Της Γεωργίας Δέδε,
Οι πρόσφυγες και οι μετανάστες αποτέλεσαν ένα θέμα αμφιλεγόμενο για την Ευρώπη και ιδιαίτερα για την Ελλάδα, συνιστώντας ένα κοινωνικό ζήτημα έντονης διχογνωμίας και πολιτικής εκμετάλλευσης. Το πλήθος των εισροών αλλοδαπών και αλλόθρησκων περιγράφει με σαφήνεια την εποχή στην οποία ζούμε, αυτήν της μετανάστευσης. Οι πληθυσμιακές μετακινήσεις φαίνεται να δημιουργούν κρίσιμα ερωτήματα σχετικά με την κοινωνική ένταξη των ανθρώπων αυτών στον κοινωνικό ιστό, υπό τον φόβο της πολιτισμικής αλλοίωσης του ελληνικού ορθόδοξου στοιχείου. Το ξέσπασμα της λεγόμενης «προσφυγικής κρίσης» φαίνεται να έχει πιάσει τον ελληνικό λαό σε μια κατάσταση εθνικής και πολιτισμικής απομόνωσης, σε μια κατάσταση αυτόματου χαρακτηρισμού κάθε ξένου ως απόβλητου. Προτού κραυγάσουμε ξανά «Πας μη Έλλην Βάρβαρος» και αφού αφαιρέσουμε τα εθνικά μυωπικά γυαλιά, αξίζει να διακρίνουμε τα κίνητρα μετακίνησης των διαφορετικών πληθυσμιακών ομάδων που αναζητούν καταφύγιο στη χώρα μας, τα οποία συχνά παραμένουν επιλεκτικά άγνωστα στην ελληνική κοινωνία.
Σύμφωνα με την Πύλη Δεδομένων Μετανάστευσης, οι μετανάστες, σε παγκόσμια βάση, κατά το 2ο εξάμηνο του 2019 ξεπέρασαν τα 271 εκατομμύρια (Migration Data Portal, 2020). Συνεπώς, ο αριθμός των ανθρώπων που έχουν βιώσει την εμπειρία ξεριζωμού και αναζήτησης μιας ποιοτικότερης μορφής ζωής, είναι πολύ μεγαλύτερος από αυτόν που σκεφτόμαστε και σίγουρα υπερβαίνει τα εθνικά κι ευρωπαϊκά μας σύνορα. Μακριά από κάθε μορφή μισαλλοδοξίας, οι άνθρωποι που αναγκάζονται να εγκαταλείψουν το σπίτι τους, τα χώματα στα οποία γεννήθηκαν, διακρίνονται σε τρεις ευρύτερες κατηγορίες: τους πρόσφυγες, τους μετανάστες και τους αιτούντες άσυλο. Σύμφωνα με τη Σύμβαση της Γενεύης (1951), ως πρόσφυγας ορίζεται το πρόσωπο που έχει εγκαταλείψει τη χώρα καταγωγής του, επειδή διατρέχει σοβαρό κίνδυνο δίωξης σε αυτήν, λόγω πολιτικών ή θρησκευτικών πεποιθήσεων, φυλετικών και εθνοτικών εις βάρος του διακρίσεων, καθώς κι εξαιτίας περιβαλλοντικών και κλιματικών αλλαγών. Παράδειγμα εκτοπισμένων λόγω περιβαλλοντικών καταστροφών είναι το Μπαγκλαντές, όπου οι καταστροφικοί κυκλώνες της τελευταίας δεκαετίας προκάλεσαν ένα κύμα εσωτερικής μετανάστευσης 4,1 εκατομμυρίων ανθρώπων (ΙDMC, 2020). Αυτού του είδους μεταναστευτικές ροές απαντούν στην επιτακτική ανάγκη προστασίας της ζωής και πρόσβασης στα απαραίτητα προς επιβίωση αγαθά. Κατά το Άρθρο 33 της ίδιας Σύμβασης, οι πρόσφυγες δικαιούνται διεθνή προστασία, και κανένα κράτος δεν επιτρέπεται να απορρίψει ή να επαναπροωθήσει τους πρόσφυγες σε χώρες όπου η ζωή και η ελευθερία τους βρίσκονται σε κίνδυνο (UNHCR, 1951). Η «προσφυγική κρίση» του 2015 προκάλεσε κύματα προσφύγων από χώρες σε εμπόλεμη κατάσταση όπως η Συρία, το Αφγανιστάν, το Ιράκ, καθώς και από χώρες της Βόρειας Αφρικής, ως συνέπεια της εγκαθίδρυσης του Ισλαμικού Κράτους.
