Του Παύλου Πετίδη,
Πριν από έναν χρόνο, ο πρόεδρος της Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (FED), Τζερόμ Πάουελ, είχε τονίσει στους υπόλοιπους κεντρικούς τραπεζίτες του κόσμου τους σημαντικούς κινδύνους που εγκυμονεί η αβεβαιότητα στο παγκόσμιο εμπόριο εξαιτίας της σινοαμερικανικής αντιπαράθεσης, καθώς και το σημαντικό ρόλο που διαδραματίζει η έλλειψη εργαλείων νομισματικής πολιτικής για την αντιμετώπιση τέτοιων συνθηκών. Στο φετινό ετήσιο συνέδριο των κεντρικών τραπεζιτών, το καθεστώς της παγκόσμιας οικονομίας βρίσκεται σε αχαρτογράφητα νερά εξαιτίας της πανδημίας, με τις κεντρικές τράπεζες να ξεμένουν από εργαλεία νομισματικής στήριξης. Το τοπίο παραμένει θολό και τα αναπάντητα ερωτήματα πολλά. Το πόσο γρήγορα θα εξαπλωθεί ο ιός, πόσοι άνθρωποι θα νοσήσουν και θα καταλήξουν εξαιτίας του Covid-19 και το εάν οι κυβερνήσεις θα καταφύγουν σε νέα μέτρα στήριξης πληττόμενων νοικοκυριών και επιχειρήσεων και εάν υπάρχουν πλέον τα οικονομικά περιθώρια για γενναία πακέτα διάσωσης διαμορφώνουν το πλαίσιο για τους επόμενους μήνες.
Σε αυτό τον γρίφο για πολύ δυνατούς λύτες έρχεται να προστεθεί και η πολιτική αβεβαιότητα εν όψει των προεδρικών εκλογών της 3ης Νοεμβρίου στις ΗΠΑ, με τον Αμερικανό πρόεδρο, Ντόναλντ Τραμπ, να εγείρει αμφιβολίες για το αδιάβλητο της διαδικασίας και την έκβασή της. Στην ομιλία του κατά την έναρξη του ετήσιου συνεδρίου της Ομοσπονδιακής Τράπεζας του Κάνσας, την Πέμπτη, ο κ. Πάουελ αναμένεται να εστιάσει στα σχέδια της FED για αναπροσαρμογή της νομισματικής πολιτικής σε έναν κόσμο επίμονα χαμηλού πληθωρισμού και χαμηλών επιτοκίων, εν μέσω των προσπαθειών της FED να τονώσει την οικονομία και να αποτρέψει την ύφεση. Η εντεινόμενη αβεβαιότητα για τις οικονομικές προοπτικές, μια αβεβαιότητα που υπονομεύει τις δαπάνες των νοικοκυριών, καθιστά επιφυλακτικές τις επιχειρήσεις απέναντι σε επενδύσεις και μπλοκάρει τη μεταποιητική παραγωγή, σφίγγει τον κλοιό πιέσεων γύρω από τη FED για πρόσθετα μέτρα στήριξης.
Έπειτα από τη συρρίκνωση-ρεκόρ του ΑΕΠ στο προηγούμενο τρίμηνο, η αμερικανική οικονομία δείχνει κάποια σημάδια επιστροφής στην ανάπτυξη. Παρά τις ελπιδοφόρες ενδείξεις, ορισμένοι αξιωματούχοι της FED ανησυχούν μήπως η πληθώρα αστάθμητων παραγόντων εγείρει εμπόδια στην ανάπτυξη. «Η αβεβαιότητα είναι έντονη και νομίζω ότι αυτό έχει μεγάλη σημασία για αρκετούς παίκτες της οικονομίας και, κατά συνέπεια για την ίδια την οικονομία», παραδέχθηκε πρόσφατα ο πρόεδρος της ομοσπονδιακής τράπεζας του Ρίτσμοντ, Τόμας Μπάρκιν. «Πολλά πράγματα έχουν παγώσει εξαιτίας της σημερινής αβεβαιότητας».
