12.1 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο σταδιακό άνοιγμα της αγοράς τυχερών παιγνίων στην Ελλάδα: Σκέψεις με αφορμή...

Το σταδιακό άνοιγμα της αγοράς τυχερών παιγνίων στην Ελλάδα: Σκέψεις με αφορμή την απόφαση ΟλΣτΕ 1160-1/2020


Του Πέτρου-Ορέστη Κατσούλα, 

Ι.  Πλαίσιο της απόφασης

Με τις αποφάσεις 1160 και 1161/2020 της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας απερρίφθησαν αιτήσεις ακυρώσεως που είχαν ασκηθεί από κατόχους αδειών λειτουργίας καζίνο στην Ελλάδα κατά κανονιστικής αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών, με την οποία ορίσθηκε προθεσμία μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011 για να υποβάλουν εταιρείες παροχής υπηρεσιών στοιχημάτων και τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, νόμιμα εγκατεστημένες σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ) και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (ΕΟΧ) και κάτοχοι αδειών λειτουργίας και παροχής τέτοιων υπηρεσιών, οικειοθελή αίτηση υπαγωγής στο φορολογικό καθεστώς των άρθρων 45-50 του ν. 4002/2011 κατά τη μεταβατική περίοδο (η οποία διατηρείται μέχρι και εντός του έτους 2020) έως τη χορήγηση στην Ελλάδα σχετικής άδειας παροχής τέτοιων υπηρεσιών. Από τις ανωτέρω διατάξεις, όπως έγινε δεκτό, προκύπτει ότι η εμπρόθεσμη υποβολή της αιτήσεως αυτής από τις εν λόγω εταιρείες αποτελεί, κατεξοχήν, διαδικαστικό όρο για την (μέχρι τότε κατά νόμον απαγορευόμενη) εφεξής (από την υποβολή της αιτήσεως) επιτρεπτή παροχή των υπηρεσιών τους εντός της Ελληνικής Επικράτειας, και δεν αποτελεί μόνον έναν από τους όρους για τη φορολόγηση αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Όπως προβλήθηκε στο σκεπτικό, η παροχή υπηρεσιών τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου ήταν αρχικώς απολύτως απαγορευμένη στην Ελλάδα έως το 2011, οπότε και με τον  ν. 4002/2011 ορίστηκε  ότι η διεξαγωγή στην Ελληνική Επικράτεια τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου ανήκει στην αποκλειστική δικαιοδοσία του Ελληνικού Δημοσίου που την ασκεί μέσω ειδικά αδειοδοτημένων «παρόχων», ενώ για το χρονικό διάστημα που θα μεσολαβούσε μέχρι την αδειοδότηση των «παρόχων», ο ν. 4002/2011 θέσπισε τη ρύθμιση του άρθρου 50 παρ. 12., μέσω της οποίας επετράπη σε εταιρείες παροχής υπηρεσιών στοιχημάτων και τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου, νόμιμα εγκατεστημένες σε κράτη μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης (E.E.) και του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου (E.O.X.) και κατόχους αδειών λειτουργίας και παροχής τέτοιων υπηρεσιών, «να συνεχίσουν την παροχή υπηρεσιών … εφόσον υπαχθούν αμέσως και οικειοθελώς στο φορολογικό καθεστώς των άρθρων 45 έως 50 … αναδρομικά στο πλαίσιο του άρθρου 78 παρ. 2 του Συντάγματος», περαιτέρω δε εξουσιοδοτήθηκε ο Υπουργός Οικονομικών να καθορίσει με απόφασή του «κάθε σχετική λεπτομέρεια».

