Της Βάλιας Πλακουδάκη,
Την περίοδο του ρεμπελιού, βρέθηκε στη Ζάκυνθο ο κομισάριος Αντώνιος Τζιβράς, άνθρωπος με έντονη αριστοκρατική συνείδηση. Ο Τζιβράς έδωσε διαταγή στους ποπολάρους να συγκεντρωθούν στην παραλία της Άμμου και να καταγραφούν όλοι για τον στρατό των Cernide. Μάλιστα, απείλησε όσους δεν σκόπευαν να υπακούσουν με αυστηρότατες τιμωρίες. Οι ποπολάροι, όμως, οπλίστηκαν και αρνήθηκαν να καταγραφούν. Ο Τζιβράς προσπάθησε να παρασύρει τους λαϊκούς αντιπροσώπους μακριά από τον συγκεντρωμένο λαό, με απώτερο σκοπό να τους κρεμάσει. Οι ποπολάροι, όταν αντιλήφθηκαν το σχέδιό του, συγκεντρώθηκαν οπλισμένοι με ξύλα έξω από τα σπίτια των ευγενών και τους απείλησαν πως θα τους έκαιγαν ζωντανούς, εάν ο Τζιβράς δεν απελευθέρωνε τους αντιπροσώπους. Έτσι, τα πνεύματα οξύνθηκαν, για ένα διάστημα, στο νησί του Ιονίου, μέχρι την παρέμβαση των ψυχραιμότερων.
Μετά τη μεσολάβηση του Βενετού άρχοντα, Κανάλε, οι ευγενείς κατάφεραν να πείσουν τον Τζιβρά να απελευθερώσει τους λαϊκούς αντιπροσώπους, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει τα πάθη. Οι ποπολάροι, έπειτα από αυτά, αντιμετώπισαν τον κομισάριο με διπλωματικότητα και όταν εκείνος βγήκε στη στεριά, τον προσκύνησαν και του ζήτησαν συγχώρεση. Έτσι, ακολούθησε ένα διάστημα ειρήνης στο νησί.
Οι ευγενείς του νησιού έστειλαν πρεσβεία τους στη Βενετία και ζήτησαν να δοθεί στον Γενικό Προβλεπτή των Ιονίων Νήσων, Αντώνιο Πιζάνι, η απαραίτητη εξουσία, για να καταστείλει άμεσα το ρεμπελιό. Ο Πιζάνι έδρασε γρήγορα, φυλακίζοντας τους αρχηγούς του ρεμπελιού. Ωστόσο, οι αρχηγοί δραπέτευσαν και ενώθηκαν με τους υπόλοιπους ποπολάρους, κάτι που δεν θα δώσει μεγάλη πνοή στον αγώνα τους. Τελικά, τον Φεβρουάριο του 1631, το ρεμπελιό φυλλορρόησε. Οι αρχηγοί των εξεγερμένων ποπολάρων εγκατέλειψαν αμέσως το νησί και ο Πιζάνι εξαπέλυσε άγριο κυνηγητό εναντίον τους. Δήμευσε τις περιουσίες των λαϊκών αντιπροσώπων και αρχηγών του λαού, έπειτα κατέστρεψε τα σπίτια τους και απαγόρευσε με θανατική ποινή την εκλογή λαϊκών αντιπροσώπων, καθώς και τις δημόσιες συγκεντρώσεις.
Οι αρχηγοί του ρεμπελιού περιπλανήθηκαν για χρονιά στις τουρκοκρατούμενες περιοχές, όπου οι Τούρκοι τους συνελάμβαναν και τους παρέδιδαν στον Βενετό Μπάυλο της πόλης. Από εκεί, συνέχεια είχε η μεταφορά τους στη Βενετία, όπου δικάζονταν και φυλακίζονταν. Οι διωγμένοι ποπολάροι επέστρεψαν, μετά από αρκετό καιρό, στο νησί τους, όντας κατατρεγμένοι από τις κακουχίες. Μετά την επανάσταση, οι άρχοντες επέστρεψαν στην παλιά τους συμπεριφορά και συνέχισαν να αντιμετωπίζουν τον λαό με ασυδοσία, ενώ επέβαλαν και την καθολική υποχρεωτική στράτευση των ποπολάρων.
Ο αγώνας αυτός, μέσα από το ρεμπελιό, ήταν σπουδαίας σημασίας, σε πανελλήνιο επίπεδο, καθώς δημιούργησε το πρώτο σοβαρό ρήγμα στη φεουδαρχική οργάνωση όλης της επτανησιακής κοινωνίας. Ακόμη, έδωσε τις ρίζες σε ένα δέντρο ιδεών, που θα άνθιζαν αργότερα. Οι ιδέες του θα αποτελούσαν τον βασικό πυρήνα του επτανησιακού πολιτισμού.
Η αποτυχία του ρεμπελιού βασιζόταν σε διάφορους παράγοντες. Αρχικά, οι ποπολάροι δεν διέθεταν τα απαραίτητα όπλα, τα οποία θα μπορούσαν να δημιουργήσουν ουσιαστική απειλή, αλλά ούτε και μετόπισθεν για τον ανεφοδιασμό με έμψυχο και άψυχο υλικό. Επίσης, οι ποπολάροι αγνόησαν τον φυσικό σύμμαχό τους, που δεν ήταν άλλος από τους χωρικούς. Ο σημαντικότερος λόγος, ίσως, που απέτυχε το ρεμπελιό ήταν η απουσία της εθνικής συνείδησης. Ο λαός της Ζακύνθου δεν μπορούσε να συλλάβει την ιδέα μιας αυθύπαρκτης ύπαρξης, χωρίς την ξένη κυριαρχία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Παρέντης Ευάγγελος, Ιστορία Κεφαλονιάς–Κέρκυρας–Ζακύνθου–Παξών–Λευκάδας, Αθήνα, 1977
- Κουκκού Ελένη, Ιστορία των Επτανήσων από το 1797 μέχρι την Αγγλοκρατία, Αθήνα, 2001
- Miller William, Η Φραγκοκρατία στην Ελλάδα (1204–1566), Αθήνα, 1990