Του Γιώργου Ναθαναήλ,
Ο γάμος είναι μία από τις πολλές εορτές των αρχαίων Ελλήνων. Η γιορτή, από τότε έως και σήμερα, είναι μια στιγμή μέσα στον χρόνο, κατά την οποία οι άνθρωποι ξεφεύγουν από την καθημερινότητά τους. Οι υποχρεώσεις σταματούν να τρέχουν για λίγο, για να διεκπεραιωθούν λίγο αργότερα. Στον αρχαίο κόσμο, ο πόλεμος σταματούσε, για να τελεστεί η γιορτή, η οποία είχε συνήθως έντονο τον θρησκευτικό χαρακτήρα. Στο παρόν άρθρο, θα προσπαθήσω να κάνω μια παρουσίαση της γιορτής του γάμου. Η αρχαία ελληνική τέχνη έχει μερικές παραστάσεις της γιορτής του γάμου. Αντιθέτως, στη ρωμαϊκή τέχνη, υπάρχουν πολλά έργα, όπως τα συζυγικά πορτρέτα. Αυτό δεν δείχνει πως οι Έλληνες θεωρούσαν λιγότερο σημαντικό τον γάμο απ’ ότι οι Ρωμαίοι. Οι Έλληνες, μετά τον γάμο τους, δεν θεωρούσαν πως αποτελούν «δύο εις σάρκαν μίαν», αντιθέτως θεωρούσαν πως πρέπει να παραμείνουν ως είχαν. Συνεπώς, οι Έλληνες κρατούσαν μια απόσταση ακόμα και στις σχέσεις, που, σήμερα, θεωρούνται πολύ στενές.
Ποια ήταν, όμως, η ανθρώπινη ανάγκη, για να οδηγηθεί κανείς στον γάμο; Η απόκτηση νόμιμων απογόνων, που θα κληρονομούσαν την περιουσία του πατέρα τους μετά θάνατον. Φυσικά, ο άνδρας δεν είχε σεξουαλικές σχέσεις μόνο με τη σύζυγό του, αλλά και με άλλες γυναίκες, συνήθως εταίρες. Σε περίπτωση τεκνοποιίας, το παιδί δεν αναγνωριζόταν. Τον σκοπό του γάμου αντλούμε από το έργο του Πλάτωνα, Νόμοι 721b-d: γαμεῖν δέ, ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα, μέχρι ἐτῶν πέντε καὶ τριάκοντα, εἰ δὲ μή, ζημιοῦσθαι χρήμασίν τε καὶ ἀτιμίᾳ, χρήμασι μὲν τόσοις καὶ τόσοις, τῇ καὶ τῇ δὲ ἀτιμίᾳ. ὁ μὲν ἁπλοῦς ἔστω τις τοιοῦτος περὶ γάμων, ὁ δὲ διπλοῦς ὅδε- γαμεῖν δέ, ἐπειδὰν ἐτῶν ᾖ τις τριάκοντα, μέχρι τῶν πέντε καὶ τριάκοντα, διανοηθέντα ὡς ἔστιν ᾗ τὸ ἀνθρώπινον γένος φύσει τινὶ μετείληφεν ἀθανασίας, οὗ καὶ πέφυκεν ἐπιθυμίαν ἴσχειν πᾶς πᾶσαν: τὸ γὰρ γενέσθαι κλεινὸν καὶ μὴ ἀνώνυμον κεῖσθαι τετελευτηκότα τοῦ τοιούτου ἐστὶν ἐπιθυμία. γένος οὖν ἀνθρώπων ἐστίν τι συμφυὲς τοῦ παντὸς χρόνου, ὃ διὰ τέλους αὐτῷ συνέπεται καὶ συνέψεται, τούτῳ τῷ τρόπῳ ἀθάνατον ὄν, τῷ παῖδας παίδων καταλειπόμενον, ταὐτὸν καὶ ἓν ὂν ἀεί, γενέσει τῆς ἀθανασίας μετειληφέναι: τούτου δὴ ἀποστερεῖν ἑκόντα ἑαυτὸν οὐδέποτε ὅσιον, ἐκ προνοίας δὲ ἀποστερεῖ ὃς ἂν παίδων καὶ γυναικὸς ἀμελῇ.