Πιο συγκεκριμένα, με  το άρθρο 203 του ν. 4635/2019 ορίσθηκε ότι «νομικά πρόσωπα παροχής υπηρεσιών στοιχημάτων ή/και άλλων τυχερών παιγνίων που είναι νόμιμα εγκατεστημένα στην Ελλάδα ή σε άλλα κράτη-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης ή του Ευρωπαϊκού Οικονομικού Χώρου και παρέχουν υπηρεσίες τυχερών παιγνίων στην Ελληνική Επικράτεια μέσω διαδικτύου κατά την έναρξη ισχύος του παρόντος μπορούν μέχρι τις 31.3.2020 να συνεχίσουν να διεξαγάγουν στην Ελληνική Επικράτεια μέσω διαδικτύου αποκλειστικά τα τυχερά παίγνια των περιπτώσεων εφόσον, μέσα σε ένα μήνα από την έναρξη ισχύος του παρόντος, υποβάλλουν προς την Ε.Ε.Ε.Π. αίτηση για ένταξη στο προσωρινό καθεστώς αδειοδότησης, προσδιορίζοντας τα εκ των ανωτέρω τυχερά παίγνια, τα οποία προτίθενται να προσφέρουν κατά το εν λόγω διάστημα».

Κατά την αιτιολογική έκθεση επί του Κεφαλαίου Η’ του ν. 4002/2011, το οποίο αποτελεί το κατεξοχήν εθνικό νομοθέτημα για τη ρύθμιση της αγοράς των τυχερών παιγνίων στην ελληνική έννομη τάξη, η αγορά τυχερών παιγνίων δεν αποτελεί ούτε συνήθη εμπορική δραστηριότητα, ούτε συνήθη μορφή παροχής υπηρεσιών. Για το λόγο αυτό, πρέπει να «αποτελέσει αντικείμενο αυστηρής νομοθετικής πλαισίωσης προκειμένου να διαφυλαχθούν ουσιώδεις όροι δημοσίου συμφέροντος και δημοσίας τάξεως καθώς και η ασφάλεια και η προστασία των πολιτών», [όπως]  η διαφάνεια και η φερεγγυότητα της διεξαγωγής των παιγνίων, η διατήρηση σε ανεκτά επίπεδα της συμμετοχής των πολιτών στα τυχερά παίγνια, η αποτροπή της υπέρμετρης σπατάλης χρημάτων, της παράνομης εκμετάλλευσης και της αισχροκέρδειας, η διασφάλιση της διεξαγωγής αυτών των  παιγνίων και στοιχημάτων σύμφωνα με τους κανόνες του υπεύθυνου παιχνιδιού, η προστασία των καταναλωτών και ιδιαίτερα των ανηλίκων και ιδίως η βούληση «να κατευθυνθεί η στοιχηματική δραστηριότητα σε νόμιμους και ελέγξιμους παρόχους, ώστε να περιοριστεί και προοπτικά να εξαλειφθεί ο παράνομος στοιχηματισμός και τα ποινικά αδικήματα που υποθάλπει (απάτη, φοροδιαφυγή, νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις, κ.λπ.)».

Δυνάμει της  προαναφερθείσας εξουσιοδότησης εκδόθηκε η προσβαλλομένη υπουργική απόφαση, με το άρθρο 1 της οποίας ορίσθηκε προθεσμία, μέχρι την 31η Δεκεμβρίου 2011, για να υποβάλουν οι ως άνω εταιρείες «οικειοθελή αίτηση υπαγωγής στο φορολογικό καθεστώς της παρ. 12 του άρθρου 50 του ν. 4002/2011». Από τις ανωτέρω διατάξεις συνάγεται κατά το σκεπτικό του Συμβουλίου της Επικρατείας ότι η εμπρόθεσμη υποβολή της εν λόγω αιτήσεως από εταιρείες παροχής υπηρεσιών στοιχημάτων και τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου, οι οποίες είναι νόμιμα εγκατεστημένες σε κράτη μέλη της Ε.E. και του Ε.Ο.Χ. και κάτοχοι αδειών λειτουργίας και παροχής τέτοιων υπηρεσιών, αποτελεί, προεχόντως, διαδικαστικό όρο για την εφεξής επιτρεπτή παροχή των υπηρεσιών τους εντός της Ελληνικής Επικράτειας, σύμφωνα με το άρθρο 50 παρ. 12 του ν. 4002/2011, και όχι μόνον έναν από τους όρους για τη φορολόγηση αυτής της επιχειρηματικής δραστηριότητας.

