Της Στεφανίας Αρβανιτάκη,
Το παρόν της Ελλάδας (όπως κι άλλων χωρών), ως έναν βαθμό, είναι απόρροια του παρελθόντος, που έχει διανύσει, από το οποίο, ορισμένες φορές, δεν είναι τόσο έντονη η διαχωριστική γραμμή. Στη δημόσια συζήτηση, γύρω από αυτό το θέμα, όταν κατατίθενται προβληματισμοί σχετικά με την οικονομική και πολιτική κατάσταση της χώρας, συχνά οι οφθαλμοί στρέφονται στο να παρατηρήσουν γεγονότα προηγούμενων περιόδων. Συνεπώς, η κατάληξη είναι η ανοιχτή κατάθεση σκέψεων, που οδηγεί ή στην επίλυση επίκαιρων ζητημάτων με την κατανόηση, εμπέδωση και συνήθως αποδοχή του παρελθόντος ή στη γέννηση αντιπαραθέσεων, ταυτόχρονα με τη δημιουργία στρατοπέδων, που κινδυνεύουν να συνδεθούν (ή και να ταχθούν πραγματικά) με τις υπάρχουσες πολιτικές μερίδες.
Η μνήμη (είτε βιωμένη, είτε μαθημένη, είτε πολιτισμική κλπ) παίζει καίριο ρόλο στην παραγωγή γνώσης. Η διαμόρφωση της συλλογικής μνήμης είναι ένας τρόπος, για να διασωθεί το ιστορικό παρελθόν και αυτό πραγματοποιείται, κυρίως, μέσω των σχολείων και των εκπαιδευτικών ιδρυμάτων εν γένει, αλλά και μέσω των μουσείων. Επίσης, η μνήμη συνδέεται άρρηκτα με κοινότητες και τόπους. Απόδειξη αυτού αποτελεί η Θεσσαλονίκη, η οποία έχει καταστεί μια πόλη με έντονο μνημονικό χαρακτήρα για τους Τούρκους, εξαιτίας του σπιτιού του Κεμάλ Ατατούρκ (και όχι μόνο), για τους Εβραίους, καθώς μεγάλος αριθμός αυτών επιβιβάστηκε στα τρένα για το στρατόπεδο του Άουσβιτς, αλλά και για τους πρόσφυγες του 1922, που εγκαταστάθηκαν σε αυτήν και έγινε η νέα τους πατρίδα. Αντίστοιχα, η Κωνσταντινούπολη έχει χαραχθεί στη μνήμη του ελληνικού λαού, αφήνοντας ένα ανεξίτηλο αποτύπωμα, το οποίο δεν έχει ξεθωριάσει στο πέρασμα του χρόνου, δείχνοντας με αυτόν τον τρόπο πως η μνήμη είναι αρκετά ισχυρή και αλώβητη.
Άξιο προσοχής είναι ότι η μνήμη έχει συνδεθεί με την ηθική, την οποία πλέον υπερασπίζονται ακόμα και οι νόμοι ενός κράτους. Το 2014, ψηφίστηκε το αντιρατσιστικό νομοσχέδιο στην Ελλάδα, το οποίο προβλέπει ποινές φυλάκισης, αλλά και πρόστιμα, για όποιον αρνείται το Ολοκαύτωμα, τις γενοκτονίες των Ποντίων, των Αρμενίων κ.λπ. και ασκεί βία σε κάποιον πολίτη, λαμβάνοντας ως παράμετρο το χρώμα του, την εθνικότητά του και μια σειρά άλλων στοιχείων. Η φαλκίδευση αποφάσεων, που έχουν αναγνωριστεί από τη Βουλή, τιμωρείται. Ένα άλλο παράδειγμα μνήμης και ηθικής είναι οι λεγόμενοι «νόμοι της μνήμης», που εφάρμοσε η Γαλλία σε μια σειρά ετών (από το 1990 έως το 2011) και αφορούν (πέρα από τις κοινές με την Ελλάδα διατάξεις σχετικά με το Ολοκαύτωμα και τους Αρμένιους) το αφρικανικό δουλεμπόριο σκλάβων και την αναγνώριση αυτού.
Από τα παραπάνω, γίνεται αντιληπτό ότι η δικαιοσύνη παρεμβαίνει, για να υπερασπιστεί τη μνήμη των θυμάτων, αλλά και να τη διαφυλάξει -όσο είναι δυνατόν αυτό- από τυχόν προσπάθειες αμαύρωσής της.
