεκδίκησης από τις συλλογικές δράσεις χωρίς ωστόσο να αποτελεί πάγιο αίτημα δικό τους. Αυτές λοιπόν οι συλλογικές δράσεις (που αποτελούν ομαδικές και σύσσωμες διαδηλώσεις και κυρίως μια «ένωση» ανθρώπων με κοινές διεκδικήσεις και κοινούς αγώνες) οδηγούν στην απόκτηση του συλλογικού αγαθού. Το συλλογικό αυτό αγαθό είναι κατά κανόνα δημόσιο και αδιαίρετο, και μπορεί να αποκτηθεί ανεξάρτητα από την συμμετοχή ή μη αυτών των ομάδων και θα αποτελέσει προϊόν που θα απολαύσουν όλοι.
Όπως αναφέρει και ο ίδιος, «εάν για παράδειγμα κατορθώσουν κάποιοι “Πολίτες κατά τους Νέφους” πράγματα στην Αθήνα, όλοι θα εισπνεύσουμε καθαρότερο αέρα, χωρίς να έχουμε κάνει το παραμικρό». Η τελευταία αυτή πρόταση μπορεί οδηγήσει σε μία επόμενη διαπίστωση που αφορά ένα μεγάλο ζήτημα της θεωρίας της συλλογικής δράσης, που ακριβώς αφορά την συμμετοχή ατόμων σε κοινωνικά γεγονότα αλλά παράλληλα τη βελτίωση της θέσης τους από την απόλαυση των προνομίων που ενδέχεται να αποκτηθούν από κοινούς αγώνες. Το φαινόμενο αυτό έχει οριστεί ως «το πρόβλημα του λαθρεπιβάτη» (free rider problem). Σε κοινωνίες που διεκδικούνται πόροι, δημόσια αγαθά ή υπηρεσίες, υπάρχουν άνθρωποι οι οποίοι επωφελούνται χωρίς να συνεισφέρουν το μερίδιό που τους αναλογεί. Αποτελεί λοιπόν μια συμπεριφορά, που είναι συνηθισμένη με αγαθά που δεν μπορούν να αποκλειστούν, όπως τα δημόσια και τα κοινά αγαθά (αγαθά δηλαδή που θα αποκτηθούν από όλους), με αποτέλεσμα άτομα ή ομάδες ατόμων να δρουν σε βάρος των υπολοίπων.
Παραδείγματα δημοσίων αγαθών αποτελούν η εθνική άμυνα, η ασφάλεια, η δικαιοσύνη κ.λπ. Η παραπάνω συμπεριφορά λοιπόν αποτελεί μια μη ορθολογική, κατά την οποία δεν χρειάζεται ο καθένας ατομικά να δαπανήσει χρόνο, χρήμα και ενέργεια καθότι ο σκοπός θα επιτευχθεί και χωρίς την κατά τα άλλα «ασήμαντη» συμμετοχή του. Έτσι λοιπόν «λαθραία» άτομα εισέρχονται στο «κοινωνικό καράβι» και ακυρώνουν τους αγώνες που χαρακτηρίζονται από μαζική σύρραξη και συντονισμό, δράσεις που ενισχύουν την κοινωνική ενότητα, και παραμένουν αδρανείς στις κοινωνίες που έχουν ανάγκη από τη συμμετοχή όλων.
Με γνώμονα τα παραπάνω μπορούμε να θεωρήσουμε ότι τα σημερινά φαινόμενα είναι παθογενή. Δεν αποτελούν όλοι μέλη μια συλλογικής δράσεις και κυρίως δεν έχουν όλη την αίσθηση της ευθύνης και της ενεργούς συμμετοχής σε γεγονότα που ενδέχεται να οδηγήσουν σε σημαντικές αλλαγές και καινοτομίες. Τα αιτήματα και η δυσαρέσκεια ωστόσο κλιμακώνονται και διαρκώς ενισχύονται από γεγονότα που δημιουργούν ένταση και αναβρασμό. Σε ποιον λοιπόν βαθμό μπορεί η θεωρία της συλλογικής δράσης, που ωστόσο, όπως φαίνεται, δεν είναι συλλογική, να αποτελέσει συνθήκη αλλαγής και επανάστασης; Και κυρίως με ποιον τρόπο θα καταστεί δυνατό να γίνουν τα αιτήματα των λίγων και αιτήματα των πολλών προκειμένου να προωθηθούν επί ίσοις όροις; Κατά τον Μάρκο Αυρήλιο, «είσαι ωφελημένος, εάν έκανες κάτι για το κοινωνικό σύνολο». Μπορεί το όφελος να πάψει να είναι ατομικό;