Της Μαριέτας Μουγιάντση,
Η 30η Αυγούστου του 2020 υπήρξε μια ημέρα θλίψης κυρίως για τον ελληνικό λαό αλλά και για την παγκόσμια κοινότητα. Πρόκειται για την ημέρα που είδαμε τις φλόγες να περνούν και να αφήνουν το στίγμα τους στον αρχαιολογικό χώρο των Μυκηνών.
Η πυρκαγιά ξεκίνησε εξωτερικά του αρχαιολογικού χώρου αλλά τα ακριβή αίτια παραμένουν απροσδιόριστα. Αν και η κινητοποίηση της πυροσβεστικής ήταν άμεση, η φωτιά εξαπλώθηκε με γρήγορο ρυθμό στο εσωτερικό της αρχαίας πόλης των Μυκηνών. Αξιοσημείωτο είναι πως εκείνη τη μέρα οι άνεμοι ήταν ισχυροί και άλλαζαν συνεχώς διεύθυνση. Όχι μόνο οι άνεμοι αλλά και η χαμηλή βλάστηση στη περιοχή επέτρεψαν στη φωτιά να εξαπλωθεί γρήγορα.
Σύμφωνα με την ανακοίνωση του Υπουργείου Πολιτισμού οι περιοχές που επλήγησαν εντός του αρχαιολογικού χώρου είναι: η Ανατολική Πτέρυγα του Ανακτόρου, οι Βόρειες Αποθήκες, η περιοχή του αρχαϊκού ναού στην κορυφή του λόφου, η άνω δυτική κλιτύς της Ακρόπολης, η ΝΔ Συνοικία και η περιοχή του Θρησκευτικού Κέντρου των Μυκηνών. Στα θετικά της υπόθεσης είναι πως η πυρκαγιά δεν κατάφερε να πλήξει το Αρχαιολογικό Μουσείο Μυκηνών, την κεντρική είσοδο στον αρχαιολογικό χώρο, την Πύλη των Λεόντων, τον Ταφικό Κύκλο Α, τα μνημεία στην βόρεια κλιτύ της Ακρόπολης, καθώς και τα κυκλώπεια τείχη.
Ωστόσο, η πραγματικότητα ότι ένα τέτοιο μνημειακό σύνολο της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς επλήγη από την πυρκαγιά είναι ανεπίτρεπτο. Αυτό το πολιτιστικό μνημείο της UNESCO που διατηρήθηκε για χιλιάδες χρόνια, υπέστη βλάβες μέσα σε λίγες ώρες.
Φυσικά το γεγονός αυτό έγινε αντικείμενο συζήτησης στη Βουλή, δημιουργώντας εντάσεις, διαφωνίες και ενισχύοντας τον ήδη υπάρχοντα ανταγωνισμό μεταξύ των κομμάτων. Η έκθεση της χώρας στα διεθνή ΜΜΕ ήταν ένα από τα κυριότερα θέματα που συζητήθηκαν, μετατρέποντας τη Βουλή σε πεδίο σκληρής πολιτικής αντιπαράθεσης. Το ενδιαφέρον ορισμένων κομματικών αρχηγών δεν στράφηκε τόσο στη συμβολική και ηθική βλάβη που προκάλεσε η φωτιά, αλλά αποτέλεσε ένα πρόσχημα για να επικρίνουν και να στηλιτεύσουν την κυβέρνηση.
Σε θέματα που αφορούν την παγκόσμια και εθνική πολιτιστική κληρονομιά, δεν θα έπρεπε να στοχεύουν ούτε οι μεν στο να λοιδορήσουν ανθρώπους και υπηρεσίες, ούτε οι δε στο να αποκρύψουν την αλήθεια. Αντιθέτως, θα ήταν ωφέλιμο να υπάρχει κλίμα συνεργασίας και συζήτησης με μόνο στόχο τη συντήρηση και διατήρηση των μνημειακών συνόλων.
Τα πολιτιστικά μνημεία αποτελούν παράγοντα ακτινοβολίας του πολιτισμού μας καθώς και πηγή κύρους για τη χώρα μας. Όπως αναφέρει η UNESCO, «τα μνημεία που συγκαταλέγονται στον Κατάλογο της Παγκόσμιας Κληρονομιάς επιλέγονται και εγκρίνονται βάσει της αξίας τους ως τα καλύτερα παραδείγματα της δημιουργικής ευφυΐας του ανθρώπου. Αποτελούν τεκμήρια μιας σημαντικής ανταλλαγής ανθρώπινων αξιών και παρέχουν μια μοναδική ή τουλάχιστον εξαιρετική μαρτυρία μιας πολιτισμικής παράδοσης ή ενός πολιτισμού που ζει ακόμα ή έχει εξαφανισθεί. Είναι άμεσα συνδεδεμένα με σημαντικά στάδια της ανθρώπινης ιστορίας και για το λόγο αυτό έχουν εξέχουσα οικουμενική αξία και αποτελούν τμήμα της κοινής κληρονομιάς της ανθρωπότητας».
Γεννήθηκε στην Θεσσαλονίκη το 2000 και είναι προπτυχιακή φοιτήτρια στο τμήμα Αγγλικής Γλώσσας και Φιλολογίας του ΑΠΘ. Μελλοντικά φιλοδοξεί να ασχοληθεί με τον κλάδο της μετάφρασης-διερμηνείας.