Η αιτούσα ανώνυμη εταιρεία ήταν κάτοχος της άδειας λειτουργίας του καζίνο της Πάρνηθας. Με το δικόγραφο της ζήτησε την ακύρωση της αποφάσεως του Αναπληρωτή Υπουργού Οικονομικών ως βλαπτικής για τα συμφέροντά της, προβάλλοντας ότι, «σε σχέση με τη λειτουργία καζίνο, η παροχή υπηρεσιών στοιχημάτων και τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου είναι ανταγωνιστική επιχειρηματική δραστηριότητα, η οποία αρχικώς ήταν απολύτως απαγορευμένη στην Ελληνική Επικράτεια και ασκείτο παρανόμως, αλλά με τον ν. 4002/2011 και την ως άνω υπουργική απόφαση επετράπη, κατά παράβαση του Συντάγματος και του δικαίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, να ασκείται μεταβατικώς (μέχρι την έκδοση των αδειών του άρθρου 45 του ίδιου νόμου) από εταιρείες που είναι εγκατεστημένες σε άλλα κράτη μέλη της Ε.E. και του Ε.Ο.Χ. και ασκούν εκεί αυτή τη δραστηριότητα με σχετικές άδειες, χωρίς να επιτραπεί η άσκηση της ίδιας δραστηριότητας μεταβατικώς και σε κάθε άλλη ενδιαφερόμενη επιχείρηση με τους αυτούς όρους».

Το Συμβούλιο της Επικρατείας απέρριψε τον εν λόγω ισχυρισμό θεωρώντας ότι ο νομοθέτης δεν κατέλιπε ανεξέλεγκτη, κατά παράβαση των αρχών του κράτους δικαίου και της ισότητας μεταξύ των επιχειρήσεων καζίνο, την ανωτέρω επιχειρηματική δραστηριότητα παροχής υπηρεσιών στοιχημάτων και τυχερών παιγνίων μέσω διαδικτύου, εφόσον  μία αρχικώς απαγορευόμενη επαγγελματική δραστηριότητα δεν αποκλείεται, κατ’ αρχήν, να καταστεί εφεξής νόμιμη από τον νομοθέτη, ο οποίος δύναται να  θεσπίζει πρόσφορους κανόνες λειτουργίας,  δοθέντος ότι, από τη φύση του πράγματος, δεν είναι πάντοτε ευχερής η εξ αρχής πλήρης ρύθμιση επαγγελματικού φαινομένου που εισάγεται το πρώτον στην εθνική έννομη τάξη. Εξάλλου, η οικεία δραστηριότητα ασκείτο μεν παρανόμως στην Ελλάδα, από φορείς όμως που ήταν νομίμως αδειοδοτημένοι από άλλο κράτος μέλος της Ένωσης, ωστόσο, ο νομοθέτης είχε την ευχέρεια να εκτιμήσει ότι οι άδειες των οικείων επιχειρήσεων από την ΕΕ και τον ΕΟΧ αποτελούν βάση για τη διασφάλιση του δημοσίου συμφέροντος και της δημόσιας τάξης (για το ζήτημα της αδειοδότησης από άλλο κράτος-μέλος βλ. παρακάτω), ώστε να καταστήσει εφεξής νόμιμη την ένδικη επιχειρηματική δραστηριότητα κατά ένα μεταβατικό στάδιο, επιτυγχάνοντας παράλληλα αύξηση των δημοσίων εσόδων, ενώ συγχρόνως προβλέφθηκε  η εν καιρώ θέσπιση πλήρους σχετικού κανονιστικού πλαισίου για την άσκηση της επίδικης επιχειρηματικής δραστηριότητας (κανονισμός διεξαγωγής και ελέγχου παιγνίων και κώδικας δεοντολογίας παιγνίων).[1]

