Της Δανάης Λυπιρίδη,
Από τις αρχές της σύλληψης της ευρωπαϊκής ιδέας είχε διαπιστωθεί η σημασία οικονομικής αξιοποίησης των πηγών ενέργειας. Η πρώτη κίνηση προς αυτήν την κατεύθυνση έγινε το 1951, όταν ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Άνθρακα και Χάλυβα για τακτικό εφοδιασμό της κοινής αγοράς με άνθρακα και χάλυβα και ίση πρόσβαση στις πηγές. Λίγα χρόνια αργότερα, το 1957, ιδρύθηκε η Ευρωπαϊκή Κοινότητα Ατομικής Ενέργειας, στόχος της οποίας ήταν η επίτευξη ενεργειακής ανεξαρτησίας μέσω της χρήσης της πυρηνικής ενέργειας για ειρηνικούς και μη στρατιωτικούς σκοπούς. Αυτή η εξέλιξη στον ευρωπαϊκό χώρο είχε ως αποτέλεσμα να υπάρξει αναδιοργάνωση της βιομηχανίας και επιτάχυνση του εκσυγχρονισμού των έξι ιδρυτικών χωρών της ΕΟΚ στον πυρηνικό τομέα.
Η ΕΟΚ δεν προέβη σε περαιτέρω ρύθμιση του ενεργειακού ζητήματος μέχρι την υπογραφή της Συνθήκης του Μάαστριχτ το 1992, υποδηλώνοντας ότι οι χώρες της Ένωσης επιθυμούσαν την ενεργειακή πολιτική να ανήκει στην αποκλειστική αρμοδιότητα τους. Αξιοσημείωτο επίσης είναι το γεγονός ότι οι Συνθήκες του Άμστερνταμ και της Νίκαιας δεν ρύθμισαν το ζήτημα της ασφάλειας του εφοδιασμού σε φυσικό αέριο και πετρέλαιο εντός της Κοινότητας. Τέλος, ρητή αναφορά σε επίπεδο πρωτογενούς δικαίου της Ε.Ε. για την ενεργειακή πολιτική γίνεται για πρώτη φορά στη Συνθήκη της Λισαβόνας το 2009 και συγκεκριμένα στο άρθρο 194 αυτής. Με το εν λόγω άρθρο, η ενέργεια αναβαθμίζεται σε τομεακή πολιτική της Ε.Ε. και αποτελεί πλέον συντρέχουσα αρμοδιότητα της Ένωσης με τα κράτη – μέλη, γεγονός που δηλώνει τη διάθεση των χωρών να ενισχύσουν την ενεργειακή τους ασφάλεια, καθώς η μη σαφής οριοθέτηση των αρμοδιοτήτων της Ε.Ε., είχε οδηγήσει σε έλλειψη συντονισμού των ενεργειακών στρατηγικών των χωρών της Ένωσης.
Η Ε.Ε. αντιμετωπίζει σοβαρό πρόβλημα ενεργειακής εξάρτησης, καθώς τα περισσότερα κράτη – μέλη δεν διαθέτουν σημαντικές ενδογενείς πηγές ενέργειας. Το ζήτημα της ενεργειακής εξάρτησης της Ευρώπης από εξωγενείς προμηθευτές έγκειται κυρίως στην έλλειψη επαρκών πηγών καθαρής ενέργειας στην ευρύτερη περιοχή της Ε.Ε., η οποία συνεπάγεται την απουσία μίας αποτελεσματικής κοινής ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης. Είναι γεγονός ότι ορισμένα κράτη – μέλη της Ε.Ε. (Πολωνία, Γερμανία, Ρουμανία, Βουλγαρία, Ελλάδα και Τσεχία), παρά τις δεσμεύσεις τους στην Συμφωνία του Παρισιού για την μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου και την σταδιακή κατάργηση της καύσης του άνθρακα για ηλεκτρική ενέργεια μέχρι το 2030, δεν έχουν καταφέρει μείωση της χρήσης του άνθρακα μέχρι και το 2019, και σκοπεύουν να τον εκμεταλλεύονται και μετά το 2030. Λόγω της αδυναμίας τους για γρηγορότερη απεξάρτηση από τον άνθρακα, ζητούν επιπλέον οικονομική στήριξη για την ενεργειακή μετάβαση από τον άνθρακα σε πηγές ενέργειας πιο φιλικές προς το περιβάλλον μέσω ενός «Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης». Επιπρόσθετα, πέρα από το δίλημμα ασφαλείας που αντιμετωπίζει η Ε.Ε. στην εξωτερική της πολιτική, παρατηρείται και ένα είδος «διλήμματος ενεργειακής ασφαλείας» της Ένωσης. Όσο η Ε.Ε. επιδιώκει να διαφοροποιήσει τους προμηθευτές της και τις οδεύσεις φυσικού αερίου, αυξάνοντας έτσι κατά κάποιο τρόπο την ενεργειακή της ασφάλεια, τόσο η Ρωσία αντιδρά και προβαίνει σε ενέργειες που ενισχύουν την εξάρτηση της Ένωσης από αυτήν. Επομένως, τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν γενικότερα μικρή διαφοροποίηση πηγών, περιορισμένο δίκτυο αγωγών και υποδομών αποθήκευσης, όπως και ανεπάρκεια μακροχρόνιων ενεργειακών στρατηγικών, αλλά και για περιπτώσεις έκτακτης ανάγκης λόγω απουσίας μίας αποτελεσματικής κοινής ενεργειακής πολιτικής της Ένωσης.
