15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΚοινωνίαΥγείαΗ ψυχαναλυτική ερμηνεία του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας

Η ψυχαναλυτική ερμηνεία του φαινομένου της ενδοοικογενειακής βίας


Της Αγγελικής Μανωλάκη,

“A woman, a dog and a walnut tree, the harder you beat them, the better they be” («Μια γυναίκα, ένα σκύλο και μια καρυδιά, όσο πιο δυνατά τα χτυπάς τόσο καλύτερα γίνονται»).

Η συγκεκριμένη αμερικανική παροιμία του εικοστού αιώνα είναι χαρακτηριστική. Μέσα σε λίγες λέξεις νομιμοποιεί εκατοντάδες χρόνια κακοποίησης και βίας κατά των γυναικών. Στο παρόν άρθρο θα προσπαθήσουμε να αναλύσουμε τα αίτια της οικογενειακής βίας υπό το πρίσμα της ψυχανάλυσης και της ψυχοδυναμικής θεωρίας.

Η ψυχοδυναμική θεωρία αναφέρεται στη συστηματική μελέτη και γνώση των ψυχικών δυνάμεων και κινήτρων που επηρεάζουν την ανθρώπινη συμπεριφορά. Αν και δια μέσου των αιώνων πολλά μοντέλα προτάθηκαν για να εξηγήσουν και να σχηματοποιήσουν τη φύση της ψυχικής λειτουργίας του ανθρώπου, εντούτοις ήταν ο Sigmund Freud (1856-1939) εκείνος που ανέπτυξε ίσως την πιο ολοκληρωμένη και κλινικά χρήσιμη θεωρία για την κατανόηση της ψυχικής δομής και λειτουργίας. O Sigmund Freud (6 Μαΐου 1856-23 Σεπτεμβρίου 1939) ήταν Αυστριακός ιατρός-νευρολόγος, ερευνητής, ψυχίατρος και θεμελιωτής της ψυχαναλυτικής σχολής στον τομέα της ψυχολογίας. Αναγνωρίζεται ως ένας από τους πλέον βαθυστόχαστους αναλυτές του 20ου αιώνα που μελέτησε και προσδιόρισε έννοιες όπως το ασυνείδητο, την απώθηση και την παιδική σεξουαλικότητα. Οι ψυχαναλυτικές θεωρίες επικεντρώνονται σε ατομικές εσωτερικές ψυχολογικές διεργασίες που δημιουργούν την ανάγκη σε άτομα να ασκούν ή να δέχονται βία.

Δύο βασικές ψυχοδυναμικές θεωρίες που συνεχίζουν να προσπαθούν να ερμηνεύσουν συμπεριφορές βίας μέσα στην οικογένεια αποτελούν: η θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων και η θεωρία της βίας ως τραύμα.

