Της Εύας Μόσχου,
Αρχές 19ου αιώνα και η Ιστορία της Τέχνης στρέφεται σε κλασικές τάσεις, που αναβιώνουν την αρχαία ελληνική και τη ρωμαϊκή τέχνη. Κλασικά πρότυπα, βέβαια, είχαμε και κατά την περίοδο της Αναγέννησης, με κύριο εκπρόσωπό τους, τον Ραφαήλ. Αυτή τη φορά, ο «κλασικισμός» -που σημαίνει το να αποδεχθεί μια εποχή, ως πρότυπο για την τέχνη της, τις αρχές της αρχαίας κλασικής τέχνης- πλάθεται, ως νοοτροπία, γύρω από δύο κομβικά έργα, τον «Απόλλωνα του Belvedere» και το «Σύμπλεγμα του Λαοκόωντος». Πρακτικά, ο αρχαιογνώστης Johann Joachim Winckelmann (1717-1768) στοιχειοθέτησε τη θεωρία του Νεοκλασικισμού με βάση τα προαναφερθέντα έργα. Διατύπωσε την αρχή πως τα νεοκλασικά έργα διέπονται από δύο βασικά στοιχεία: «την ευγενή απλότητα και το ήρεμο μεγαλείο». Στην αρχαία τέχνη, όπως και στη φύση, δεν υπάρχει ασυμμετρία, μόνο αρμονία. Φυσικά, η τέχνη αποτελεί εξιδανίκευση της φύσης και όχι απλή αναπαραγωγή. Πάντως, η ζωγραφική της περιόδου χαρακτηρίζεται από την απουσία ψυχικού πάθους και από τη φειδώ στην έκφραση συναισθημάτων.
Νεοκλασικισμός
Αν και άκμασε στη Γαλλία, βρήκε υποστηρικτές και στην Αγγλία, τη Γερμανία και τη Ρώμη. Ως κίνημα, συνδέθηκε στενά με τις ιδέες του Διαφωτισμού, που ήθελαν τον άνθρωπο να επιστρέφει στις πατρογονικές του αξίες, παρά τις όποιες επιστημονικές εξελίξεις. Η ιδέα της ισότητας των λαών θεωρήθηκε ότι μπορεί να επιτευχθεί μέσω της μίμησης της αρχαίας τέχνης, που θα οδηγούσε έτσι στην απλότητα της φύσης, όπου κυριαρχεί το αληθινό, το μέτρο και ο κανόνας, με αποτέλεσμα την ηθική και την πολιτική αναγέννηση της ανθρωπότητας. Μια τέτοια ζωγραφική, βέβαια, δεν ήταν δυνατό να μην είχε ως βάση της εκπαίδευσής της τις Ακαδημίες του Παρισιού. Οι μαθητές εκπαιδεύονταν αντιγράφοντας εκμαγεία αρχαίων έργων τέχνης. Η ακαδημαϊκή ζωγραφική πρόσταζε αγαλματώδεις μορφές, καθαρά περιγράμματα και ισορροπημένες συνθέσεις.
Η Γαλλία, την ίδια εποχή, βρισκόταν σε πολιτικό αναβρασμό με τις συνεχείς μεταβολές πολιτευμάτων. Η περίοδος από την έκρηξη της Επανάστασης, το 1789, ως το 1815, με την Παλινόρθωση -την επαναφορά, δηλαδή, της προγενέστερης κατάστασης πραγμάτων, μετά την ήττα του Ναπολέοντα στο Βατερλό- ήταν εξαιρετικά περίπλοκη. Αρκεί να αναφέρουμε ότι, μέχρι το 1795, είχαν ψηφιστεί τρία συντάγματα, με το καθένα να κρίνεται ανεπαρκές.
