Της Αλεξάνδρας Σελίμη,
Δεν είναι λίγες οι φορές που σπουδαία λογοτεχνικά έργα ενέπνευσαν μεγάλους συνθέτες να γράψουν συμφωνική μουσική. Άλλοτε με την έννοια της προγραμματικής μουσικής, δηλαδή της μουσικής που ακολουθεί ένα εξωμουσικό πρόγραμμα, και άλλοτε απλώς ως έμπνευση, χωρίς να ακολουθείται αυστηρά κάποιο κείμενο. Από τα μέσα του 19ου αιώνα με το κίνημα του ρομαντισμού, η στροφή προς τη λογοτεχνία γίνεται έκδηλη και στη μουσική. Έτσι, βλέπουμε λογοτεχνικά έργα να αναβιώνουν μέσα από τους κόλπους της μουσικής. Η τάση αυτή βέβαια δεν παύει με το πέρασμα του ρομαντισμού. Κατά τη διάρκεια του 20ου αιώνα, αλλά και του 21ου τέτοια έργα καλούνται να μετενσαρκωθούν σε ταινίες, όπερες, θεατρικά έργα, μπαλέτα και υπάρχει σχεδόν πάντα το αίτημα της μουσικής επένδυσης. Αξίζει να αναφερθούμε σε μερικές περιπτώσεις.
Προηγουμένως αναφερθήκαμε στην προγραμματική μουσική. Τι εννοούμε όμως με τον όρο αυτό; Ως βασική τεχνική του ρομαντισμού οι συνθέτες συνήθιζαν να γράφουν μουσική εμπνευσμένη από λογοτεχνικά έργα, πίνακες, καταστάσεις της ζωής και της φύσης. Ιδιαίτερη μνεία αξίζει στο έργο Σεχραζάτ του Ρώσου συνθέτη Ρίμσκι-Κόρσακοφ. Το έργο αντλεί έμπνευση από τις Χίλιες και Μία Νύχτες, τη συλλογή των αραβικών παραμυθιών. Γράφεται το 1888 και παρουσιάζει τέσσερις ιστορίες, μία για κάθε ένα από τα τέσσερα μέρη της συμφωνικής αυτής σουίτας. Ο Ρίμσκι-Κόρσακοφ παρουσιάζει με δύο μελωδίες τη σουλτάνα Σεχραζάτ και τον σουλτάνο Σαχριάρ και τις επαναφέρει συνεχώς στο έργο, ενώ αποδίδει με εμπνευσμένη ενορχήστρωση θαλάσσιες εικόνες και σκηνές μάχης. Το έργο αποτελεί ένα από τα πιο αγαπημένα του μουσικού κόσμου.
Και άλλοι συνθέτες αντλούν έμπνευση από τη λογοτεχνία. Πολλοί θα βρουν αυτή την έμπνευση στο έργο του Γκαίτε, όπως ο Λιστ, ο Μπερλιόζ, ο Σούμπερτ και ο Σούμαν. Ο Φρανς Λιστ θα γράψει τη Συμφωνία του Φάουστ αλλά και τη Συμφωνία του Δάντη βασισμένη στη Θεία Κωμωδία. Όσον αφορά την όπερα, είναι εκ των προτέρων βασισμένη σε ένα λιμπρέτο, δηλαδή ένα κείμενο. Φυσικά υπάρχουν περιπτώσεις, που το έργο προϋπήρχε της πρόθεσης της σύνθεσης της όπερας και τότε το λιμπρέτο δημιουργήθηκε με βάση αυτό. Τέτοιες περιπτώσεις συναντάμε στην Τραβιάτα του Βέρντι βασισμένη στην Κυρία με τις καμέλιες του Αλέξανδρου Δουμά και την Κάρμεν του Ζωρζ Μπιζέ βασισμένη στην ομώνυμη νουβέλα τού Προσπέρ Μεριμέ.
Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσες είναι και οι περιπτώσεις, όταν έχουμε τη συμβολή και άλλων τεχνών εκτός της μουσικής και της λογοτεχνίας, όπως το μπαλέτο για παράδειγμα. Δεν θα μπορούσαμε να μην αναφέρουμε το περίφημο Ρωμαίος και Ιουλιέτα. Η ιστορία αυτή, η οποία συγκινεί την ανθρωπότητα για πάνω από τέσσερις αιώνες, έχει υποστεί πολλές προσαρμογές στο θέατρο, στην όπερα και στον κινηματογράφο. Μία από τις διασημότερες προσαρμογές του έργου είναι αυτή του Σεργκέι Προκόφιεφ. Μετά την πρεμιέρα του μπαλέτου το 1938, μερικά από τα σπουδαιότερα μπαλέτα του κόσμου θα ανεβάσουν διάφορες παραγωγές του στα χέρια χορογράφων, όπως ο Ρούντολφ Νουρέγιεφ, ο Γιούρι Γκριγκόροβιτς και ο Τζον Κράνκο. Η μουσική του Προκόφιεφ είναι γεμάτη συγκινησιακές στιγμές ειδικά στα μέρη που ανταμώνει το νεαρό ζευγάρι, παρουσιάζει κωμικά δευτερεύοντες ήρωες και σκιαγραφεί την Ιουλιέτα γεμάτη ευαισθησία. Άλλα σπουδαία μπαλέτα που ακολούθησαν παρόμοια πορεία είναι η Ωραία Κοιμωμένη του Τσαϊκόφσκι και η Σταχτοπούτα επίσης του Προκόφιεφ βασισμένα στα παραμύθια των Σαρλ Περώ και Αδερφών Γκρίμ αντιστοίχως.
