Της Χριστιάννας Αντωνοπούλου,
Στις 28 Αυγούστου δόθηκε τέλος στην αγωνία χιλιάδων υποψηφίων των φετινών πανελλαδικών με την ανακοίνωση των βάσεων εισαγωγής. Τα στοιχεία που χαρακτήρισαν τις φετινές εξετάσεις ήταν η χαμηλή πορεία των βάσεων και το μεγάλο ποσοστό των επιτυχόντων. Στο Μαθηματικό της Σάμου με βάση 3.125 μόρια και στο τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Περιβάλλοντος στο Καρπενήσι με 625 μόρια αρκούσε, για να περάσει κανείς, να γράψει στην κόλλα μόνο το όνομά του!
Πάνω σε αυτά μού γεννήθηκαν ορισμένες σκέψεις. Πρώτα και κύρια, πιστεύω ότι κάτι αρχίζει να μην πηγαίνει καλά, όταν το 77% των υποψηφίων ανήκει στους επιτυχόντες. Συμφωνώ απόλυτα ότι ο καθένας έχει δικαίωμα στη γνώση και στις σπουδές, αλλά από την άλλη πιστεύω ακράδαντα ότι, όπως και οτιδήποτε άλλο, πρέπει να αγωνιστείς για να το αποκτήσεις αλλιώς καταλήγει να είναι –ας μου επιτραπεί η έκφραση– κοροϊδία. Αυτό που θέλω να πω είναι ότι με αυτόν τον τρόπο προβάλλεται η έννοια της ήσσονος προσπάθειας, ξεχνάμε εκείνο το ρητό που λέει «αγαθά κόποις κτώνται». Όταν κάποιος είναι επιτυχών στις εξετάσεις και περνάει σε μια σχολή με μηδαμινό διάβασμα γράφοντας στην κόλλα μόνο το όνομά του τότε τι μας δείχνει αυτό; Μας δείχνει πως όπως και να το κάνουμε σ’ αυτή τη ζωή με τον χ ή ψ τρόπο κάπως θα καταφέρουμε το οτιδήποτε χωρίς κανένα κόπο. Και δυστυχώς με αυτό το σύστημα καλλιεργείται αυτή η άποψη στου νέους που είναι το μέλλον μιας χώρας. Έπειτα, πιστεύω πως έτσι υποβαθμίζεται και η έννοια της επιστήμης. Δηλαδή το να σπουδάσεις και να γίνεις επιστήμονας πλέον είναι τόσο εύκολο που δεν χρειάζεται να προσπαθήσεις και ιδιαίτερα για να το επιτύχεις.
Από την άλλη, οι επιστήμονες δεν είναι απαραίτητο να ξεπηδάνε σαν τα μανιτάρια. Αυτό έχει πολλαπλές συνέπειες. Κατ’ αρχάς, κάτι τέτοιο οδηγεί στον κορεσμό των διάφορων επαγγελματικών κλάδων και στην ανεργία των νέων ανθρώπων. Επίσης, δεν πρέπει να ξεχνάμε ότι δεν είναι μόνο οι επιστήμονες χρήσιμοι σε μία κοινωνία. Η κοινωνία έχει ανάγκη απ’ όλους και δυστυχώς αυτό το αγνοούμε στην Ελλάδα. Καλώς ή κακώς δεν αρέσουν σε όλους τα γράμματα και αυτό είναι απολύτως αποδεκτό. Επομένως, αντί να παράγουμε σωρηδόν επιστήμονες και να καλλιεργούμε απόψεις σαν τις παραπάνω, καλό θα ήταν να αναδείξουμε άλλα ταλέντα των μαθητών και να τους βοηθήσουμε να τα εκμεταλλευτούν και προς όφελός τους αλλά και προς όφελος της κοινωνίας.
Πέρα απ’ όλα αυτά, προκύπτει και ένα άλλο ζήτημα που το θεωρώ αρκετά σοβαρό. Όταν περνάει κάποιος στο Μαθηματικό με βάση 3.120 μόρια έχοντας γράψει μόνο το όνομά του και μη έχοντας λύσει ούτε μία άσκηση μαθηματικών στις εξετάσεις ή αντίστοιχα σε Φιλοσοφική Σχολή χωρίς καν να έχει λύσει σωστά θέματα των Αρχαίων Ελληνικών τότε πώς θα μπορέσει αρχικά να ανταποκριθεί στις απαιτήσεις των αντίστοιχων σχολών και έπειτα πώς θα μπορέσει να τα διδάξει και στους μαθητές του αργότερα. Και ακόμα όταν ο ίδιος έχει περάσει στη σχολή χωρίς κόπο πώς θα πείσει τους μαθητές του να διαβάσουν και να βάλουν τα δυνατά τους για ένα καλύτερο αποτέλεσμα;
Και ας δεχτούμε πως το σύστημα είναι πλέον έτσι. Μήπως στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση θα πρέπει να γίνουν πιο αυστηρά τα πράγματα; Μήπως θα πρέπει να ανέβει το επίπεδο το ίδιο σε όλα τα τμήματα στη χώρα και εν τέλει όποιος μπορέσει και αντεπεξέλθει να συνεχίσει (δηλ. σε όλα τα τμήματα Φιλολογίας στη χώρα να υπάρχει το ίδιο επίπεδο δυσκολίας); Μήπως ενδεχομένως θα έπρεπε να υπάρχει ένα δοκιμαστικό και προπαρασκευαστικό στάδιο στα Πανεπιστήμια για να γίνει η τελική διαλογή και κάπως έτσι να έχουμε μείωση των εισακτέων; Ή μήπως θα έπρεπε κάποτε κάποια τμήματα να κλείσουν (για παράδειγμα θεωρώ –για να μιλήσω και για τα δικά μου τα χωράφια– ότι τα τμήματα Φιλολογίας στην Ελλάδα είναι πάρα πολλά, αν σκεφτούμε ότι το δικαίωμα να εργαστούν ως φιλόλογοι έχουν και απόφοιτοι των τμημάτων Ιστορίας και Αρχαιολογίας ή των τμημάτων Φιλοσοφίας).
Σε κάθε περίπτωση, οι φετινές πανελλαδικές έδωσαν για μία ακόμα φορά τροφή στη συζήτηση που γίνεται εδώ και χρόνια σχετικά με το τι πρέπει να αλλάξει στο σύστημα εισαγωγής στην Τριτοβάθμια Εκπαίδευση. Από τον τρόπο εισαγωγής, μέχρι τις βάσεις εισαγωγής και των αριθμό των τμημάτων που είναι σε λειτουργία, όλα πρέπει να επανεξεταστούν και να αλλάξουν άρδην. Αυτό, όμως, απαιτεί συνέπεια και κυρίως την κατάρριψη στερεοτύπων και αναχρονιστικών αντιλήψεων που δυστυχώς είναι καλά ριζωμένες εδώ και δεκαετίες στη χώρα μας.
Είμαι απόφοιτη του Τμήματος Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών και τώρα ολοκληρώνω τις μεταπτυχιακές μου σπουδές στην Ιστορικοσυγκριτική Γλωσσολογία στο Πανεπιστήμιο του Μονάχου. Μιλάω αγγλικά και γερμανικά. Στον ελεύθερο χρόνο μου ασχολούμαι με τη μουσική και το χορό, ενώ λατρεύω επίσης τον κινηματογράφο.