Juliette Récamier
Μέσα στη δίνη της Επανάστασης, η αστική τάξη παρουσιάζεται δυναμική. Ανάμεσα στο πλήθος των νεαρών αριστοκρατισσών, μία ξεχώρισε και θεωρήθηκε πρότυπο ομορφιάς μιας ολόκληρης εποχής. Πρόκειται για την Juliette Récamier (1777-1849), γόνο εύπορης οικογένειας από τη Λυών. Σύντομα, με την οικογένειά της, μετακόμισε στο Παρίσι, όπου, σε ηλικία δεκαπέντε ετών, παντρεύτηκε έναν τραπεζίτη, τριάντα χρόνια μεγαλύτερό της. Η Επανάσταση και οι συνέπειές της συνετέλεσαν στην εξάπλωση του ονόματός της. Δεν είχε κάποιο ιδιαίτερο προσόν ή ταλέντο, παρά μόνο τη φυσική της χάρη, που την ανήγαγε σε διακριτό πρόσωπο της κοινωνίας. Ευρέως γνωστή ήταν για τις δεξιώσεις που παρέθετε, όπου άτομα του καλλιτεχνικού και πολιτικού κόσμου συγκεντρώνονταν, για να διασκεδάσουν και να αναδείξουν τις ικανότητές τους, μέσω της επικοινωνίας με τους παρευρισκόμενους. Σύντομα, η ζωή της άλλαξε, όταν ο τραπεζίτης σύζυγός της βρέθηκε σε οικονομική δυσχέρεια εξαιτίας των αναταραχών, που προκάλεσαν στη Γαλλία, οι ήττες του Ναπολέοντα. Μάλιστα, το 1805, η ίδια εξορίστηκε από το Παρίσι και επέστρεψε μόνο μετά την ήττα του Ναπολέοντα, το 1815.
Οι μελετητές έχουν χαρακτηρίσει την Juliette «Κλεοπάτρα δίχως στέμμα» κι όχι άδικα. Ο μύθος, που δημιουργήθηκε γύρω από την προσωπικότητά της, κέντρισε το ενδιαφέρον πολλών ζωγράφων, προκειμένου να κρατήσουν ανεξίτηλη την ύπαρξή της.
Jacques–Louis David: Madame Récamier
Το 1800, ο καταξιωμένος καλλιτέχνης Jacques-Louis David (1748-1825) ανέλαβε να φιλοτεχνήσει την αυτοπροσωπογραφία της Juliette, ύστερα από παραγγελία της ίδιας. Ο ίδιος σπούδασε στο παράρτημα της Γαλλικής Ακαδημίας στη Ρώμη. Όντας σύμφωνος με τις ιδέες της Επανάστασης, εξελίχθηκε σ’ έναν από τους βασικούς ζωγράφους της αυλής του Ναπολέοντα Α΄. Έτσι, αποτελούσε έναν από τους πιο εκλεκτούς ζωγράφους για την Madame Récamier. Η αυτοπροσωπογραφία της χαρακτηρίζεται για την πιστή απόδοση των ατομικών προσωπογραφικών λεπτομερειών και για την νηφαλιότητα, που επιτυγχάνεται από την απόσταση, που διατηρεί ο καλλιτέχνης από το μοντέλο του. Έτσι, λοιπόν, δημιουργεί μια αυστηρή ατμόσφαιρα, με τους χρωματικούς τόνους, που επιλέγει, ενώ, συνάμα, δημιουργεί αίσθηση του χώρου με τα παραπληρωματικά στοιχεία.
Η κυρία Récamier εικονίζεται μισοξαπλωμένη σε ένα αρχαιοπρεπές ανάκλιντρο, ντυμένη με έναν μακρύ χιτώνα, χωρίς υποδήματα, ενώ το πρόσωπό της είναι στραμμένο προς τον θεατή. Στο έργο του, συνδυάζει οριζόντιες και καμπυλόγραμμες συνθέσεις -το ανάκλιντρο και το υποπόδιο σε συνδυασμό με τις πτυχώσεις του χιτώνα, που αφήνονται στο έδαφος-, γεγονός που προσδίδει ισορροπία και ηρεμία. Το πρόσωπο, επίσης, τονίζεται με θαυμαστό τρόπο, χάρη στην ενεργητικότητά του και την ραδινή όψη του λαιμού, που έρχεται σε απόλυτη αντιστοιχία με τα υπόλοιπα στοιχεία της σκηνής -κηροπήγιο-. Ενδιαφέρων είναι ότι ο τύπος αυτού του επίπλου, που, ύστερα από το έργο του David, πήρε το όνομά της.
Το έργο, αν και πρότυπο αυτοπροσωπογραφίας της εποχής, δεν έτυχε καλής αντιμετώπισης από την ίδια, καθώς ήταν υπερβολικά αποστασιοποιημένο και δεν αποκάλυπτε στον θεατή τον πηγαίο ερωτισμό της. Για τον λόγο αυτό, δεν ολοκληρώθηκε ποτέ.