Επιπλεόν κρίθηκε ότι το επίδικο μεταβατικό καθεστώς δεν συνιστά ανεπίτρεπτο περιορισμό της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών (56 ΣΛΕΕ), διότι εν προκειμένω ο νομοθέτης σκοπεύει, μεταξύ άλλων, στη διατήρηση σε ανεκτά επίπεδα της συμμετοχής των πολιτών στα τυχερά παίγνια και στην αποτροπή εκ μέρους των υπέρμετρης σπατάλης χρημάτων, μέσω του περιορισμού του αριθμού των επιχειρήσεων παροχής των σχετικών υπηρεσιών βάσει αντικειμενικού κριτηρίου (νόμιμη εγκατάσταση σε κράτος μέλος ΕΕ και ΕΟΧ και άδεια λειτουργίας και παροχής τέτοιων υπηρεσιών).

Το Ανώτατο Ακυρωτικό Δικαστήριο επανέλαβε την πάγια[2] θέση του ότι «η ελευθερία εγκαταστάσεως και η ελεύθερη παροχή υπηρεσιών (άρθρα 49 και 56 της ΣΛΕΕ) υπόκεινται σε περιορισμούς για λόγους δημοσίας τάξεως, δημοσίας ασφαλείας και δημοσίας υγείας [σύμφωνα και με τα  άρθρα 51 και 52 της ΣΛΕΕ, τα οποία, σύμφωνα με το άρθρο 62, έχουν εφαρμογή και στον τομέα της ελεύθερης παροχής υπηρεσιών), καθώς και για επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος]. Το Δικαστήριο τόνισε, ωστόσο, ότι ιδιαίτερα στο χώρο του διαδικτυακού ή ηλεκτρονικού τυχερού παίγνιου παρατηρούνται ακόμη πιο υψηλοί κίνδυνοι σε σχέση με τις παραδοσιακές αγορές τυχερών παιγνίων, ένεκα της «έλλειψης άμεσης επαφής μεταξύ καταναλωτή και επιχειρηματικού φορέα, των ιδιαίτερων διευκολύνσεων και δυνατοτήτων για διαρκή πρόσβαση σ’ αυτά, καθώς και του τυχόν μεγάλου μεγέθους και συχνότητας της προσφοράς τους», σε περιβάλλον που χαρακτηρίζεται από απομόνωση του παίκτη, ανωνυμία και απουσία κοινωνικού ελέγχου.[3]

ΙΙ. Ο διάλογος της απόφασης με την νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης

Όπως παγίως δέχεται η νομολογία του ΔΕΕ, επιτακτικοί λόγοι γενικού συμφέροντος, οι οποίοι δικαιολογούν περιορισμούς στην επιχειρηματική δραστηριότητα των τυχερών παιγνίων, είναι η προστασία των καταναλωτών και η αποτροπή της απάτης και της παρότρυνσης σε υπερβολική δαπάνη συνδεόμενη με τα τυχερά παίγνια. Ειδικότερα το ΔΕΕ έχει κρίνει «ότι η χορήγηση αποκλειστικών δικαιωμάτων για την εκμετάλλευση τυχερών παιγνίων μέσω του Διαδικτύου σε ένα μοναδικό φορέα, που υπόκειται στον αυστηρό έλεγχο των δημοσίων αρχών, μπορεί, υπό περιστάσεις να κατευθύνει την εκμετάλλευση των παιγνίων αυτών προς ένα ελεγχόμενο κύκλωμα και να θεωρηθεί ικανή να προστατεύσει τους καταναλωτές από απάτες διαπραττόμενες από τους επιχειρηματικούς φορείς που διοργανώνουν τα παίγνια».[4] Συναφώς, γίνεται δεκτό ότι η ρύθμιση των τυχερών παιγνίων με κανόνες δικαίου περιλαμβάνεται στους τομείς, στους οποίους υπάρχουν σημαντικές διαφορές ηθικής, θρησκευτικής και πολιτιστικής φύσεως μεταξύ των κρατών μελών.

