11.9 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά Θέματα«Ενδεχόμενος Δόλος ή Ενσυνείδητη Αμέλεια;» Το Δίλημμα της Δικαιοσύνης

«Ενδεχόμενος Δόλος ή Ενσυνείδητη Αμέλεια;» Το Δίλημμα της Δικαιοσύνης


Της Ελληκαίτης Κουρτάκη,

Στις αρχές του 21ου αιώνα, η χώρα μας βρίσκεται αντιμέτωπη με σειρά τραγικών γεγονότων, πολύνεκρων δυστυχημάτων με έντονα αντικοινωνικό χαρακτήρα, όπως οι θανατηφόρες καταρρεύσεις κτιρίων, στα οποία είχαν γίνει παράνομες οικοδομικές παρεμβάσεις και επλήγησαν από τον σεισμό της Πάρνηθας, το ναυάγιο του (Ε/Γ-Ο/Γ) Εξπρές Σάμινα, η οδύνη για την απώλεια των μαθητών στα Τέμπη και η τραγική πτώση του λεωφορείου στον ποταμό Αλιάκμονα. Η ως άνω πραγματικότητα απασχόλησε επί μακρόν την ελληνική κοινωνία και, συνακόλουθα, την ελληνική ποινική δικαιοσύνη στο μέτρο που οι δικαστικές αρχές, λειτουργώντας υπό την πίεση των ΜΜΕ και ευρισκόμενες απέναντι σε ένα ανεπαρκές ποινικό οπλοστάσιο, «θυσίασαν» το παραδοσιακό ποινικό δόγμα μέσα από ακροβατισμούς και τεχνάσματα στον βωμό μιας contra legem ερμηνείας των αφορουσών στην υποκειμενική υπαιτιότητα ποινικών διατάξεων, με σκοπό τον κατευνασμό του κοινού περί δικαίου αισθήματος και την παραδειγματική τιμωρία των υπαιτίων.

Αποτέλεσμα αυτών ήταν μια νέα προβληματική, η ρευστή και δυσδιάκριτη γραμμή μεταξύ του ενδεχόμενου δόλου και της ενσυνείδητης αμέλειας, η οποία μέχρι σήμερα φαίνεται να ταλανίζει τον ποινικό μας κόσμο. (Εννοιολογική διευκρίνιση: Ενδεχόμενος δόλος δεν σημαίνει «ενδέχεται να υπάρχει δόλος» καθώς κάτι τέτοιο θα ήταν αντίθετο στο τεκμήριο αθωότητας του κατηγορουμένου, ο δόλος του οποίου οφείλει να αποδεικνύεται στο δικαστήριο πέραν πάσης εύλογης αμφιβολίας. Αντιθέτως, σημαίνει ότι ο δράστης προέβλεψε το ενδεχόμενο αποτέλεσμα, την πιθανή, δηλαδή, επέλευσή του).

Μια πρώτη απλοϊκή προσέγγιση προκύπτει από την παράθεση 2 καθημερινών παραδειγμάτων. Παράδειγμα για ενδεχόμενο δόλο: ο Χ, φυγάς, οδηγώντας με υπερβολική ταχύτητα στην προσπάθειά του να ξεφύγει από τα περιπολικά που τον καταδιώκουν, μολονότι βλέπει ότι διασχίζει τον δρόμο η Α, δεν μειώνει ταχύτητα με αποτέλεσμα να προκαλέσει τον θάνατό της. Παράδειγμα για ενσυνείδητη αμέλεια: Ο Ψ, όντας μεθυσμένος, οδηγεί το αυτοκίνητό του, διαβλέποντας τον κίνδυνο πρόκλησης κάποιου ατυχήματος, αλλά πιστεύοντας στις δυνατότητές του έχει την πεποίθηση ότι θα φτάσει σπίτι σώος. Σε μία απότομη στροφή, χάνει τον έλεγχο του αυτοκινήτου του, χτυπάει το αυτοκίνητο του Β και προκαλεί τον θάνατο αυτού και της συζύγου του, Δ.