François Gérard: Madame Récamier
Η παραγγελία ανατέθηκε, αυτή τη φορά, σε έναν από τους μαθητές του Jacques-Louis David, τον François Gérard (1770-1843). O Gérard επέλεξε να τοποθετήσει την εικονιζόμενη σε μια ανοιχτή στοά, περιβαλλόμενη από κίονες και ένα ερυθρό παραβάν στο πίσω μέρος. Η στάση της μοιάζει να προσκαλεί τον θεατή σε συνομιλία, όπως ακριβώς γινόταν και στα σουαρέ της. Το λευκό, από μουσελίνα, φόρεμά της σαγηνεύει, όπως ακριβώς και το μειδίαμα στα χείλη της. Φορά, ακόμα, ένα κασμιρένιο σάλι, που έρχεται σε αντίθεση με το λευκό του ρούχου και το κόκκινο της κουρτίνας. Οι συνδυασμοί των έντονων αυτών χρωμάτων φωτίζουν ακόμα πιο πολύ το ροδοκόκκινο πρόσωπό της.
Το έργο απέχει από τους κανόνες του νεοκλασικισμού και παραπέμπει πιο πολύ στην περίοδο του Ροκοκό (κυρίως 18ος αιώνας), ενός αυλικού στυλ, πιο ανάλαφρου, το οποίο συνδέθηκε στενά με την κοσμική εξουσία. Απεικονίζει έναν κόσμο, που φαίνεται να μην είχε καμία σχέση με την πραγματικότητα. Το έργο, ωστόσο, άρεσε ιδιαίτερα στην ίδια και για αυτό δόθηκε ως δώρο στον Πρίγκιπα Αύγουστο της Πρωσίας, έναν από τους θαυμαστές της Juliette.
René Magritte: Προοπτική: Η κυρία Récamier του David
Μεταφερόμαστε χρονικά στον 20ο αιώνα και στο κίνημα του Σουρεαλισμού, που απέφευγε την απεικόνιση της στείρας πραγματικότητας και επεδίωκε την αναπαράσταση του ονείρου. Ένας από τους σημαντικούς του κινήματος αυτού, ο Βέλγος, René Magritte, σατίρισε το έργο του David. Γιατί, όμως, επέλεξε αυτή την αριστοκράτισσα, που επί χρόνια ανήκε στην ελίτ της Ευρώπης και που εκδιώχθηκε, λόγω του αυταρχισμού της εξουσίας; Επειδή αποτελεί πρότυπο, ένα σύμβολο της Ναπολεόντειας ομορφιάς. Ο Magritte έρχεται, για να ειρωνευτεί την ατέρμονη προσπάθεια των προγενέστερων καλλιτεχνών, να τη διατηρήσουν αθάνατη στον χρόνο. Ο ίδιος, λοιπόν, την καθηλώνει μέσα στον παντοτινό της οίκο, σε ένα φέρετρο. Στον Magritte άρεσαν οι ακίνητες φιγούρες, τι, λοιπόν, πιο στατικό από την αιωνιότητα; Και τι πιο μόνιμο από τον θάνατο; Ο καλλιτέχνης, λοιπόν, εδώ δηλώνει με σαφήνεια, μόνο με τη χρήση αντικειμένων και όχι μορφών, πώς αισθάνεται για την εποχή του νεοκλασικισμού: τη θεωρεί μια νεκρή περίοδο στην Ιστορία της Τέχνης, που οφείλει να «θαφτεί», όπως και το σύμβολό του, προκειμένου να αναδειχθούν νέες τάσεις και προπάντων νέες ιστορίες.
Βιβλιογραφία
- Χρήστου, Χ., Η Ευρωπαϊκή Ζωγραφική του 19ου αιώνα, Θεσσαλονίκη 1993.
- Alden., T., The Essential René Magritte, Νέα Υόρκη 1999.
- Hillman., S., “Empty-handed beauty: Juliette Récamier as pseudo-event”, Celebrity Studies, Vol 7, No. 2 (2015), σ. 203-220.
- Madame de Récamier: French patroness
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997. Σπούδασε στο τμήμα Ιστορίας και Αρχαιολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών, με ειδίκευση στην Αρχαιολογία και την Ιστορία της Τέχνης. Το 2019 πραγματοποίησε την πρακτική της άσκηση στο Μουσείο Αρχαίας Ελληνικής Τεχνολογίας Κώστα Κοτσανά, στο Κολωνάκι. Συμμετέχει ενεργά σε σεμινάρια σχετικά με την Τέχνη και τη Μουσειολογία, ενώ επόμενος στόχος της είναι ένα μεταπτυχιακό στον τομέα του Πολιτισμού.