Αντιθέτως, το γεγονός μόνο ότι ένας επιχειρηματικός φορέας παροχής υηρεσιών τυχερών παιγνίων ασκεί δραστηριότητα σε ένα άλλο κράτος-μέλος -και συνεπώς έχει υπαχθεί σε έλεγχο των εντόπιων αρχών- δεν αποτελεί στοιχείο που να αναγκάζει ένα άλλο κράτος-μέλος να δεχθεί την παροχή των εν λόγω υπηρεσιών από τον συγκεκριμένο φορέα στο έδαφος του, αφού το τελευταίο μπορεί να θεωρήσει ότι δεν παρέχεται επαρκής εγγύηση προστασίας των καταναλωτών του πρώτου κράτους έναντι των κινδύνων διάπραξης απατών και εγκλημάτων, «λαμβανομένων υπόψη των δυσκολιών που ενδέχεται να αντιμετωπίζουν, σε ένα τέτοιο πλαίσιο, οι αρχές του κράτους μέλους εγκατάστασης προς αξιολόγηση των επαγγελματικών προσόντων και της επαγγελματικής εντιμότητας των επιχειρηματικών φορέων».[5]

Όπως παγίως έχει κριθεί από τη νομολογία του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εθνική ρύθμιση, η οποία παρακωλύει ή καθιστά λιγότερο ελκυστική την άσκηση των ελευθεριών εγκαταστάσεως και παροχής υπηρεσιών ή, κατά μείζονα λόγο, τις απαγορεύει, συνιστά περιορισμό, ο οποίος είναι ανεκτός, μόνον αν πληροί, σωρευτικά, τις ακόλουθες προϋποθέσεις:

α) δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους γενικού συμφέροντος, όπως η προστασία των καταναλωτών, η πρόληψη ή καταπολέμηση της απάτης, η μη ενθάρρυνση της εκ μέρους των πολιτών σπατάλης χρημάτων που συνδέεται με τα τυχερά παιγνίδια, και, γενικότερα η αποτροπή κάθε διαταράξεως της κοινωνικής τάξεως[6],

β) εισάγει μέτρο πρόσφορο προς επίτευξη του επιδιωκόμενου σκοπού.

γ) δεν βαίνει πέραν του αναγκαίου για την επίτευξη του σκοπού αυτού ορίου και

δ) εφαρμόζεται κατά τρόπο μη εισάγοντα δυσμενείς διακρίσεις.

Το ΔΕΕ έχει αναγνωρίσει ότι ειδικά στον τομέα των τυχερών παιχνιδιών οι εθνικές αρχές απολαμβάνουν ιδιαιτέρως αυξημένη διακριτική ευχέρεια, αναγνωρίζοντας ότι επιταγές  ηθικής, θρησκευτικής ή πολιτιστικής φύσεως, καθώς και οι ηθικώς και οικονομικώς επιζήμιες, για το άτομο και την κοινωνία, συνέπειες των παιχνιδιών και των στοιχημάτων μπορούν να δικαιολογήσουν σημαντικές παρεκκλίσεις από την ελευθερία εγκατάστασης και το δίκαιο του ανταγωνισμού. Η ελευθερία εκτίμησης είναι ιδιαιτέρως αυξημένη και αυτό λογω της  έλλειψης  ενωσιακής εναρμόνισης στο συγκεκριμένο τομέα, με αποτέλεσμα να εναπόκειται σε κάθε κράτος μέλος να εκτιμά, «με τη δική του κλίμακα αξιών», τις απαιτήσεις που συνεπάγεται η προστασία των διακυβευομένων συμφερόντων.

Τα κράτη-μέλη είναι ελεύθερα να καθορίζουν τους σκοπούς της πολιτικής τους στον τομέα αυτό και, ενδεχομένως, να προσδιορίζουν με ακρίβεια το επίπεδο της επιδιωκόμενης προστασίας, οι επιβαλλόμενοι περιορισμοί πρέπει πάντως να τηρούν την απορρέουσα από την νομολογία του ΔΕΚ αρχή της αναλογικότητας. Επομένως, πρέπει να εξετάζεται χωριστά, για καθέναν από τους επιβαλλόμενους με την εθνική νομοθεσία περιορισμούς, ιδίως το κατά πόσον είναι πρόσφοροι για τη διασφάλιση της επιτεύξεως του σκοπού ή των σκοπών που επιδιώκει το κάθε κράτος-μέλος και το κατά πόσον βαίνουν πέραν αυτού που είναι αναγκαίο για την επίτευξή τους.

