Της Γεωργίας Δέδε,
Ο 21ος αιώνας χαρακτηρίζεται από πληθυσμιακές μετακινήσεις ανά τον κόσμο, καθώς και διαρκείς κοινωνικές και οικονομικές μεταβολές. Το σημερινό ελληνικό σχολείο, ως κάτοπτρο της κοινωνικής πραγματικότητας, έρχεται αντιμέτωπο με πληθώρα προκλήσεων που απορρέουν από την συνάντηση διαφορετικών πολιτισμικών ομάδων στην σχολική τάξη και συνδέεται άρρηκτα με τις αρχές και τις αξίες της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης.
Το Διαπολιτισμικό μοντέλο, ως μοντέλο διαχείρισης της ετερότητας εντός του σχολικού περιβάλλοντος, εμφανίζεται ως εξέλιξη πολλών πρότερων μοντέλων επίλυσης και διαχείρισης της προσδοκώμενης ομαλής συνύπαρξης των διαφόρων μειονοτικών πληθυσμών σε παγκόσμιο επίπεδο. Απορρίπτοντας τις μεθόδους της αφομοίωσης των μειονοτικών ομάδων, του επιπολιτισμού που αποβλέπει στην γλωσσική και πολιτισμική ομοιογένεια, της πολυπολιτισμικότητας που πυροδοτεί φαινόμενα γκετοποίησης, της περιθωριοποίησης των μειονοτήτων εντός του κοινωνικού ιστού και της εξάλειψης του ρατσισμού υπό το πρίσμα της ισότητας ευκαιριών εντός των εκπαιδευτικών δομών, η διαπολιτισμική εκπαίδευση υποστηρίζει και προωθεί κάθε μορφής διαφορετικότητα, υπό τους όρους της πολιτισμικής επικοινωνίας και αμοιβαιότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ισοτιμίας, ενθαρρύνοντας την αλληλεπίδραση των μαθητών της κυρίαρχης πλειονότητας με αυτούς που προέρχονται από διαφορετικό πολιτισμικό και γλωσσικό υπόβαθρο. Το πολιτισμικό φορτίο των μαθητών, υπό το πρίσμα της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, αποτελεί σημείο εκκίνησης του εκπαιδευτικού διαλόγου και στοιχείο αξιοποίησης για την σχολική πρακτική και την μαθησιακή διαδικασία. Απώτερος σκοπός της είναι να διαμορφώσουν όλοι οι μαθητές, στην βάση της αμοιβαίας πολιτισμικής επικοινωνίας, μια συλλογική ταυτότητα, η οποία με την σειρά της θα ενσωματώνει την αξία της δημοκρατίας, του κοσμοπολιτισμού, το αίσθημα κοινωνικής ευθύνης και την υπεράσπιση των ανθρώπινων δικαιωμάτων.
Κατά συνέπεια, η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση, ως εκπαίδευση πολιτισμικού πλουραλισμού και ταυτοχρόνως πολιτισμικού εμπλουτισμού, προασπίζεται την εκπαίδευση για ενσυναίσθηση, αλληλεγγύη, διαπολιτισμικό σεβασμό και διάλογο και αντιμάχεται των εθνικών και πολιτισμικών προκαταλήψεων και στερεοτύπων. Επί της ουσίας, η διαπολιτισμική εκπαίδευση βοηθά τους μαθητές να αναγνωρίσουν και να αποδεχτούν την ετερότητα, να κατανοήσουν την αλληλένδετη μοίρα των πολιτισμών ανά τον κόσμο, να καθορίσουν τις αξιακές και ηθικές τους δεσμεύσεις με γνώμονα την υπεράσπιση των δικαιωμάτων και των ελευθεριών όλων των πολιτών της σημερινής ετερογενούς κοινωνίας.
Καθίσταται σαφές πως η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση κατά την ουσιαστική της εφαρμογή αποτελεί μια ριζοσπαστική εκπαιδευτική πρακτική, καθώς προϋποθέτει, βασίζεται και προωθεί εκ νέου τις αξίες της ισότητας, της κοινωνικής δικαιοσύνης και της ακριβοδικίας (equity).
Ωστόσο, ως ζήτημα μείζονος σημασίας προβάλλεται το ερώτημα σε ποιον βαθμό αυτές οι αξίες χωρούν στο ελληνικό σχολείο, εστιάζοντας σε δύο φορείς της εκπαιδευτικής διαδικασίας: Το σύστημα και τον εκπαιδευτικό μέσα σε αυτό. Αρχικά, το ελληνικό εκπαιδευτικό σύστημα φαίνεται να βάλλεται σήμερα από την έλλειψη θεσμικών μεταρρυθμίσεων αναφορικά με τον έκδηλο εθνοκεντρισμό που εντοπίζεται στην καθημερινή σχολική πρακτική, παραδείγματος χάριν, εντός των σχολικών εγχειριδίων και μέσω των σχολικών εορτών, τα οποία ενισχύουν την αίσθηση της πολιτισμικής και εθνικής αυταρέσκειας. Η συνεχής παρουσίαση της ανωτερότητας του ελληνικού πολιτισμού και της ανάδειξής του ως μια αδιάσπαστη συνέχεια στον χρόνο, φαίνεται να οδηγούν σε φαινόμενα εθνικής εσωστρέφειας, τα οποία με την σειρά τους παρεμποδίζουν την διαπολιτισμική επικοινωνία μεταξύ των γηγενών και μειονοτικών μαθητών, ενώ ταυτόχρονα προάγουν την αναπαραγωγή εθνικών στερεοτύπων.