Εξίσου ενδιαφέρουσα είναι η περίπτωση της επένδυσης στον κινηματογράφο και στο θέατρο. Η πρόκληση εδώ είναι πως η μουσική πρέπει να υποστηρίζει την πλοκή και να μην επισκιάζει το έργο. Συνεπώς, για να είναι επιτυχές το εγχείρημα, η μουσική δεν πρέπει να είναι καλύτερη από το έργο, αλλά ιδανικά εξίσου καλή. Προσθέτοντας ένα ακόμη από τα αριστουργήματα του Σαίξπηρ στη λίστα μας, το Όνειρο Θερινής Νυκτός αποτελεί ένα τέτοιο παράδειγμα. Η κωμωδία θα πάρει νέα υπόσταση όταν το 1843 ο βασιλιάς της Πρωσίας Φρειδερίκος Γουλιέλμος Δ΄ θα ζητήσει από τον Γερμανό συνθέτη Φέλιξ Μέντελσον να γράψει μουσική επένδυση για μια παραγωγή του έργου. Στο έργο, ο Μέντελσον αντικατοπτρίζει με χάρη και ζωηράδα τη μαγική ατμόσφαιρα του δάσους και των ξωτικών, ιδιαίτερα στο φωνητικό Ye spotted snakes. Καλύπτει μουσικά τα περάσματα από τη μία πράξη στην άλλη δίνοντας συνοχή στο έργο και στο ενδιάμεσο εμπλουτίζει τη σκηνική δράση με μελοδραματικά στοιχεία και χορευτικά μέρη.
Όσο αφορά τον κινηματογράφο, τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, καθώς και οι φορές που το βιβλίο μεταφέρθηκε στην έβδομη τέχνη. Το Λογική και Ευαισθησία της Τζέιν Όστεν όταν μεταφέρθηκε το 1995 στον κινηματογράφο από τον Ανγκ Λι, έπρεπε να έχει μια μουσική ανάλογη της εποχής, όπου διαδραματιζόταν το έργο. Αυτή τη δουλειά ανέλαβε ο Πάτρικ Ντόιλ και πολύ επιτυχημένα απέδωσε το μουσικό στίγμα του 18ου αιώνα και του κλασικού μουσικού ύφους. Στα μυθιστορήματα της Τζ. Κ. Ρόουλινγκ βασίστηκαν οι ταινίες Χάρι Πότερ, για τη μουσική των οποίων χρειάστηκαν τέσσερις πολύ σπουδαίοι και πολυβραβευμένοι συνθέτες, μεταξύ των οποίων ο Ντόιλ, ο Αλεξάντερ Ντεσπλά, ο Νίκολας Χούπερ και φυσικά ο οσκαρικός Τζον Γουίλιαμς, χωρίς τη μουσική των οποίων, οι ταινίες θα ήταν κάτι τελείως διαφορετικό από αυτό που γνωρίζουμε σήμερα και ενδεχομένως να μην είχαν γνωρίσει την ίδια επιτυχία.
Αυτά βέβαια είναι μόνο μερικά και αντιπροσωπευτικά παραδείγματα. Οι τέχνες συνέχεια προσφέρουν έμπνευση η μία στην άλλη. Η «μετάφραση» ωστόσο, ενός κειμένου από ένα τόσο «καθαρό» μέσο επικοινωνίας, όπως η γλώσσα σε μία τόσο αφηρημένη, αλλά και ταυτόχρονα οικουμενική διάλεκτο, όπως η μουσική -και πόσο μάλλον η συμφωνική μουσική- είναι ένα πολύ δύσκολο εγχείρημα, που μόνο εξαιρετικοί συνθέτες μπορούν να φέρουν εις πέρας. Τις φορές εκείνες, όταν οι τέχνες «συνεργάζονται» στην καλλιτεχνική δημιουργία, προκύπτουν έργα που προωθούν την ανθρώπινη διανόηση ένα βήμα παραπάνω χαρίζοντας στιγμές δέους και περηφάνιας στο κοινό τους.