Η αναγνώριση αυτής της διακριτικής ευχέρειας τελεί υπό την προπόθεση ότι το κράτος μέλος αποσκοπεί σε έναν από δύο αποκλειστικούς[7] σκοπούς και συγκεκριμένα τη μείωση της προσφοράς τυχερών παιχνιδιών ή την καταπολέμηση της συναφούς με αυτά εγκληματικότητας, μέσω της άσκησης ελέγχου επί των δραστηριοποιούμενων στον τομέα αυτόν επιχειρήσεων, ώστε να διασφαλισθεί ότι οι εν λόγω δραστηριότητες ασκούνται μόνον εντός των ελεγχομένων κυκλωμάτων. Ως προς τον δεύτερο αυτό σκοπό, εναπόκειται στο εθνικό δικαστήριο να ελέγξει, υπό το πρίσμα της εξελίξεως της αγοράς των τυχερών παιγνίων σε εθνικό επίπεδο, αν ο κρατικός έλεγχος στον οποίο υπόκεινται οι δραστηριότητες της κατέχουσας το μονοπώλιο επιχειρήσεως ασκείται όντως προς επιδίωξη των σκοπών στους οποίους αποβλέπει η καθιέρωση του συστήματος αποκλειστικότητας υπέρ της επιχειρήσεως αυτής.[8]

Επιπλέον κατά τη νομολογία του Δικαστηρίου οι περιορισμοί τελούν υπό τον σεβασμό στην αρχή της αναλογικότητας αλλά και της προσφορότητας, υπό την έννοια ότι  η οικεία εθνική ρύθμιση πρέπει, για να θεωρηθεί πρόσφορη, να συμβάλλει στην προσπάθεια πραγματικής μειώσεως της προσφοράς παιχνιδιών και περιορισμού των συναφών δραστηριοτήτων κατά τρόπο συνεπή και αποτελεσματικό.[9] Έτσι, μια εθνική νομοθεσία είναι κατάλληλη να διασφαλίσει την επίτευξη του προβαλλόμενου σκοπού «μόνον αν σκοπεί πράγματι στην επίτευξή του κατά τρόπο συνεπή και συστηματικό».[10] Ειδικότερα, κατά την έννοια του Δικαστηρίου η διακριτική ευχέρεια την οποία απολαμβάνουν τα κράτη-μέλη εξικνείται μεχρι του σημείου να δικαιολογείται τροποποίηση υφιστάμενης σύμβασης με πάροχο υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών, εφόσον κάτι τέτοιο δικαιολογείται από επιτακτικούς λόγους δημοσίου συμφέροντος.

