Του Δημήτρη Τόλια,
Σήμερα συμπληρώνονται 46 χρόνια από την ιστορική διακήρυξη της 3ης Σεπτεμβρίου του 1974. Πρόκειται για ένα κείμενο, το οποίο γράφεται μέσα στα γεγονότα μιας ευδιάκριτης τομής μέσα στην ελληνική ιστορία, το οποίο και θα καθορίσει την πορεία των επόμενων χρόνων. Απότοκο της διακήρυξης αυτής είναι το κόμμα που ιδρύεται, το Πανελλήνιο Σοσιαλιστικό Κίνημα, το γνωστό σε όλους ΠΑΣΟΚ. Δεν θέλω σε αυτό το άρθρο όμως, να παραθέσουμε γεγονότα. Λίγο-πολύ όλοι μας τα γνωρίζουμε. Βαθύτερη στόχευση είναι να αναφερθούμε στο πλαίσιο της διακήρυξης σε σχέση με το σήμερα, στο πως εκείνη αναμαγεύεται στο πολιτικό πλαίσιο του 2020 και πως με την χρήση μνημών και θρύλων μετατρέπεται σε προϊόν διεκδίκησης και κτήσης.
Είχα αναφερθεί σε ένα παλαιότερο άρθρο στα πολιτικά πάγια. Σε μυθεύματα που αναπαράγονται μεταξύ παραταξιακών και κομματικών μελών. Μια ανακύκλωση της ιστορίας, μια μίξη με την παραπολιτική που μετατρέπεται σε «αλήθεια», υπερβαίνοντας τον μύθο και δημιουργεί πάγια. Προκαλεί δηλαδή συμπεριφορές που κινητοποιούνται από αυτά τα μυθεύματα, αντιδικίες, διαμάχες, απόψεις και δράσεις που αντανακλούν τον αναπαραγόμενο θρύλο του κόμματος ή της παράταξης. Το πρόβλημα σε αυτό βρίσκεται στο ότι όσο τα χρόνια περνούν και τα πολιτικά πλαίσια μεταβάλλονται, οι αντιφάσεις των πολιτικών παγίων αυξάνονται, διαστρεβλώνοντας την φύση της πολιτικής διαδικασίας. Μια τέτοια διαμάχη αντίφασης, παρακολουθούμε σήμερα στο πολιτικό σκηνικό.
Δείτε σήμερα στα social media πόσες αντιφατικές δημοσιεύσεις θα υπάρξουν, ιδιαίτερα από νέους πολιτικοποιημένους του κέντρου και της αριστεράς. Άλλοι θα αναφερθούν σε λαϊκά κινήματα, άλλοι σε σοσιαλισμό, σοσιαλδημοκρατία και σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, άλλοι σε πρόοδο, αλλαγή και σε άλλα πολλά συμφραζόμενα του ΠΑΣΟΚ. Ούτως ή άλλως το ΠΑΣΟΚ μετά την οικονομική κρίση έγινε το ίδιο περισσότερο θρύλος παρά πραγματικότητα στα συμφραζόμενα της ελληνικής κοινωνίας. Συνδέθηκε με την μεγάλη οικονομική άνοδο της κοινωνίας, με την παροχή και τη σπατάλη, με το «Τσοβόλα δώστα όλα» και όχι με όσα στην πράξη εκπροσωπούσε το κίνημα αυτό τη δεκαετία του 70’ και του 80’. Θυμίζει ίσως τον στίχο της Κωστούλας Μητροπούλου «και ύστερα κύλισε ο καιρός και ιστορία, πέρασε εύκολα απ’ την μνήμη στην καρδιά, ο τοίχος έγραφε μοναδική ευκαιρία».
Εάν κανείς βάλει δίπλα από τις πομπώδεις δημοσιεύσεις για την 3η Σεπτεμβρίου που θα κυκλοφορήσουν στα σόσιαλ μίντια, την ιδρυτική διακήρυξη του ΠΑΣΟΚ θα διαπιστώσει την αντίφαση. Θα δει λόγια τα οποία οι ίδιοι άνθρωποι, δύσκολα θα δημοσίευαν αυτούσια σήμερα. Παραθέτω την πρώτη παράγραφο: «Η τραγωδία της Κύπρου, καθώς και οι κίνδυνοι που έχουν προκύψει για το έθνος, τόσο από την αδίστακτη επεκτατική πολιτική του Πενταγώνου στα πλαίσια του ΝΑΤΟ, όσο και από την προσπάθεια της αμερικανοκίνητης χούντας να μετατραπούν οι ένοπλες δυνάμεις μας αποκλειστικά σε όργανο αστυνόμευσης του ελληνικού χώρου, κυριαρχούν στη σκέψη κάθε Έλληνα».
Η λέξη «έθνος» βρίσκεται μέσα στο κείμενο αυτό 24 φορές. Η λέξη σοσιαλισμός (πέραν του ονόματος) εμφανίζεται πρώτη φορά μόλις στη μέση της διακήρυξης, στην 20η παράγραφο, όπου και γίνεται λόγος για «σοσιαλιστικό μετασχηματισμό». Στο μεταξύ προηγούνται οι φράσεις «Μεταβλήθηκε η πατρίδα μας σε ξέφραγο αμπέλι» και «Κυριαρχικός στόχος του Κινήματος είναι η δημιουργία […] ταγμένης στην προστασία του Έθνους και στην υπηρεσία του Λαού». Τελικά, για τον σοσιαλισμό ιδεολογικά γίνεται λόγος (εκτός των αόριστων αναφορών σε σοσιαλιστική Ελλάδα κλπ), μόλις άλλη μια φορά με την ίδια ακριβώς φράση, αόριστα, δίχως κάποια προγραμματική ανάλυση.