Μπορεί οι κεντρικοί τραπεζίτες να μην είναι σε θέση να ελέγξουν τους αστάθμητους παράγοντες, ασκούν όμως τον απόλυτο έλεγχο της νομισματικής πολιτικής. Και ο επικεφαλής της FED θα μπορούσε κατά την εναρκτήρια ομιλία του αυτή την εβδομάδα να ανοίξει τα χαρτιά του ως προς τα επόμενα βήματα στήριξης. Με χαμηλό πληθωρισμό και επιτόκια, τα συμβατικά εργαλεία της FED χάνουν την ισχύ τους. Γι’ αυτό το λόγο, οι αξιωματούχοι εξετάζουν ανορθόδοξες μεθόδους, όπως την αντιστάθμιση μιας μεγάλης περιόδου χαμηλού πληθωρισμού με περιόδους υψηλού πληθωρισμού, μια προσέγγιση γνωστή ως στόχευση του πληθωρισμού (inflation targeting).
Παράλληλα, συζήτησαν και το ενδεχόμενο ενίσχυσης της δέσμευσης για διατήρηση των επιτοκίων σε χαμηλά επίπεδα για μεγάλο χρονικό διάστημα, ίσως με το να αποκλείσουν μελλοντικές επιτοκιακές αυξήσεις μέχρις ότου η ανεργία υποχωρήσει σε ένα συγκεκριμένο επίπεδο.
Και οι δύο αλλαγές συνεπάγονται πιο χαλαρή νομισματική πολιτική, προσφέροντας στήριξη της ανάπτυξης. Την εποχή της πιστωτικής κρίσης, οι κεντρικές τράπεζες –με πρωτοπόρο τη FED- είχαν βοηθήσει την παγκόσμια οικονομία να σταθεί και πάλι στα πόδια της. Αυτή τη φορά η κρίση είναι πρωτίστως υγειονομική, όμως οι κεντρικές τράπεζες καλούνται να αναλάβουν και πάλι το ρόλο διασώστη, με την ελπίδα ότι η άφθονη ρευστότητα και το ιστορικά χαμηλό κόστος δανεισμού θα βάλουν μπρος την «ατμομηχανή» της ανάπτυξης.
Ο δείκτης οικονομικού κλίματος στην Ευρωζώνη αυξήθηκε τον Αύγουστο, για τέταρτο συνεχόμενο μήνα, μετά την πτώση-ρεκόρ λόγω του κορωνοϊού τον Μάρτιο και τον Απρίλιο, σύμφωνα με τα στοιχεία έρευνας της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Αν και παραμένει πολύ κάτω από τα προ κρίσης επίπεδά του και τον μακροπρόθεσμο μέσο όρο, ο δείκτης αυξήθηκε στις 87,7 μονάδες από 82,4 τον Ιούλιο, υψηλότερα από τις 85 μονάδες που προέβλεπαν οικονομολόγοι σε έρευνα του Reuters.
H νέα αύξηση του δείκτη είχε ως αιχμή κυρίως τη μεγαλύτερη αισιοδοξία στον τομέα των υπηρεσιών, που είναι ο μεγαλύτερος στην οικονομία της Ευρωζώνης. Ο δείκτης στον τομέα των υπηρεσιών διατηρήθηκε σε αρνητικό έδαφος, αλλά ενισχύθηκε στις -17,2 από -26,2 μονάδες τον Ιούλιο. Η εμπιστοσύνη αυξήθηκε, επίσης, στους τομείς της βιομηχανίας και του λιανικού εμπορίου, αν και οι προσδοκίες των υπεύθυνων των εργοστασίων για την παραγωγή μειώθηκαν λίγο μετά από τρεις συνεχόμενες μηνιαίες αυξήσεις, οι οποίες ώθησαν τον σχετικό δείκτη σε επίπεδα υψηλότερα από της προ κρίσης.
Η καταναλωτική εμπιστοσύνη σημείωσε ελαφρά ανάκαμψη στις -14,7 μονάδες από -15, επιβεβαιώνοντας τις πρώτες εκτιμήσεις της Κομισιόν νωρίτερα τον Αύγουστο. Οι προσδοκίες για τις τιμές καταναλωτή μειώθηκαν ελαφρά, με μία λίγο μεγαλύτερη διάθεση για μεγάλες αγορές τους επόμενους 12 μήνες και μία μικρή μείωση τέτοιων αγορών επί του παρόντος, σύμφωνα με την έρευνα. Ο δείκτης προσδοκιών απασχόλησης συνέχισε να βελτιώνεται για τέταρτο συνεχόμενο μήνα, ενώ η εμπιστοσύνη στον κατασκευαστικό τομέα επιδεινώθηκε ελαφρά.
Από τις μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωζώνης, το κλίμα βελτιώθηκε σημαντικά στη Γαλλία, την Ολλανδία και τη Γερμανία. Στην Ιταλία ο σχετικός δείκτης αυξήθηκε, ενώ στην Ισπανία μειώθηκε.