Σε συνέχεια του ανωτέρου σκεπτικού το οποίο σταθερά επαναλαμβάνεται από το ΔΕΕ, έχει αναγνωρισθεί η δυνατότητα ανάπτυξης κρατικού μονοπωλίου στον εν λόγω τομέα (χαρακτηριστική η περίπτωση της Ελλάδας όπου στονο ΟΠΑΠ έχει παραχωρηθεί αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχείρισης, οργάνωσης και λειτουργίας των σε αυτή αναφερομένων παιγνίων), υπό την έννοια της χορήγησης αποκλειστικών δικαιωμάτων παροχής υπηρεσιών τυχερών παιχνιδιών σε έναν μόνον οργανισμό, υποκείμενο σε αυστηρό έλεγχο εκ μέρους των δημοσίων αρχών, ώστε να επιτραπεί σε ένα κράτος-μέλος να θέσει υπό τον έλεγχο του τους κινδύνους που ενέχει ο τομέας των τυχερών παιγνίων και την αποτροπή της παροτρύνσεως των καταναλωτών, εφόσον κρίνουν ότι ασκώντας τον έλεγχο επί του οργανισμού στον οποίο έχει ανατεθεί το μονοπώλιο, διασφαλίζουν καλύτερο έλεγχο της προσφοράς τυχερών παιγνίων και καλύτερες εγγυήσεις αποτελεσματικότητας κατά την εφαρμογή της πολιτικής τους. Είναι μάλιστα χαρακτηριστική η νομολογία του Δικαστηρίου που αναγνωρίζει ότι η δημιουργία μίας κατάστασης ανταγωνισμού στην ιδιάζουσα αγορά των τυχερών παιγνίων, είναι δυνατό να έχει επιβλαβές αποτέλεσμα, καθώς οι επιχειρηματίες αυτοί «θα είχαν την τάση να ανταγωνίζονται ο ένας τον άλλο σε εφευρετικότητα προκειμένου να καταστήσουν την προσφορά τους ελκυστικότερη από αυτή των ανταγωνιστών τους και, κατά τον τρόπο αυτό».[11] Σε περίπτωση που το κράτος ωστοσο προβεί σε απελευθέρωση της αγοράς, οφείλει να το πράξει σεβόμενο πλήρως τους θεμελιώδεις κανόνες των Συνθηκών, ιδίως τις αρχές της ίσης μεταχειρίσεως και της απαγορεύσεως των διακρίσεων λόγω ιθαγένειας, καθώς και την απορρέουσα υποχρέωση για διαφάνεια.[12]

Συμπερασματικά, η απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας εναρμονίζεται με το ίδιοτυπο καθεστώς της αγοράς των τυχερών παιγνίων στην Ελλάδα, αγορά που για έτη παρέμενε ερμητικά κλειστή, παρά την ύπαρξη παρανόμως δραστηριοποιούμεννω φορέων, και μάλιστα υπό την ερμηνευτική ανοχή του Δικαστηρίου της Ευρωπαϊκής Ένωσης, αφού αναγνωρίζει ότι ονομοθέτης προέβη σε μερικό άνοιγμα της εν λόγω αγοράς και μάλιστα ακολουθώντας κριτήρια που φαίνονται θεμιτά και εναρμονίζονται με τους επιδιωκόμενους από το νόμο σκοπούς. Το άνοιγμα αυτό που δεν ήταν ούτε αυτονόητο ούτε υπαγορευόταν από κάποια δικαιική αρχή φαίνεται να εναρμονίζεται πάντως και με το δίκαιο της ένωσης, αφού φαίνεται να σέβεται την αρχή της αμοιβαιότητας αλλά και το ευρωπαϊκό δίκαιο του ανταγωνισμού.


Βιβλιογραφικές Παραπομπές-Υπομνήσεις

[1] Βλ. όμως και την ισχυρή μειοψηφια που διατυπώθηκε σύμφωνα με την οποία ο Έλληνας νομοθέτης  δεν προέβη στη θέσπιση  ενός πλήρους, συστηματικού και αποτελεσματικού κανονιστικού πλαισίου των όρων ασκήσεως εντός της Ελληνικής Επικράτειας (και, συναφώς, του διοικητικού ελέγχου από εθνική αρχή) της επιχειρηματικής δραστηριότητας των εταιρειών που ήσαν εφοδιασμένες με αυτές τις άδειες. Αντιθέτως, επέτρεψε τη δράση τους χωρίς να έχουν εκδοθεί ούτε το π.δ/γμα περί Κανονισμού Διεξαγωγής και Ελέγχου Παιγνίων (δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 29 παρ. 1) ούτε, προσωρινώς, αποφάσεις της ΕΕΕΠ με πλήρες κανονιστικό πλαίσιο για τη διενέργεια τυχερών παιγνίων μέσω του διαδικτύου (δυνάμει της εξουσιοδοτήσεως του άρθρου 54 παρ. 5), με αποτέλεσμα να στοιχειοθετείται  διάκριση εις βάρος των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται σε πλήρως ρυθμισμένη αγορά τυχερών παιγνίων, όπως η αιτούσα.