Επομένως η Ε.Ε. οφείλει να βρει την κατάλληλη ισορροπία ανάμεσα στην άρση της σχέσης εξάρτησης και στην διατήρηση των οικονομικών σχέσεων με τη Ρωσία. Είναι απαραίτητο για την Ένωση να συνάπτει ενεργειακές συμμαχίες με τρίτα κράτη εκτός Ευρώπης, με στόχο την αποφυγή της ενεργειακής εξάρτησης από την Ρωσία. Με την ενίσχυση της ενιαίας εξωτερικής ενεργειακής πολιτικής, η Ε.Ε. είναι δυνατό να επιτύχει συνεργασία με κράτη πλούσια σε ενεργειακά κοιτάσματα για την κατασκευή αγωγών και δικτύων, και ολοκλήρωση της εσωτερικής αγοράς ενέργειας. Από αυτού του είδους τις συνεργασίες θα επωφεληθεί η Ε.Ε., καθώς θα μπορεί να ανταποκρίνεται επαρκώς σε εξωτερικούς ενεργειακούς κλυδωνισμούς λόγω μεγαλύτερης διαφοροποίησης των πηγών της. Τέλος, μια επιχειρησιακή ετοιμότητα της Ε.Ε. μπορεί να βρει την έκφανση της στην προστασία των ΑΟΖ των χωρών της.
Ιδιαίτερη σημασία έχει και η διαφοροποίηση του ενεργειακού μίγματος των κρατών μελών της Ε.Ε. Η αύξηση προμήθειας του LNG και η σωστή πρακτική αποθήκευσης του φυσικού αερίου είναι σημαντικές για τη διασφάλιση της ρευστότητας του στην Ε.E. Η δυνατότητα αποθήκευσης LNG πρέπει να είναι διαθέσιμη σε όλα τα κράτη – μέλη, καθώς το LNG επιτρέπει μεγαλύτερη ευελιξία στις συναλλαγές λόγω της δυνατότητας προμήθειας από περισσότερους παραγωγούς, με καλύτερη διαπραγμάτευση των τιμών. Η διαφοροποίηση του ενεργειακού μίγματος μπορεί να ενισχυθεί επιπρόσθετα με την εισαγωγή της τεχνολογίας του τηγμένου άλατος (αποθήκευση θερμικής ενέργειας με τετηγμένο αλάτι, έτσι ώστε να παρέχει αποτελεσματικές και οικονομικές δυνατότητες αποθήκευσης ενέργειας κατά την ανάπτυξη ενός συστήματος για αποθήκευση θερμικής ενέργειας με ενσωματωμένη γεννήτρια ατμού, για ηλιοθερμικές εγκαταστάσεις βιομηχανικού μεγέθους) και με εκτεταμένη χρήση των ΑΠΕ ή της πυρηνικής ενέργειας.
Τα πλεονεκτήματα της πυρηνικής ενέργειας είναι πολυάριθμα και αφορούν κατά κύριο λόγο την μεγάλη ποσότητα του ουρανίου στη φύση, το χαμηλό κόστος παραγωγής του ουρανίου και λειτουργίας του πυρηνικού αντιδραστήρα, τη μικρή επίδρασή της στο περιβάλλον, την ενεργειακή ανεξαρτησία που προσφέρει στις χώρες που τη διαθέτουν, καθώς και την μικρή πιθανότητα ατυχήματος αν ληφθούν τα απαραίτητα μέτρα προστασίας. Οι πολέμιοι της πυρηνικής ενέργειας, αν και αναγνωρίζουν εν μέρει τα οφέλη που μπορεί να προσφέρει, υπογραμμίζουν τα μειονεκτήματα της. Οι αρνητικές πτυχές της σχετίζονται με το κόστος κατασκευής και συντήρησης του πυρηνικού εργοστασίου, τη διαχείριση των πυρηνικών αποβλήτων, τις ανεξέλεγκτες περιβαλλοντικές συνέπειες από πιθανό ατύχημα, όπως επίσης και τον κίνδυνο εξάπλωσης των πυρηνικών όπλων.