Τι θέλω να δείξω με όλα αυτά; Πως η 3η Σεπτέμβρη, όπως και η διακήρυξη αφορούν το 1974 και όχι το 2020. Είναι εντελώς αντιφατικό και ανασταλτικό για τον εκσυγχρονισμό των κομματικών προγραμμάτων η μαχητική διεκδίκηση δικαιωμάτων κτήσης και ομοιότητας στο ΠΑΣΟΚ του 1974. Ούτως ή άλλως όλες οι προσωπικότητες που έμειναν στην ιστορία δεν επιχείρησαν να μιμηθούν και να υποδυθούν παλαιότερες προσωπικότητες. Ο Τρικούπης, ο Βενιζέλος, ο Γ. Παπανδρέου, ο Καραμανλής, όπως και ο Α. Παπανδρέου, μπορεί να είχαν ως οδηγό τους προηγούμενους, ως είδωλα αλλά δεν προσπάθησαν να τους υποδυθούν. Διαμόρφωσαν τα δικά τους οράματα και προγράμματα δίχως να ανακυκλώσουν αυτά των προηγούμενων. Έζησαν στην και για την εποχή τους, παραμερίζοντας τα πολιτικά πάγια.
Σήμερα, η 3η Σεπτέμβρη βρίσκει τον χώρο αυτό διασπασμένο, δίχως ταυτότητα, να κινείται στην σκιά των εξελίξεων, δίχως ενιαία στόχευση και φωνή, χωρίς προγραμματικούς στόχους. Εκείνο που παρατηρούμε 46 χρόνια μετά τη διακήρυξη είναι πολιτικές φιγούρες και μηχανισμούς να προσπαθούν να αγγίξουν το παρελθόν. Να κάνουν κτήμα τους μια διακήρυξη με την οποία έχουν σήμερα ελάχιστα κοινά. Όλα αυτά καθότι επιλέγουν την αναμάγευση με στόχο προσελκύσουν ένα κοινό, το οποίο στην πραγματικότητα δεν βρίσκεται εκεί που στοχεύουν. Τα σημερινά κόμματα με πασοκικό παρελθόν ψάχνουν να εκπροσωπήσουν ένα κίνημα-φάντασμα το 2020.
Τα πραγματικά προβλήματα, οι νέες ταυτότητες που προκαλούν οι εξελίξεις, η ανισότητα, η κλιματική αλλαγή, το αναχρονιστικό διοικητικό σύστημα λιμνάζουν αλλού. Οι «αποκλεισμένοι» της σημερινής εποχής δεν ξαναβρίσκονται στους μπαχτσέδες του 1974. Βρίσκονται στο 2020, εγκλωβισμένοι αναπαράγοντας τους ψευδό-πασοκικούς θρύλους των εποχών της ευημερίας ως αντίδοτο. Αυτή είναι και η μεγαλύτερη απόδειξη της σημερινής έλλειψης ενός πολιτικού λόγου σύγχρονου που θα ικανοποιήσει τα αιτήματα τους. Η κυριαρχία των πασοκικών μνημών της αφθονίας αναδεικνύει ακριβώς αυτό το μεγάλο κενό στην αντίληψη για την ελπίδα, την προοπτική και την «τσικουδιά στους καφενέδες» που κερνούν τα παλικάρια η οποία εκφράζεται μόνο μέσω του μύθου για το «Παλιό ΠΑΣΟΚ το ορθόδοξο» και όχι από σύγχρονα κόμματα.
Δεν είναι και δεν ήταν αυτό το ΠΑΣΟΚ. Εξέφρασε ένα μεγάλο κομμάτι του πληθυσμού, κοινωνικά αποκλεισμένο και καταπιεσμένο στις δεκαετίες του ‘50, του ‘60 και του ’70. Τα βιώματα και τα αιτήματα που έφεραν το ΠΑΣΟΚ στην εξουσία τη δεκαετία του ’80 δεν έχουν καμία σχέση με αυτά του 2020. Κάθε εποχή έχει τα δικά της ιδανικά, το δικό της σύστημα σκέψης, τις δικές της ιδιαίτερης συνθήκες. Τα στελέχη και τα επιτελεία των κομμάτων είναι καιρός να πάψουν να κυνηγούν την ιστορία, αλλά είναι καιρός να εκφράσουν τα κινήματα και τα αιτήματα της σημερινής εποχής, που διψασμένα ενδεχομένως, να αναμένουν την μέθη του ηλίου της δικής τους καθημερινότητας.
Γεννήθηκε το 1998 και μεγάλωσε στον Ωρωπό Αττικής. Είναι προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Πολιτικών Επιστημών στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, ενώ έχει φοιτήσει και για ένα έτος στο ίδιο τμήμα του Πανεπιστημίου Κρήτης. Είναι λάτρης της πολιτικής ιστορικής ανάλυσης και έρευνας. Ασχολείται με την ανίχνευση της διαδικασίας διάδοσης και τις επιδράσεις των πολιτικών ιδεών στην κοινωνία τόσο στο παρελθόν όσο και φυσικά στο σήμερα.