[2] Βλ. και ΣτΕ 4242/2015 Δ’τμ.

[3] Βλ. σχετικά C-42/07, Liga Portuguesa de Futebol Professional της 8.9.2010, C-56/08, Carmen Media Group Ltd της 19.7.2012, C-470/11, SIA Garkalns της 30.4.2014, C-390/12, R. Pfleger κ.ά. της 22.1.2015.

[4] C‑209/11, Sportingbet plc.

[5] C-42/07, Liga Portuguesa de Futebol Profissional και Bwin International.

[6] Όχι όμως και η αποτροπή του περιορισμού ή της μείωσης των φορολογικών εσόδων ούτε, αυτοτελώς, η χρηματοδότηση αφιλοκερδών δραστηριοτήτων ή δραστηριοτήτων γενικού συμφέροντος, όπως έργων κοινής ωφελείας, φιλανθρωπικών, αθλητικών ή πολιτιστικών.Πάντως αναγνωρίζεται ρητώς από τη νομολογία του Δικαστηρίου ότι τα κράτη μέλη διαθέτουν ευρεία εξουσία εκτιμήσεως ως προς τον καθορισμό των απαιτήσεων της προστασίας των καταναλωτών. Βλ και απόφαση C-470/11, Garkalns.

[7] Έτσι το ΔΕΕ έχει κρίνει ότι  τα άρθρα 43  και 49 ΣΛΕΕ πρέπει να ερμηνευθούν υπό την έννοια ότι αντιβαίνει προς αυτά εθνική κανονιστική ρύθμιση, η οποία παρέχει  αποκλειστικό δικαίωμα διεξαγωγής, διαχειρίσεως, οργανώσεως και λειτουργίας των τυχερών παιγνίων σε έναν και μόνον οργανισμό, εφόσον, αφενός, η ρύθμιση αυτή δεν ανταποκρίνεται όντως στη μέριμνα για μείωση των δυνατοτήτων συμμετοχής σε παίγνια και για περιορισμό των δραστηριοτήτων στον τομέα αυτόν με συνεπή και συστηματικό τρόπο και, αφετέρου, εφόσον δεν διασφαλίζεται αυστηρός έλεγχος από τις δημόσιες αρχές της επεκτάσεως του τομέα των τυχερών παιγνίων αποκλειστικώς και μόνο στο μέτρο που είναι αναγκαίο για την καταπολέμηση της συναφούς προς τα παίγνια εγκληματικότητας, πράγμα το οποίο εναπόκειται στο αιτούν δικαστήριο να ελέγξει. Βλ. ΔΕΕ C-186/11, Stanleybet International Ltd.

[8] C-212/08 Zeturf

[9] Placanica κ.λπ., σκέψεις 40 έως 57

[10] ΔΕΕ C-186/11, Stanleybet International Ltd.

[11] C-203/08, Sporting Exchange

[12] C-72/10,  Costa και Cifone


Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας

Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Πέτρος-Ορέστης Κατσούλας
Είναι υποψήφιος διδάκτωρ συγκριτικού, δημοσίου και ευρωπαϊκού δικαίου (Πανεπιστήμιο Paris II Panthéon-Assas). Πτυχιούχος της Νομικής σχολής του Πανεπιστημίου Αθηνών και κάτοχος μεταπτυχιακού τίτλου σπουδών στο Δημόσιο Δίκαιο του Πανεπιστημίου Paris II Panthéon-Assas, με ισχυρή βάση στο ευρωπαϊκό δίκαιο, το δημόσιο δίκαιο και τα ανθρώπινα δικαιώματα. Φέρει δικηγορική εμπειρία σε αντικείμενα δημοσίου δικαίου αλλά και πολιτικής και διοικητικής δικονομίας, από άσκηση στο Νομικό Συμβούλιο του Κράτους. Κατά το παρελθόν είχε ενεργή συμμετοχή στην ELSA ως πρόεδρος του διοικητικού συμβουλίου, συμμετοχή σε προσομοιώσεις οργανισμών και πρακτική άσκηση στο Υπουργείο Εξωτερικών.