Ως μετανάστης χαρακτηρίζεται κάθε άνθρωπος που κινείται ελεύθερα εκτός των συνόρων της χώρας καταγωγής του, γεγονός που ισοδυναμεί με αλλαγή τόπου κατοικίας, με σκοπό την εύρεση εργασίας, τις σπουδές ή την επανένωση με συγγενείς που ήδη διαμένουν στη χώρα υποδοχής. Χαρακτηριστικό παράδειγμα σύγχρονων μεταναστών αποτελούν οι περίπου 37.000 Έλληνες νέοι και νέες που σπουδάζουν σήμερα στο εξωτερικό προς αναζήτηση επαγγελματικής αποκατάστασης κι οικονομικής ευημερίας (HQA, 2017).
Καθώς οι όροι πρόσφυγας και μετανάστης διαφοροποιούνται στον βαθμό της επιτακτικότητας και της ανελευθερίας, ο/η αιτών/αιτούσα άσυλο είναι το πρόσωπο σε μετάβαση. Είναι με λίγα λόγια το πρόσωπο που έχει εισέλθει στη χώρα υποδοχής, καθώς βρίσκεται σε κίνδυνο τόσο η ζωή όσο και τα δικαιώματά του, ωστόσο, το κράτος υποδοχής δεν έχει ακόμη προχωρήσει στην αναγνώρισή του status του ως πρόσφυγα, μέσω της νομικής αναγνώρισης του κινδύνου που δύναται να υφίσταται. Συχνά, οι αιτούντες άσυλο γίνονται ο αποδιοπομπαίος τράγος, καθώς ο χαμηλός ρυθμός αναγνώρισης του status τους στρέφει την κοινή γνώμη λανθασμένα προς την αντίληψη ότι παρέχεται άσυλο σε κατ’ ευφημισμό αιτούντες, οι οποίοι δεν διατρέχουν κανέναν κίνδυνο κι απλώς θέλουν να εισέλθουν και να αλώσουν τη χώρα. Ας σταθούμε εδώ κι ας αναρωτηθούμε: είμαστε σε θέση να κρίνουμε τους λόγους που ωθούν έναν άνθρωπο να εγκαταλείψει την πατρίδα του; Η απάντηση είναι ρητά αρνητική.
Στον αντίποδα των παραγόντων «ώθησης» (push factors) που επιδρούν σημαντικά στην αύξηση των ατόμων που επιζητούν τα επουσιώδη, όπως ευκαιρία για επιβίωση, ασφάλεια και ποιότητα ζωής, βρίσκεται ένας βασικός παράγοντας «έλξης» (pull factor) των σύγχρονων μεταναστευτικών ροών που δρα ως καταλύτης: οι κανόνες της αγοράς. Βάσει των θεωριών μετανάστευσης, η εισοδηματική φτώχεια και τα υψηλά επίπεδα ανεργίας της χώρα προέλευσης, από κοινού με την υψηλή ζήτηση εργατικού δυναμικού στη χώρα υποδοχής μπορούν να οδηγήσουν ορισμένους ανθρώπους προς προνομιούχες χώρες, όπως συνέβη κατά την δεκαετία του ’90 με την εισροή πληθυσμών από την Αλβανία προς τις πάλαι ποτέ υψηλά εισοδηματικά Ελλάδα και Ιταλία. Με τον ίδιο τρόπο σήμερα οι μεταναστευτικές ροές κινούνται προς τις οικονομικές ναυαρχίδες της Ευρώπης: Γερμανία, Γαλλία, Ολλανδία. Στις χώρες αυτές, οι νόμοι της φιλελεύθερης αγοράς και του αέναου κέρδους υπερισχύουν, αυξάνοντας κατακόρυφα τη ζήτηση χαμηλού κόστους ανθρώπινου δυναμικού και δίνοντας μια υπόρρητη υπόσχεση για ένα καλύτερο μέλλον.
Προτού, εκ του ασφαλούς, λοιδορήσουμε κι αφαιρέσουμε το δικαίωμα κάθε ανθρώπου στη ζωή, στην ελευθερία και στην προσωπική ασφάλεια, ας αναρωτηθούμε ποιο κομμάτι ευθύνης μάς αναλογεί σχετικά με την υποδοχή, την ομαλή ένταξη αυτών στην κοινωνία και την ειρηνική συνύπαρξη όλων μας. Γιατί είναι σαφές πως η κοινωνική ευθύνη είναι δική μας. Άλλωστε στο ερώτημα γιατί οι πρόσφυγες, οι μετανάστες, οι αιτούντες άσυλο, υπάρχουν, και γιατί μετακινούνται, η απάντηση είναι απλή και αποστομωτική˙ όσο ο άνθρωπος έχει πόδια θα μετακινείται και θα αναζητά ασφάλεια κι ελπίδα.