Επίσης, αν και ο γάμος ήταν πολύ σημαντικός για μια κοπέλα, δηλαδή έπρεπε να παντρευτεί και να κάνει παιδιά, η ίδια δεν είχε λόγο για το ποιος θα είναι ο άνδρας της. Ο γαμπρός ερχόταν σε συμφωνία με τον πατέρα της νύφης, παίρνοντας συνήθως προίκα. Στην Αθήνα, ο Σόλων, με νομοθεσία, όρισε το ύψος της αξίας της προίκας, καθώς και τα αντικείμενα, που όφειλε να φέρει η νύφη. Πριν την απόδοση της προίκας, σύμφωνα με τον Ηρόδοτο (6.57.4), υπήρχε η εγγύη, δηλαδή η επίσημη συμφωνία μεταξύ του γαμπρού και του πατέρα της νύφης – ή οποιουδήποτε άλλου κηδεμόνα της – ότι θα γίνει ο γάμος. Σε περίπτωση διαζυγίου, η κόρη, μαζί με την προίκα της, αποδίδονταν δικαστικά, μέσω της επιδοκιμασίας, σε κάποιον συγγενή της, προκειμένου να παραμείνει η προίκα στην οικογένεια.
Ανάμεσα στην εγγύη και τον γάμο, βρίσκεται η περίοδος της μνηστείας, κάτι ανάλογο με τον αρραβώνα. Το πότε θα γινόταν ο γάμος εξαρτιόταν, πέρα από τις οικονομικές δυνατότητες, κι από το αν οι οιωνοί το επέτρεπαν. Η τέταρτη ημέρα του μήνα ήταν αρκετά καλή, σύμφωνα με τον Ησίοδο στο έργο του Έργα και Ημέραι (800-804):
ἐν δὲ τετάρτῃ μηνὸς ἄγεσθαι οἶκον ἄκοιτιν
οἰωνοὺς κρίνας, οἳ ἐπ᾽ ἔργματι τούτῳ ἄριστοι.
πέμπτας δ᾽ ἐξαλέασθαι, ἐπεὶ χαλεπαί τε καὶ αἰναί·
ἐν πέμπτῃ γάρ φασιν Ἐρινύας ἀμφιπολεύειν
Ὅρκον γεινόμενον, τὸν Ἔρις τέκε πῆμ᾽ ἐπιόρκοις.
Και, φυσικά, η πέμπτη ημέρα ήταν η χειρότερη δυνατή μέρα, για να παντρευτεί κανείς, αφού τότε κυκλοφορούσαν οι Ερινύες.
Όσον αφορά την ηλικία του γαμπρού και της νύφης, ο Ησίοδος (Έργα και Ημέραι 695-699) θεωρεί πως ο άνδρας πρέπει να είναι γύρω στα 30 κι η κοπέλα στα 13 με 14, αφού έχει ξεκινήσει η έμμηνος ρύση, διότι, όπως προανέφερα, ο σκοπός ήταν η απόκτηση παιδιών.
Ὡραῖος δὲ γυναῖκα τεὸν ποτὶ οἶκον ἄγεσθαι,
μήτε τριηκόντων ἐτέων μάλα πόλλ᾽ ἀπολείπων
μήτ᾽ ἐπιθεὶς μάλα πολλά· γάμος δέ τοι ὥριος οὗτος.
ἡ δὲ γυνὴ τέτορ᾽ ἡβώοι, πέμπτῳ δὲ γαμοῖτο.
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ὥς κ᾽ ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς.
Πολλοί, ακόμη, συγγραφείς συμφωνούν με την άποψη αυτή, αλλά αυτός που φαίνεται να διαφέρει είναι ο Αριστοτέλης, ο οποίος υποστηρίζει (Πολιτικά 1334b-1335ab) ότι ο άνδρας πρέπει να είναι περί τα 37 έτη κι η γυναίκα 18 και θα πρέπει να έχουν αποκτήσει παιδιά, μέχρι ο άνδρας να γίνει 50 με 55 ετών. Εξαίρεση αποτελούσε η Σπάρτη, όπου οι κοπέλες παντρεύονταν στα 18 με 20, προκειμένου να γεννήσουν υγιή παιδιά. Φυσικά, αυτό δεν σημαίνει πως οι Αθηναίες γεννούσαν μη υγιή παιδιά, αλλά το σώμα τους δεν ήταν τόσο έτοιμο, για να δεχθεί ένα παιδί.