Αυτό που αξίζει να μνημονεύεται είναι αυτό που πρέπει να διασωθεί εναντίον της λήθης και της αφάνειας. Αλλά τι είναι, τελικά, αυτό που αξίζει να μνημονεύεται και ποιος το επιλέγει; Σχετικά με αυτό, υπάρχει μια επιλεκτικότητα, η οποία προκύπτει είτε από κοινωνικές διαδικασίες είτε από την επιβολή μιας αρχής (αυταρχικής ή δημοκρατικής). Στην πραγματικότητα, υπάρχει ένας έλεγχος πάνω στο τι ανακαλούν στη μνήμη τους τα μέλη μιας κοινωνίας και στο τι παραλείπουν και ξεχνούν. Αυτό, βέβαια, μπορεί να αλλάξει ανάλογα με την εποχή. Από τα τέλη του 20ου αιώνα μέχρι και σήμερα, ο αριθμός των μνημείων, που προορίζονται για την τίμηση των μαρτύρων (και όχι των ηρώων, όπως συνηθίζονταν μέχρι πρότινος) έχει μεγαλώσει. Αυτή η πολιτισμική αλλαγή έχει άμεση σχέση με την ταυτότητα.
Επιπλέον, η μελέτη του παρελθόντος είναι συνυφασμένη με το παρόν, το οποίο λειτουργεί σαν ένα εργαλείο προσέγγισης και ίσως επαναπροσδιορισμού της ιστορίας. Αυτό εμφορείται από πολιτικούς ή κοινωνικούς μηχανισμούς, οι οποίοι, άλλοτε πληθωρικά και άλλοτε σε μικρότερο βαθμό, δρουν ως μέσα επιρροής της κατανόησης της ιστορίας. Κάτι τέτοιο έχει οδηγήσει στη θεωρία περί «κατασκευής» του παρελθόντος, υπό την έννοια ότι, εφόσον η ιστορία είναι ανεπηρέαστη από τη σημερινή κοινωνία, είναι αναγκαίο να εξετάζεται και αυτή ως ιστορικό δεδομένο.
Είναι αξιοσημείωτο να ειπωθεί πως η κάθε εποχή, στρεφόμενη προς το παρελθόν, μπορεί να διαφέρει από την προηγούμενη και ίσως και από την επόμενη ως προς το τι θεωρεί σημαντικό ή αδιάφορο. Στην ουσία, γίνεται λόγος για ανάπτυξη συναισθημάτων, τα οποία μπορούν να αποτελέσουν κινητήριο δύναμη για τη φώτιση μιας χρονικής περιόδου και την έντονη ενασχόληση της ερευνητικής κοινότητας με αυτήν ή και την κατάχωσή της σε ένα σκοταδιστικό περιβάλλον, γύρω από το οποίο συνηθίζεται να επικρατεί ένα αδιάφορο κλίμα.
Παράδειγμα αυτού αποτελεί η Βυζαντινή Ιστορία, η οποία έχει υπάρξει εύκολη λεία για τη σύνδεσή της με διόλου θετικά στερεότυπα. Είναι δυστυχές πως, γύρω από το όνομά της, έχει δημιουργηθεί άδικα μια λανθασμένη εντύπωση, η οποία καθιστά τη συγκεκριμένη περίοδο ανοίκεια, λιγότερο ένδοξη και γοητευτική από την κλασική αρχαιότητα, αλλά και παραμελημένη. Αυτό, άλλωστε, αποδεικνύεται από την έλλειψη ενδιαφέροντος σχετικά με τη διάσωση βυζαντινών μνημείων. Τη δεκαετία του 1830, κατεδαφίστηκαν αρκετά από αυτά στην Αθήνα, καθώς οι αρχαιότητες της κλασικής και ελληνορωμαϊκής εποχής βρίσκονταν σε περισσότερο προνομιακή θέση. Μήπως θα έπρεπε να επιχειρηθεί μια επανεκτίμηση της βυζαντινής κληρονομιάς; Για αρκετούς αιώνες, πλανιόταν στην απαξίωση ο πολιτισμός αυτής.
Κλείνοντας, θα ήθελα να μεταφέρω κάποια από τα λόγια του Νίκου Μπελαβίλα, ο οποίος, αναφερόμενος στα μνημεία ως «υλικές κιβωτούς της μνήμης», εκφέρει την άποψη πως αυτά «επιβιώνουν, όταν έχουν να μας διηγηθούν κάτι για το παρόν και το μέλλον, όταν δηλαδή γίνονται κτήματα των επόμενων γενιών».
Ας καταβάλλουμε την πολύτιμη προσπάθεια του να γίνει κτήμα μας η πολιτιστική κληρονομιά! Την παρακαταθήκη του παρελθόντος οφείλουμε να τη διαχειριστούμε, αφού πρώτα ευαισθητοποιηθούμε γύρω από θέματα ιστορικής μνήμης και προαχθεί ένας ανοιχτός δημόσιος διάλογος, όπως αξίζει. Ας μην ξεχνάμε πως η γλώσσα είναι ένας φορέας της μνήμης. Η σκυτάλη μπορεί να ταξιδέψει από γενιά σε γενιά!
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γιάννης Χαμηλάκης, Το έθνος και τα ερείπια του: Αρχαιότητα, αρχαιολογία και εθνικό φαντασιακό στην Ελλάδα, Αθήνα 2012
- Νίκος Παπαδημητρίου, Άρης Αναγνωστόπουλος, Το παρελθόν στο παρόν: Μνήμη, Ιστορία και αρχαιότητα στη σύγχρονη Ελλάδα, Αθήνα 2017