Θεωρία των αντικειμενοτρόπων σχέσεων

Η θεωρία σχέσεων αντικειμένων υποδηλώνει ότι οι άνθρωποι παρακινούνται από την πρώιμη παιδική τους ηλικία από την ανάγκη διαμόρφωσης σχέσεων με σημαντικούς άλλους, οι οποίοι αναφέρονται και ως «αντικείμενα». Αυτές οι πρώιμες σχέσεις, εκτός από τον ρόλο τους στην ψυχική ανάπτυξη, αποτελούν τα διαρκή ψυχολογικά «πρότυπα» για όλες τις μελλοντικές σχέσεις του ατόμου. Πολλοί εξέχοντες θεωρητικοί αυτής της θεωρίας πιστεύουν ότι οι πρώτες εμπειρίες του παιδιού στη σχέση του με τον πρωτοβάθμιο φροντιστή θέτουν το στάδιο για την ανάπτυξη σταθερών, διαρκών, εσωτερικοποιημένων αναπαραστάσεων του εαυτού του, των άλλων, και της συναισθηματικής εμπειρίας που συνδέεται με τη σχέση μεταξύ του εαυτού και των άλλων. Τα πρώτα χρόνια της ζωής είναι εξαιρετικά σημαντικά για τα άτομα ώστε να διασφαλίσουν την ανάπτυξη επαρκούς συναισθηματικής υγείας στην μεταγενέστερη ζωή τους. Άτομα που δεν είχαν επαρκή φροντίδα κατά τη βρεφική και παιδική ηλικία μπορεί να δυσκολεύονται να διατηρήσουν υγιή αυτοεκτίμηση, να ρυθμίσουν τις συναισθηματικές τους αντιδράσεις και να διαχειριστούν το άγχος μετέπειτα. Οι ανεκπλήρωτες ανάγκες εξάρτησης στην παιδική ηλικία εξαπλώνονται έως την ενηλικίωση και συχνά συνοδεύονται από την αίσθηση οργής λόγω της μη εκπλήρωσής τους. Αυτό οδηγεί σε μια εξαρτημένη για ικανοποίηση και φροντίδα ενήλικη ζωή που μπορεί να οδηγήσει κάποιον να υιοθετήσει το ρόλο του δράστη ή του θύματος. Έχει βρεθεί ότι οι δράστες μπορεί να προέρχονται από οικογένειες με περιστατικά βίας και να έχουν βιώσει γονική απόρριψη. Παρόμοιο οικογενειακό ιστορικό συναντάμε και στους δέκτες της βίας, οι οποίοι συνεχίζουν να τη δέχονται λόγω εσωτερικευμένων αμυνών που σχημάτισαν στην πρώιμη παιδική ηλικία σε ένα κακοποιητικό, παραμελημένο, μη σταθερό οικογενειακό περιβάλλον. Η ανάπτυξη και η χρήση της άμυνας κατά τη βρεφική ηλικία και την παιδική ηλικία είναι εξαιρετικά προσαρμοστική, καθώς κάτι τέτοιο επιτρέπει την επιβίωση σε μια καταχρηστική οικογενειακή κατάσταση. Ωστόσο, όταν αυτές οι αδυναμίες μεταφέρονται σε σχέσεις εφήβων ή ενηλίκων, είναι μη προσαρμοστικές και αποτρέπουν το άτομο από το να αναγνωρίσει αποτελεσματικά την ύπαρξη κακοποίησης στη σχέση και προωθεί περαιτέρω τη διατήρηση της σχέσης με κάποιον που μοιάζει με τον πρωτοβάθμιο φροντιστή  που κακοποιούσε το θύμα στην βρεφική και παιδική ηλικία.

Θεωρία της βίας ως τραύματος

Η θεωρία της βίας ως τραύματος υποδηλώνει ότι τα θύματα της κακοποίησης επεξεργάζονται αυτήν την εμπειρία ως τραυματικό συμβάν, όπως και η αντίδραση ενός ατόμου που πάσχει από μετατραυματική διαταραχή άγχους. Είναι σημαντικό να κατανοήσουμε πώς ένα μεμονωμένο θύμα επεξεργάζεται τις πληροφορίες του τραύματος στη μνήμη επειδή το τραύμα μπορεί να επηρεάσει τον τρόπο επεξεργασίας μελλοντικών πληροφοριών, συμπεριλαμβανομένου του τρόπου κωδικοποίησης, αποθήκευσης και αλληλουχίας των συμβάντων. Υψηλά επίπεδα στρες και τραύματος οδηγούν σε αδυναμία διαχείρισης τέτοιων καταστάσεων και μπορεί να αναγκάσουν το άτομο να στραφεί σε τεχνικές επιβίωσης γνωστές ως ψυχολογικό μούδιασμα. Η ψυχολογία του μετατραυματικού στρες προσφέρει μια εξήγηση στο γιατί τα θύματα κακοποίησης φαίνεται να βιώνουν επανειλημμένα καταχρηστικές καταστάσεις. Αυτά τα άτομα φαίνεται να έχουν έναν καταναγκασμό να επαναλάβουν το τραύμα λόγω της αδυναμίας να ενσωματώσουν τις αναμνήσεις τους για κακοποίηση, καθώς και να ενσωματώσουν τις εμπειρίες κακοποίησής τους στη μεγαλύτερη δομή μνήμης τους. Το τραύμα επαναλαμβάνεται συναισθηματικά, συμπεριφοριστικά, φυσιολογικά και μέσω των νεύρο-ενδοκρινών οδών (δηλαδή, μοτίβα μάχης ή φυγής) για κακοποιημένα άτομα. Σε αυτή τη θεωρία, τα θύματα κακοποίησης επαναλαμβάνουν συναισθηματικά το τραύμα με το να τοποθετούν τους αυτούς τους δίπλα σε ανθρώπους που θα συνεχίσουν να τους κακομεταχειρίζονται κατά τέτοιο τρόπο. Επαναλαμβάνουν το τραύμα συμπεριφοριστικά μέσω της επανάληψης και της μετατόπισης της κακοποιημένης εμπειρίας. Επιπλέον, τα θύματα συνεχίζουν να βιώνουν το τραύμα με την επανεμφάνιση της σωματικής μνήμης της κακοποίησης, πιο συχνά με τη μορφή πόνου. Η τραυματική επανάληψη του  συμβάντος στη μνήμη απελευθερώνει χημικά στον εγκέφαλο που παρακάμπτουν το σύστημα μάχης ή φυγής. Ως αποτέλεσμα, τα θύματα παραμένουν ευάλωτα σε περαιτέρω καταστάσεις κακοποίησης επειδή δεν είναι σε θέση να υπερασπιστούν τον εαυτό τους.