Τα στάδια της τελετής του γάμου είναι πολλά και δεν θα τα παρουσιάσω αναλυτικά, αλλά θα σταθώ σε ένα. Αρχικά, έχουμε τα προγάμια ή προαύλια, κατά τα οποία τελούνταν θυσίες. Σε αυτές τις θυσίες, η μέλλουσα νύφη αφιέρωνε τα ρούχα της, τα παιχνίδια της και τούφες από τα μαλλιά της. Ο συμβολισμός είναι πως αφήνει πίσω της την παιδική ηλικία και πως περνά σε ένα άλλο στάδιο της ζωής της. Η κοπέλα χάνει τον χαρακτήρα της κι από την επόμενη μέρα θα ανήκει στον κόσμο των γυναικών με όλες τις δυσκολίες και τους κινδύνους που έχει. Το ερώτημα, που προκύπτει σε κάποιον αναγνώστη, είναι γιατί οι κοπέλες παντρεύονταν τόσο νωρίς. Το γεγονός πως η γυναίκα δεν έχει λόγο στα πολιτικά δρώμενα της πόλης και συνεπώς δεν ανήκει στην ομάδα των πολιτών, την καθιστά αυτόματα υποχείριο του ανδρός της. Έτσι, οι κοπέλες γνωρίζουν, από μικρές, πως ο σκοπός τους είναι να παντρευτούν, να τεκνοποιήσουν και να αναθρέψουν καλούς άνδρες πολίτες. Σήμερα, αυτό μας φαίνεται απίστευτα παρωχημένο, αλλά, δυστυχώς, η θέση της γυναίκας, ακόμα και στη «δημοκρατική» Αθήνα, ήταν αυτή. Προχωρώντας στα στάδια της τελετής του γάμου, ακολουθεί ένα τελετουργικό λουτρό της νύφης και του γαμπρού, έπειτα ο στολισμός της νύφης κι η παννυχίς, δηλαδή το γαμήλιο συμπόσιο. Στη συνέχεια, έχουμε τα ανακαλυπτήρια. Η νύφη εμφανίζεται και παραδίδεται από τον πατέρα της στον γαμπρό. Έπεται η αγωγή, δηλαδή η μεταφορά της κόρης στο νέο της σπίτι. Όταν φτάνουν στο σπίτι του γαμπρού, ενδεχομένως να τελούνταν τα καταχύσματα, δηλαδή το πέταγμα ξηρών φρούτων και καρπών και νομισμάτων, για να υπάρχει ευφορία στο ζευγάρι. Τέλος, έχουμε τα επαύλια, δηλαδή την προσφορά δώρων στο ζευγάρι από συγγενείς και φίλους.
Η γυναίκα, καθ’ όλη τη διάρκεια της ιστορίας, ήταν αυτή που βρισκόταν στο περιθώριο και πολλές φορές νοούνταν ως αντικείμενο κι όχι ως άνθρωπος. Ωστόσο, στην πραγματικότητα, από τους κυνηγούς-τροφοσυλλέκτες έως τις σύγχρονες κρίσεις (π.χ. Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος) και το σήμερα, προσφέρει τα μέγιστα κι αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μέλη της κοινωνίας.
Ενδεικτική βιβλιογραφία
- Richard Harder, Ο τρόπος των αρχαίων Ελλήνων, 139 και 161
- Ελένη Μανακίδου, Φλώρα Μανακίδου, Ἐν οἴκῳ καὶ ἐν δήμῳ. Όψεις του ιδιωτικού και του δημόσιου βίου μέσα από γραμματιακές και εικονογραφικές μαρτυρίες στην αρχαϊκή και κλασική εποχή, 35-39
*Όλες οι εικόνες αντλήθηκαν από το LIMCDigital. Στο εξώφυλλο απεικονίζεται η αγωγή τής νύφης, δηλαδή η μεταφορά από το πατρικό της σπίτι στο σπίτι του συζύγου της.