Η γειτνίαση των όρων και η σύγχυση που αυτή προκαλεί αποτυπώνεται στην πρακτική εφαρμογή της νομικής επιστήμης μέσα από το πλήθος των εκ διαμέτρου αντίθετων δικαστικών αποφάσεων και προσεγγίσεων για την ίδια παραβατική συμπεριφορά. Οι αυτές έννοιες συναντώνται στα εγκλήματα με «υπερχειλή υποκειμενική υπόσταση», δηλαδή σε εγκλήματα των οποίων η νομοτυπική μορφή περιέχει υποκειμενικά στοιχεία του αδίκου, τα οποία δεν αντιστοιχούν σε κάποιο αντικειμενικό στοιχείο. Αυτή η υποκειμενική υπαιτιότητα του δράστη, που δύναται να λαμβάνει είτε τη μορφή δόλου είτε τη μορφή της αμέλειας, αποτελεί την απαραίτητη προϋπόθεση καταλογισμού σε ενοχή.

Ο ενδεχόμενος δόλος, ως μορφή υπαιτιότητας, αποτελεί το οριακό σημείο μεταξύ των 2 εννοιών (δόλου και αμέλειας) ενώ, λαμβάνοντας υπόψιν τον συσχετισμό εγκλημάτων και ποινών και την διαμόρφωσή τους στο ελληνικό ποινικό σύστημα, καθορίζει και τα όρια μεταξύ κακουργήματος και πλημμελήματος. Συγκεκριμένα, το άρθρο 26 ΠΚ ορίζει ότι τα κακουργήματα τιμωρούνται μόνο όταν τελούνται  με δόλο, ενώ τα πλημμελήματα κατά κανόνα τιμωρούνται όταν τελούνται με δόλο και κατ’ εξαίρεση, στις περιπτώσεις που αυστηρά ορίζονται από τον νόμο, τιμωρούνται και όταν τελούνται από αμέλεια (π.χ. ανθρωποκτονία από αμέλεια άρθρο 302 ΠΚ, σωματική βλάβη από αμέλεια άρθρο 314 ΠΚ). Η σπουδαιότητα της χάραξης αυτών των ορίων έγκειται στο γεγονός ότι τα εγκλήματα τιμωρούνται πάντοτε και βαρύτερα όταν διαπράχθηκαν με δόλο, ενώ ελαφρότερα ή μένουν ατιμώρητα (καθώς υπάρχουν ορισμένες εμφανίσεις της εγκληματικής συμπεριφοράς που είναι νοητές μόνον σε σχέση με την δόλια τέλεσή τους, όπως η απόπειρα) όταν προκλήθηκαν από αμέλεια.

Περνώντας, δε, στον αυτοτελή ορισμό του ενδεχόμενου δόλου από τον Έλληνα νομοθέτη, αυτός αποτυπώνεται στο άρθρο 27 ΠΚ. Αναλυτικότερα, με ενδεχόμενο δόλο ή «δόλο αποδοχής του ενδεχομένου» πράττει όποιος αποβλέποντας σε κάτι άλλο, εκτιμά ότι η εκπλήρωση της επιδιώξεώς του θα έχει ως πιθανή συνέπεια την πραγμάτωση του αξιόποινου αποτελέσματος και, παρά τούτο, τελεί την εν λόγω πράξη. Έτσι, «αποδέχομαι» τον κίνδυνο σημαίνει ότι σταθμίζω τα υπέρ και τα κατά με βάση τα δεδομένα στοιχεία και αποφασίζω να προβώ στην πράξη, ενώ αναγνωρίζω το εγκληματικό γεγονός ως πιθανό (ενδεχόμενο) και το αποδέχομαι, υπό την έννοια ότι δίνω προτεραιότητα σε μια συμπεριφορά και αδιαφορώ για την τύχη του εννόμου αγαθού που θέτω σε κίνδυνο, προχωρώντας στην επιδίωξη του στόχου μου, παρά τον υψηλό βαθμό επικινδυνότητας των ενεργειών μου.