Εν κατακλείδι, η θεωρία πάντα αποσκοπεί στο να παρέχει λύσεις στα μεγάλα προβλήματα που μας απασχολούν, να μας βοηθήσει στην καθημερινότητά μας και να μας προσφέρει μια καλύτερη ζωή. Αυτό βέβαια δεν είναι εφικτό κάθε φορά, όμως ακόμα και όταν αποτυγχάνει στο βασικό σκοπό της, μας έχει προσφέρει τουλάχιστον τις γνώσεις για να το επιτύχουμε ίσως μιαν άλλη φορά, όταν θα είμαστε πιο έτοιμοι. Η ενδοοικογενειακή βία αποτελεί ένα πολυσύνθετο, πολύπλευρο και άκρως δύσκολο πρόβλημα ως προς την επίλυσή του παρόλο που τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει θετικά βήματα προς την καταπολέμησή του με πιο σκληρούς νομούς, με δίκτυα υποστήριξης θυμάτων οικογενειακής βίας. Η ψυχαναλυτική ερμηνεία του φαινομένου δεν είναι η μοναδική θεωρία φυσικά, ωστόσο είναι η μόνη που μπορεί να μας προσφέρει μια διεισδυτική ματιά και στα πρωτογενή ενδοψυχικά αίτια της γένεσης της βίας αλλά και στον ψυχισμό  τόσο του δράστη όσο και του θύματος.


ΠΗΓΕΣ

  • www.Oxford Reference.com
  • Eύη Σίμου, «H Ψυχοδυναμική Θεωρία. Το έργο του Sigmund Freud», Τετράδια, τ. 7
  • Theoretical Basis for Family Violence-  Maren E. Hyde-Nolan, PhDTracy Juliao, PhD, Jones & Bartlett Learning, LLC

Αγγελική Μανωλάκη

Γεννήθηκε στη Ρόδο το 2000. Σπουδάζει Ψυχολογία στο ΕΚΠΑ, ονειρεύεται να γίνει ψυχαναλύτρια και να ζήσει στο εξωτερικό. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την επικαιρότητα και τα ζητήματα του κλάδου της, με ιδιαίτερη αδυναμία στις γαλλικές ταινίες και τα μυθιστορήματα.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Αγγελική Μανωλάκη
Αγγελική Μανωλάκη
Γεννήθηκε στη Ρόδο το 2000. Σπουδάζει Ψυχολογία στο ΕΚΠΑ, ονειρεύεται να γίνει ψυχαναλύτρια και να ζήσει στο εξωτερικό. Στον ελεύθερο χρόνο της ασχολείται με την επικαιρότητα και τα ζητήματα του κλάδου της, με ιδιαίτερη αδυναμία στις γαλλικές ταινίες και τα μυθιστορήματα.