Βασικό επακόλουθο της προσκόλλησης του εκπαιδευτικού συστήματος στον εθνικό εαυτό αποτελεί το παρατηρούμενο πολιτισμικό έλλειμμα που λανθασμένα αποδίδεται στους αλλοδαπούς μαθητές, λόγω της περιορισμένης ταύτισής τους με τον κυρίαρχο πολιτισμό. Το πολιτισμικό αυτό έλλειμμα τείνει να οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια αλλοδαπούς μαθητές αφενός εκτός σχολικού συστήματος, και αφετέρου σε μια μορφή πολιτισμικής απομόνωσης και μειονεξίας. Ως αποτέλεσμα, τα φαινόμενα σχολικής διαρροής και αποτυχίας αναιρούν κάθε έννοια ισότητας και δικαιοσύνης που πρεσβεύει η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση.
Στον αντίποδα, ο ρόλος του εκπαιδευτικού ως πολιτισμικού διαμεσολαβητή φαίνεται να μένει ανέπαφος στο σημερινό σχολείο. Συχνά, παρατηρείται ο εκπαιδευτικός να βιώνει αισθήματα ανασφάλειας, να προκαταβάλλεται αρνητικά έναντι της πολιτιστικής και θρησκευτικής ετερότητας και να δυσκολεύεται να απελευθερωθεί από πολιτισμικές νόρμες και μοτίβα συμπεριφοράς. Προτού τω λίθω βαλλέτω, ας αναρωτηθούμε ποια είναι σήμερα η θέση του εκπαιδευτικού στο ελληνικό σχολείο. Σαφέστερα, η συνεχής υποτίμηση που βιώνει ο εκπαιδευτικός, η διαρκής αμφισβήτηση της επαγγελματικής του ταυτότητας και η «εριστική» απουσία σταθερού επαγγελματικού καθεστώτος (μόνιμος, αναπληρωτής ή ωρομίσθιος), από κοινού με την υποχρέωση διαχείρισης πολυμελών/υπερπλήρων τάξεων, αποτελούν στοιχεία τα οποία εκ των πραγμάτων θέτουν σε κίνδυνο την διαπολιτισμική αποτελεσματικότητα των σημερινών εκπαιδευτικών.
Το κυνήγι των μορίων εις υπόσχεσιν μιας γρηγορότερης επαγγελματικής αποκατάστασης, ωθούν τους εκπαιδευτικούς σε περαιτέρω επιμορφώσεις και προσαύξηση του συμβολικού τους κεφαλαίου σχετικά με το αντικείμενο της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης, γεγονός που εγγυάται εν τίνι τρόπω την διαπολιτισμική τους ετοιμότητα. Παρόλα αυτά, πολλές φορές ο προσωπικός εκπαιδευτικός σχεδιασμός του δασκάλου φαίνεται να παρεμποδίζεται από τις διαρκείς και εκδικητικές ελλείψεις που ενυπάρχουν στο σημερινό ελληνικό σχολείο.
Η ανάγκη για Διαπολιτισμική Εκπαίδευση είναι σαφής. Διαπερνώντας το εκπαιδευτικό σύστημα και επιδρώντας καταλυτικά στην κοινωνική συνοχή και την διατήρηση και προώθηση των δημοκρατικών ιδεωδών, η Διαπολιτισμική Εκπαίδευση δεν αποτελεί μια ουτοπία. Καθώς η πολυπολιτισμικότητα είναι η πραγματικότητα της σημερινής ελληνικής τάξης, είναι αδήριτη ανάγκη να ληφθούν πρωτοβουλίες σε πολιτικό επίπεδο και να εφαρμοσθούν εκπαιδευτικές μεταρρυθμίσεις, ώστε να αμβλυνθεί η ακαμψία του εκπαιδευτικού συστήματος και να απελευθερωθεί ο εκπαιδευτικός από τα δεσμά που φέρει, ώστε να γίνει μια ουσιαστική μετατόπιση προς την ετερότητα και την πολλαπλότητα.
Καθώς το στοίχημα της Διαπολιτισμικής Εκπαίδευσης παραμένει επίκαιρο και διαρκές, το πραγματικό ερώτημα είναι κατά πόσο το στοίχημα αυτό μπορεί ακόμη να κερδηθεί.
Γεννήθηκε το 1992 και μεγάλωσε στο Ναύπλιο. Είναι απόφοιτη του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Πατρών. Στο πλαίσιο των Μεταπτυχιακών Σπουδών της στο ίδιο Τμήμα, εστίασε στον τομέα της Διαπολιτισμικής και Πολυπολιτισμικής Εκπαίδευσης. Τα ερευνητικά της ενδιαφέροντα εστιάζουν στους τομείς της ετερότητας, της ταυτότητας και των δικαιωμάτων καθώς και τον τρόπο που αυτά εκδηλώνονται και διαφοροποιούνται σε πολυπολιτισμικά και πολυγλωσσικά περιβάλλοντα, όπως αυτό της σύγχρονης ελληνικής τάξης. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με τον εθελοντισμό και την άθληση.