Συμβάλλει, λοιπόν, η πυρηνική ενέργεια στην απεξάρτηση από τα ορυκτά καύσιμα και στη μετάβαση σε μία πιο καθαρή οικονομία; Ή μήπως αποτελεί ένα επικίνδυνο μονοπάτι στην πορεία προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας; Η δυσκολία της απάντησης στα παραπάνω ερωτήματα αποδεικνύει τον αμφίσημο χαρακτήρα της. Σίγουρα δεν αποτελεί ακόμα το «καύσιμο» του μέλλοντος, αλλά μπορεί να αποτελέσει ένα βήμα για τα σενάρια απανθρακοποίησης μέχρι τη επίτευξη της μετάβασης στις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας. Σε αυτό μπορεί να συμβάλλει η αντικατάσταση του ουρανίου από το θόριο για την τροφοδότηση των πυρηνικών αντιδραστήρων. Το θόριο είναι πιο άφθονο στη φύση από το ουράνιο, δεν είναι σχάσιμο από μόνο του (πράγμα που σημαίνει ότι οι αντιδράσεις μπορούν να σταματήσουν όταν είναι απαραίτητο), παράγει απόβλητα που είναι λιγότερο ραδιενεργά και περισσότερη ενέργεια ανά τόνο. Παρόλα αυτά, χρησιμοποιείται μόνο το ουράνιο, διότι οι αντιδραστήρες θορίου δεν παράγουν πλουτώνιο, το κρίσιμο συστατικό στοιχείο μιας πυρηνικής βόμβας. Η έρευνα, εξάλλου, για τη δημιουργία των πυρηνικών αντιδράσεων δεν ξεκίνησε αρχικά από την επιθυμία να παραχθεί ενέργεια, αλλά από την επιθυμία να παραχθούν ατομικές βόμβες. Σε κάθε περίπτωση μεγαλύτερη προτεραιότητα δεν έχει αυτό καθ’ εαυτό το καύσιμο που χρησιμοποιείται, αλλά η μείωση των ενεργειακών αναγκών και η διατήρηση της ενέργειας για την επίτευξη των στόχων της βιώσιμης ανάπτυξης.
Καταλήγοντας, η Ε.Ε. οφείλει να αντιμετωπίσει με σοβαρότητα το πρόβλημα της ενεργειακής της ασφάλειας με την σωστή αξιολόγηση και μείωση των κινδύνων και με την ενίσχυση των μέτρων ενεργειακής απόδοσης και ανθεκτικότητας. Πέρα από την λήψη δράσεων όσον αφορά την ρυθμιστική πλευρά της ενεργειακής πολιτικής και την αύξηση της διαφοροποίησης του ενεργειακού εφοδιασμού, η Ένωση θα πρέπει να επικεντρωθεί στην προώθηση βέλτιστων πρακτικών στον τομέα των ΑΠΕ, της πυρηνικής ενέργειας και του τηγμένου άλατος. Δεδομένου ότι η ενεργειακή ασφάλεια επηρεάζει όλα τα ευρωπαϊκά έθνη, ο ευρωπαϊκός χώρος πρέπει να προσαρμοσθεί στις μελλοντικές προκλήσεις ενεργειακής ασφάλειας ενός απρόβλεπτα πολυκεντρικού διεθνούς συστήματος.
Είναι τριτοετής φοιτήτρια στο τμήμα Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Τα ακαδημαϊκά της ενδιαφέροντα άπτονται θεμάτων άμυνας, ενεργειακής ασφάλειας και διεθνών σχέσεων. Παράλληλα με τη σχολή της, σπουδάζει πιάνο σε επίπεδο ανωτέρας στο Ωδείο Αθηνών και ασχολείται με την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Κατέχει άριστη χρήση της αγγλικής και της γαλλικής γλώσσας. Στον ελεύθερό της χρόνο παρακολουθεί σεμινάρια σχετικά με τις σπουδές της και ασχολείται με την ερασιτεχνική κριτική κινηματογράφου, το κλασσικό μπαλέτο, την άθληση και το χειμερινό σκι.