Πέραν, όμως, των δόλιων πράξεων υπάρχουν και περιπτώσεις «επίμεμπτης» απροσεξίας. Οι εν λόγω «συμπεριφορές» εμπίπτουν στο πεδίο εφαρμογής του άρθρου 28 ΠΚ, στο οποίο οροθετείται εννοιολογικά το περιεχόμενο της «αμέλειας». Η αμέλεια διαπιστώνεται στις περιπτώσεις εκείνες όπου ο δράστης -υπό τις συγκεκριμένες συνθήκες στις οποίες βρέθηκε και σύμφωνα με τα βιώματα της ζωής του, τις προσωπικές του ικανότητες, γνώσεις, περιστάσεις και εμπειρίες από το επάγγελμα του κ.λπ.- προβλέπει ως ενδεχόμενη την αιτιατή σύνδεση της μυϊκής του ενέργειας ή αδράνειας με το εγκληματικό αποτέλεσμα, πλην όμως δεν καταβάλει την απαιτούμενη κατά αντικειμενική κρίση προσοχή, την οποία οφείλει να καταβάλει κάθε μετρίως συνετός και ευσυνείδητος άνθρωπος που ευρίσκεται υπό τις ίδιες περιστάσεις, και προβαίνει στην εν λόγω πράξη έχοντας την πεποίθηση/πίστη ότι θα δεν θα επέλθει το εγκληματικό γεγονός.

Βλέπουμε, λοιπόν, ότι η αποδοχή του εγκληματικού αποτελέσματος αποτελεί, κατά τα ανωτέρω, το κυρίαρχο στοιχείο της έννοιας του ενδεχόμενου δόλου, ενώ εννοιολογικά διαφέρει ουσιωδώς από την πίστη ότι αυτό δεν θα επέλθει, η οποία αποτελεί στοιχείο της ενσυνείδητης αμέλειας αλλά και την ειδοποιό διαφορά μεταξύ των δύο εννοιών, η οποία βρίσκεται σε πλήρη σύμπνοια με την «θεωρία της αποδοχής». Ειδικότερα, το γνωστικό στοιχείο και των δύο ομοιάζει, καθώς σε αμφότερες ο δράστης πιθανολογεί την επέλευση του αποτελέσματος. Διαφέρουν, όμως, στο βουλητικό στοιχείο, διότι στην ενσυνείδητη αμέλεια ο δράστης αποκρούει εσωτερικά το αποτέλεσμα, ενεργεί όμως διότι αφελώς πιστεύει ότι θα το αποτρέψει ενώ στον ενδεχόμενο δόλο κατά την κρίσιμη χρονική στιγμή της πράξεως ή παραλείψεώς του δεν το  απωθεί από τη συνείδησή του το αλλά, αντιθέτως, το επιδοκιμάζει.

Επομένως, στις πολύκροτες υποθέσεις που αναφέρθηκαν εισαγωγικά, το επιτακτικό της μεταστροφής της νομολογίας αφενός και της εισαγωγής μιας τρίτης βαθμίδας υπαιτιότητας στο ποινικοδικαιικό μας σύστημα αφετέρου θα  πρέπει να αναζητηθεί στο πεδίο της αντεγκλητικής και, εν γένει, γενικοπροληπτικής πολιτικής, καθώς μέσω των ως άνω ρυθμίσεων σκοπείται η αποτελεσματικότερη τιμώρηση και καταστολή τέτοιων περιφρονητικών ή εντόνως αντικοινωνικών συμπεριφορών.


Πηγές
  • Μπέκας Γιάννης, Πρακτική Διδασκαλία Ποινικού Δικαίου
  • Χαραλαμπάκης Αριστοτέλης, Επιτομή Ποινικού Δικαίου Γενικό Μέρος

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ελληκαίτη Κουρτάκη
Ελληκαίτη Κουρτάκη
Γεννήθηκε στην Κόρινθο το 1999. Διανύει το τρίτο έτος των προπτυχιακών της σπουδών στο τμήμα της Νομικής του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης ενώ, παράλληλα, προσπαθεί να συλλέγει γνώσεις και εμπειρίες τόσο από τον εσωτερικό όσο και από τον ευρωπαϊκό και διεθνή δικαιϊκό κόσμο, παρακολουθώντας σεμινάρια και ημερίδες που άπτονται του αντικειμένου της. Στα έξω-νομικά της ενδιαφέροντα περιλαμβάνονται ο εθελοντισμός, η ανάγνωση βιβλίων και, κατά τον τελευταίο χρόνο, η αρθρογραφία.